Ο Ιαν Φλέμινγκ (1908 - 1964) στην παραλία του Goldeneye, του σπιτιού του στην Τζαμάικα, στις 23 Φεβρουαρίου 1964 | Harry Benson/Express/Getty Images
Θέματα

«Casino Royale»: Οταν ο Ιαν Φλέμινγκ «γέννησε» τον Τζέιμς Μποντ

Ακριβώς πριν από 70 χρόνια, ο βρετανός συγγραφέας υλοποίησε το όνειρό του να γράψει «την κατασκοπική ιστορία που θα σκοτώσει όλες τις ιστορίες κατασκοπίας». Στις 13 Απριλίου 1953, ο χαρακτήρας του θρυλικού πράκτορα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ράφια των βρετανικών βιβλιοπωλείων με μια μικρή πρώτη εκτύπωση 4.728 αντιτύπων
Protagon Team

Αν υπάρχουν δύο διαχρονικοί θεσμοί του Ηνωμένου Βασιλείου που εξακολουθούν να παραμένουν επίκαιροι μετά από έξι δεκαετίες, αυτοί είναι οι Rolling Stones και ο Τζέιμς Μποντ. Ο θρυλικός κατάσκοπος, οι περιπέτειες του οποίου δημιούργησαν μια κινηματογραφική αυτοκρατορία με 25 ταινίες και έξι διαφορετικούς πρωταγωνιστές μέχρι σήμερα, γεννήθηκε πριν από 70 χρόνια. Ομως, η «γέννα» του, κάθε άλλο παρά εύκολη ήταν.

Στις 13 Απριλίου 1953, ο χαρακτήρας του Τζέιμς Μποντ κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στα ράφια των βρετανικών βιβλιοπωλείων, με την έκδοση του «Casino Royale». Ξεκινώντας με μια μικρή πρώτη εκτύπωση 4.728 αντιτύπων, ο συγγραφέας του, Ιαν Φλέμινγκ, συνέχισε με άλλα 13 μυθιστορήματα της σειράς, τα οποία έχουν πουλήσει περισσότερα από 100 εκατομμύρια αντίτυπα μέχρι τις μέρες μας.

Η τεράστια επιτυχία των βιβλίων επισκιάστηκε από το θέαμα του franchise ταινιών, με το πιο πρόσφατο φιλμ, «No Time To Die» να έχει εισπράξεις ύψους 774 εκατομμύρια δολαρίων. Τόσο η γέννηση της ιδέας στο μυαλό του Φλέμινγκ, όσο και οι προκλήσεις που οδήγησαν στην έκδοση του πρώτου μυθιστορήματος, συνθέτουν μια ιστορία αντάξια των περιπετειών του Μποντ και η Telegraph καταγράφει τα ιστορικά ντοκουμέντα.

Μεγάλο μέρος της προέλευσης του Τζέιμς Μποντ μπορεί να εντοπιστεί στην Τζαμάικα, όπου ο Φλέμινγκ όχι μόνο βάσισε πολλές από τις φανταστικές του περιπέτειες, αλλά και όπου γεννήθηκε ολόκληρη η ιδέα της κατασκοπικής σειράς. Από το 1952, όταν έγραφε το «Casino Royale» και για το υπόλοιπο της ζωής του, ο Φλέμινγκ ξεκινούσε κάθε χρόνο καθισμένος στην επιχρυσωμένη γραφομηχανή του, στο σπίτι του στην Τζαμάικα, και έγραφε ένα μυθιστόρημα με ήρωα τον Μποντ. Εκεί ένιωθε απόλυτα δημιουργικός.

Ο Φλέμινγκ επισκέφθηκε το νησί για πρώτη φορά ως αξιωματικός του ναυτικού κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου τον Ιούλιο του 1943, για μια διάσκεψη για την αντιμετώπιση της καταστροφής που προκαλούσαν τα γερμανικά U-boats στη γύρω θάλασσα. Σχεδόν με την άφιξή του στο νησί της Καραϊβικής, ο Φλέμινγκ ερωτεύτηκε το μέρος.

Ανήγγειλε στον φίλο με τον οποίο συγκατοικούσε: «Οταν κερδίσουμε αυτόν τον καταραμένο πόλεμο, θα ζήσω στην Τζαμάικα… απλώς θα ζήσω στην Τζαμάικα και θα κολυμπώ στη θάλασσα και θα γράφω βιβλία». Αργότερα έγινε πιο συγκεκριμένος: «Θα γράψω την κατασκοπική ιστορία που θα τελειώσει όλες τις ιστορίες κατασκόπων». Και έκανε ακριβώς αυτό.

Μετά τον πόλεμο, ο Φλέμινγκ αγόρασε ένα οικόπεδο 14 στρεμμάτων στη βόρεια ακτή του νησιού, σχεδόν ακριβώς πάνω από την πρωτεύουσα, Κίνγκστον, όπου έχτισε ένα μικρό σπίτι με θέα στον ωκεανό και το ονόμασε Goldeneye – τίτλος που θα δανειζόταν μια μελλοντική ταινία του Τζέιμς Μποντ.

Το σπίτι ήταν κάθε άλλο παρά πολυτελές. Ο Φλέμινγκ δεν ήθελε γυαλί στα παράθυρα, προτιμούσε τα πουλιά να μπορούν να πετούν μέσα, δεν ήθελε ζεστό νερό, καθώς θα έκανε μπάνιο στη θάλασσα καθημερινά – ήθελε μόνο μια σόμπα και έναν νεροχύτη στην κουζίνα.

Η πρώτη έκδοση του «Casino Royale» του 1953, που τέθηκε σε δημοπρασία το 2008. Τώρα επανακυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιαν Φλέμινγκ (Jeff J Mitchell/Getty Images)

Ο διάσημος βρετανός θεατρικός συγγραφέας Νοέλ Κάουαρντ, στενός φίλος του Φλέμινγκ και γείτονάς του στην Τζαμάικα, ήταν ένας από τους πρώτους ανθρώπους που επισκέφτηκαν το νέο του σπίτι, αποφασίζοντας αμέσως ότι έμοιαζε περισσότερο με κλινική νοσοκομείου παρά με νησιώτικη βίλα. Το ονόμασε «Goldeneye, nose and throat» (Χρυσομάτι, μύτη και λαιμός) και έγραψε στο βιβλίο επισκεπτών: «όλοι εσείς οι Φλέμινγκ απολαμβάνετε την ταλαιπωρία».

Παρά τις επικρίσεις για τις αρχιτεκτονικές του ιδέες, ο Φλέμινγκ μπήκε αμέσως σε μια αξιοζήλευτη ρουτίνα. Ξυπνούσε νωρίς κάθε πρωί για ένα μακρύ κολύμπι στα ζεστά νερά της θάλασσας, ακολούθως έπαιρνε ένα πρωινό που περιελάμβανε φρέσκο καφέ Blue Mountain, ψιλοκομμένη παπάγια με μια φέτα πράσινου λάιμ και ομελέτα – πριν ξεκινήσει την εξερεύνηση του νησιού για το υπόλοιπο της ημέρας.

Το πρωί της 15ης Ιανουαρίου 1952, όμως, μετά το πρωινό, ο Φλέμινγκ πήγε σε ένα από τα ελεύθερα δωμάτια του Goldeneye, όπου κάθισε στο γωνιακό του γραφείο και άρχισε να γράφει το πρώτο του μυθιστόρημα. Επιχειρώντας να εφεύρει ένα όνομα για τον κατάσκοπο ήρωά του, ο Φλέμινγκ θυμήθηκε πολλά χρόνια αργότερα ότι «ήθελα το πιο απλό, πιο βαρετό, πιο σύντομο, αντιρομαντικό, αγγλοσαξονικό όνομα, που να είναι, όμως, και πολύ αρρενωπό».

Στο γραφείο του καθόταν ένα βιβλίο που του είχαν δωρήσει, με τίτλο «Πουλιά των Δυτικών Ινδιών», από έναν συγγραφέα που λεγόταν Τζέιμς Μποντ. Αποφάσισε ότι ήταν το τέλειο όνομα για τον ήρωά του. Σε αυτό το σημείο, ο Φλέμινγκ έχει ήδη εφεύρει το ιδανικό όνομα για το ερωτικό ενδιαφέρον του Μποντ στο μυθιστόρημα.

Λίγες μέρες νωρίτερα, εξερευνούσε τα βουνά γύρω από το Goldeneye με το αυτοκίνητό του, όταν αντίκρισε ένα υπέροχο σπίτι, σκαρφαλωμένο στην πλαγιά του λόφου. Η περιέργεια κέρδισε τον Φλέμινγκ, κι έτσι αποφάσισε να σταματήσει και να δει ποιος ζούσε εκεί. Χτύπησε το κουδούνι και την πόρτα άνοιξε «ένας γραφικός ηλικιωμένος μπάτλερ με κατσαρά ασημένια μαλλιά και ένα μεγαλειώδες χαμόγελο» που τον καλωσόρισε μέσα, χωρίς καμία ερώτηση.

Κάπως έκπληκτος, ο Φλέμινγκ οδηγήθηκε σε ένα σκοτεινό δωμάτιο, όπου κάθονταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων, ένας συνταγματάρχης και η γυναίκα του. Ο μπάτλερ επανεμφανίστηκε κρατώντας έναν δίσκο με παγωμένα ποτήρια, γεμάτα με ένα ποτό τροπικού χρώματος, ανακοινώνοντας περήφανα ότι «τα vespers σερβίρονται».

Αν και ο Φλέμινγκ, μετά από αλλεπάλληλες προσπάθειες, δεν κατάφερε ποτέ να πετύχει τη συνταγή του κατεψυγμένου τζιν με το παρασκεύασμα φρούτων του κοκτέιλ, σκέφτηκε ότι το όνομά του θα ήταν εξαιρετικό για την ηρωίδα του νέου του βιβλίου. Με τα ονόματα των χαρακτήρων του πλέον έτοιμα, ο Φλέμινγκ έστρεψε το μυαλό του στην πλοκή του «Casino Royale».

Ως αξιωματικός της Ναυτικής Αντικατασκοπείας στον πόλεμο, είχε αρκετές εμπειρίες να αξιοποιήσει. Το 1941, ο Φλέμινγκ επισκεπτόταν τη Λισαβόνα καθ οδόν για τη Νέα Υόρκη, με τον Διευθυντή Ναυτικών Πληροφοριών, ναύαρχο Τζον Γκόντφρι – στον οποίο θα βάσιζε τον χαρακτήρα του «Εμ» στα βιβλία του Τζέιμς Μποντ – όταν συνέβη μια σκηνή που ενέπνευσε την ιστορία του «Casino Royale».

Ο πρώτος ηθοποιός που ερμήνευσε τον Τζέιμς Μποντ, Σον Κόνερι, συζητά με τον συγγραφέα του ήρωα, Ιαν Φλέμινγκ, στη διάρκεια των γυρισμάτων της πρώτης κινηματογραφικής μεταφοράς του Μποντ, «Dr. No» (Sunset Boulevard/Corbis/Getty Images)

Μετά το δείπνο ένα βράδυ, ο Φλέμινγκ και ο Γκόντφρι επισκέφτηκαν το καζίνο Estoril, μία από τις μεγαλύτερες αίθουσες τυχερών παιχνιδιών στην Ευρώπη. Καθισμένος στο τραπέζι του μπακαρά, ο Γκόντφρι θυμόταν ότι ο Φλέμινγκ έσκυψε προς τον πορτογάλο συνάδελφό του και ψιθύρισε: «Ας υποθέσουμε ότι αυτοί οι τύποι ήταν Γερμανοί πράκτορες – φαντάζεσαι τι επιτυχία θα είχαμε αν τους κερδίζαμε όλα τα λεφτά τους;».

Δέκα χρόνια αργότερα, ο Φλέμινγκ αποφάσισε ότι ένα τέτοιο σενάριο θα ήταν πράγματι η ιστορία για το μυθιστόρημά του. Μόλις οκτώ εβδομάδες μετά την έναρξη της συγγραφής, ο Φλέμινγκ είχε τελειώσει το χειρόγραφο των 62.000 λέξεων στις 18 Μαρτίου 1952. Ηταν πολύ ευχαριστημένος με την τελική εκδοχή του «Casino Royale», αλλά κάπως απογοητευμένος όταν την έδωσε στη νέα του σύζυγο, Αν, την οποία είχε παντρευτεί στην Τζαμάικα αμέσως μετά την ολοκλήρωση του βιβλίου.

Ο Φλέμινγκ τη ρώτησε αν θα την πείραζε να της το αφιερώσει, κι εκείνη απάντησε, με ελαφρύ πατρονάρισμα: «Ελα τώρα Ίαν, δεν είναι το είδος του βιβλίου που αφιερώνει κανείς σε κάποιον». Απτόητος, ο Φλέμινγκ έστειλε το χειρόγραφο στον Τζόναθαν Κέιπ, εκδότη του αδελφού του, Πίτερ Φλέμινγκ, ο οποίος το δέχτηκε απρόθυμα, σε μεγάλο βαθμό χάρη στην επιμονή του Πίτερ.

Ο Κέιπ είπε για τον Φλέμινγκ: «Πρέπει να τα πάει πολύ καλύτερα αν θέλει να φτάσει κάπου κοντά στα πρότυπα του Πίτερ». Παρά τον δισταγμό του, το «Casino Royale» πούλησε συνολικά 8.000 αντίτυπα τον πρώτο χρόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο και 4.000 στην Αμερική, αποσπώντας ανάμεικτες κριτικές, αλλά λειτουργώντας ως εφαλτήριο για το φαινόμενο που θα γινόταν ο Τζέιμς Μποντ.

Από την πρώτη του απόπειρα προέκυψε μια φόρμουλα, την οποία ακολούθησε σχεδόν σε κάθε βιβλίο του Μποντ. Ο βρετανός πράκτορας χρειάζεται μια όμορφη γυναίκα να τον βοηθά στις περιπέτειες του, έναν κακό που, παρά κάποια μορφή σωματικής ατέλειας, διαθέτει τις ικανότητες του Μποντ και, φυσικά, χρειάζεται να ταξιδεύει σε λαμπερά μέρη όλου του πλανήτη.

Ο Φλέμινγκ κατάφερε να πουλήσει τα δικαιώματα του «Casino Royale» στον παραγωγό ταινιών, Γκρέγκορι Ράτοφ, το 1954, γεγονός που οδήγησε σε μια σειρά ζητημάτων όσον αφορά στα δικαιώματα του βιβλίου όταν τα πλήρη δικαιώματα του Μποντ αγοράστηκαν από την United Artists το 1961 – καθιστώντας τα δικαιώματα του «Casino Royale» περιορισμένης νομικής ισχύος.

Εξαιτίας αυτής της νομικής ιδιαιτερότητας, παρά το γεγονός ότι ήταν το πρώτο βιβλίο του Τζέιμς Μποντ – και παρά την ομότιτλη σατιρική ταινία με τον Πίτερ Σέλερς στο ρόλο του Μποντ, το 1967 – το «Casino Royale» ήταν στην πραγματικότητα ο τελευταίος τίτλος από τα 14 μυθιστορήματα του Φλέμινγκ που μετατράπηκε σε επίσημη ταινία του Τζέιμς Μποντ.

Σηματοδοτώντας την παρθενική εμφάνιση του Ντάνιελ Κρεγκ ως ο έκτος επίσημος ηθοποιός που υποδύθηκε τον Μποντ, η κινηματογραφική εκδοχή του «Casino Royale» κυκλοφόρησε το 2006 και παρέμεινε εντυπωσιακά πιστή στο βιβλίο του Φλέμινγκ, αν και κάποια μέρη ανανεώθηκαν για να συμβαδίσουν με την εποχή της κυκλοφορίας της.

Παρά το γεγονός ότι οι Εκδόσεις Ιαν Φλέμινγκ ανακοίνωσαν τον Φεβρουάριο του τρέχοντος έτους ότι η επανέκδοση των μυθιστορημάτων του Μποντ μέσα στον Απρίλιο θα περιλάμβανε κάποιες αλλαγές στα αρχικά κείμενα –ώστε να συμμορφωθούν με τους τρέχοντες κανόνες πολιτικής ορθότητας–, τελικά ελήφθη η απόφαση να μην τροποποιηθεί με κανέναν τρόπο το «Casino Royale».

Είναι ταιριαστό το γεγονός ότι η ιστορία που λάνσαρε τον πιο διάσημο κατάσκοπο στον κόσμο και ένα κινηματογραφικό franchise πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων, παρέμεινε πάντα πιστή στο βιβλίο του Φλέμινγκ, που δημοσιεύτηκε πριν από 70 χρόνια.