Σύμφωνα με την αποκάλυψη της Ντέμι Μουρ στα social media, την οποία υπογράφουν και οι εφτά γυναίκες της ζωής του (η πρώην και η νυν σύζυγος του Μπρους Γουίλις και οι πέντε κόρες του), ο 67χρονος σταρ διαγνώστηκε με αφασία και αποσύρεται από την υποκριτική, εγκαταλείποντας μια καριέρα δεκαετιών εξαιτίας της νόσου, που επηρεάζει τις νοητικές λειτουργίες του.
Τι σημαίνει αυτό; Κατ’ αρχάς, για τους φανατικούς των ταινιών «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», μπορεί να υπάρχει μόνο ένας Τζον ΜακΛέιν και οι περιπέτειες του σκληροτράχηλου αστυνομικού με το βρώμικο γιλέκο και τις αγριάδες να πέφτουν σαν αποτσίγαρα από το στόμα του, τέλειωσαν πια.
Οι γυναίκες του Μπρους Γουίλις υπογράφουν την ανακοίνωση της Ντέμι Μουρ για την υγεία του
Το 1988, όταν κυκλοφόρησε η πρώτη ταινία «Πολύ σκληρός για να πεθάνει», και για πολλούς η καλύτερη της σειράς και μια από τις καλύτερες ταινίες δράσης όλων των εποχών, ο Μπρους Γουίλις άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του σαν ένας νέος ήρωας δράσης. Το σημείο κλειδί της υπόθεσης δεν ήταν η επίδειξη δύναμης από μέρους του αλλά η κούραση, γράφει στην Telegraph ο Τιμ Ρόμπεϊ: ήταν ένας ντετέκτιβ, που απλώς δεν άντεχε άλλο κλεισμένος σε τέσσερις τοίχους και οδηγήθηκε σε τρομερούς ηρωισμούς απλά γιατί ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να τα καταφέρει.
Κανείς δεν πλήρωνε αρκετά τον ΜακΛέιν για να βουτήξει στα σκ*. Ο στόχος του δεν ήταν τόσο πολύ να κυνηγήσει μετάλλια όσο να βγει ζωντανός. Οι σκηνές με τον Αλαν Ρίκμαν στον ρόλο του γερμανού τρομοκράτη Χανς Γκρούμπερ (τυπικός «κακός» αυτού του είδους) οφείλουν την αξία τους στο είδος του δημοφιλούς ήρωα που ανέδειξε ο Μπρους Γουίλις, σε αντίθεση με τον απειλητικό αντίπαλό του.
Σε επίπεδο ηρωισμών, ο Μπρους ήταν ο αντι-Αρνι (Σβαρτσενέγκερ), παρά την κοινή τους τευτονική κληρονομιά (ο Γουίλις γεννήθηκε το 1955 στη Δυτική Γερμανία· η μητέρα του ήταν Γερμανίδα από το Κάσελ και ο πατέρας του αμερικανός στρατιώτης), και λίγο περισσότερο σαν τον Σλάι (Σταλόνε), μείον τα μαλλιά και τη μυϊκή δύναμη· με λιγότερη αυτολύπηση και πολύ περισσότερο σαρκασμό.
(Δείτε το trailer της πρώτης ταινίας της σειράς «Πολύ Σκληρός για να Πεθάνει»)
Η απολογητική στάση των χαρακτήρων του οφειλόταν κατά πολύ σε εμβληματικούς σταρ παλιάς σχολής του Χόλιγουντ όπως ίσως ο Σπένσερ Τρέισι, του οποίου τον αέρα καταπατημένης εξουσίας προσπαθούσε μερικές φορές να αντιγράψει, επισημαίνει στην Telegraph ο βρετανός κριτικός κινηματογράφου.
Η υπερπροσπάθεια φάνηκε την πρώτη φορά, όταν θέλησε να κάνει πάρα πολλά ταυτόχρονα μπερδεύοντας τους πάντες με την κακή εντύπωση που άφησε σαν αναγεννησιακός άνθρωπος. Το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει 2» (1990) δεν ήταν το ίδιο, αλλά έκανε το brand του να φαίνεται υπερβολικό και πολύ παράλογο· μετά ήρθαν «Η απατηλή λάμψη της ματαιοδοξίας» (1990), το «Χάντσον Χοκ, το γεράκι» (1991) και το «Χρώμα της νύχτας» (1994), μια σειρά από καταστροφικές ταινίες, από τι οποίες δύσκολα -ή και ποτέ- θα μπορούσε να ανακάμψει η καριέρα του.
Την τελευταία στιγμή, ωστόσο, σαν από μηχανής θεός, ο Κουέντιν Ταραντίνο άρπαξε την ευκαιρία να τον σώσει παρουσιάζοντάς του την ιστορία του «Pulp Fiction» (1994) στο πιάτο: στον ρόλο του Μπουτς του πυγμάχου που δωροδοκήθηκε για να χάσει τον τελευταίο του αγώνα, ο Μπρους Γουίλις αποδείχτηκε ένα είδος χαρισματικού guest-star, του τύπου Ρόμπερτ Μίτσαμ.
Μετά από εκείνο το απαραίτητο σπρώξιμο, από τα μέσα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1990, ο Μπρους Γουίλις εισέπραττε σχεδόν συστηματικά τη δόξα του box office, μαζί με τον αυξανόμενο σεβασμό των κινηματογραφικών κριτικών. Το «Πολύ σκληρός για να πεθάνει: Η εκδίκηση» (1995) ήταν ακόμα πιο κερδοφόρο για τον ΜακΛέιν, αλλά ο ρόλος του στο «Οι 12 Πίθηκοι» της ίδιας χρονιάς ήταν η ταινία που δοκίμασε ακόμη περισσότερο τον ηθοποιό: αφήνοντας για λίγο στην άκρη τον σκληρό ΜακΛέιν, ο σταρ σφράγισε με την ερμηνευτική του ωριμότητα την προφητική ταινία επιστημονικής φαντασίας του Τέρι Γκίλιαμ, η οποία χάρισε μια Χρυσή Σφαίρα και μια υποψηφιότητα για το Οσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου στον συμπρωταγωνιστή του Μπραντ Πιτ.
Οπως, μάλιστα, είχε αποκαλύψει το πρώην μέλος των Monty Python σε συνέντευξή του στο Inverse, δεν του άρεσε ο Μπρους Γουίλις: «Δεν ήμουν φαν του. Αλλά μιλήσαμε και με κέρδισε. Ηταν έξυπνος και με χιούμορ. Του εξήγησα τους προβληματισμούς μου για την έκφραση του προσώπου του. Μισούσα αυτό το κατσούφιασμα α λα Ντόναλντ Τραμπ, που κάνει με το στόμα του. Στόμα-κώλος. Το στόμα του μου φαινόταν πάντα σαν να κοιτάς την κ*λοτρυπίδα κάποιου!». Τον έστειλε, λοιπόν, ένα Σαββατοκύριακο να κάνει διακοπές και όταν επέστρεψε ήταν και πάλι μεγάλος ηθοποιός.
Ο Μπρους Γουίλις συνέχισε να αναλαμβάνει σταθερά ρόλους ηρώων σε μπλοκμπάστερ με αρχέτυπο το «Αρμαγεδδών» (1998), μέχρι που εντοπίστηκε ξανά λίγη από εκείνη τη μελαγχολία, που ήξερε να αποκαλύπτει με την ερμηνεία του, στην «Εκτη Αίθηση» (1999), τη μεγαλύτερη επιτυχία που έκανε ποτέ. Ηταν μια ταινία που, και πάλι, χρειαζόταν περισσότερα πράγματα από τον αστείο κυνισμό του, για να απογειωθεί: έπρεπε να είναι απόκοσμος και θλιμμένος. Και η μεγάλη ανατροπή για το κοινό ήταν ακριβώς το πόσο ασυνήθιστο ήταν να ερμηνεύσει ο Μπρους Γουίλις έναν τέτοιο ρόλο: όχι έναν άνθρωπο της δράσης, αλλά έναν μάρτυρα στο περιθώριο, έναν περαστικό ακόμα και στη δική του ιστορία, σημειώνει ο Ρόμπεϊ στην Telegraph.
Η επιλογή του για τον ρόλο ήταν εμπνευσμένη και μη αναμενόμενη, και δύσκολο να συνεχιστεί σε κάποιο σίκουελ. Αλλά τα κατάφερε καλά και στο μεταφυσικό θρίλερ του Σιάμαλαν «Ο Αφθαρτος» (2001). Πριν από το πλήθος των τίτλων, που κυκλοφόρησαν απευθείας σε βιντεοταινίες, καταστρέφοντας τη φιλμογραφία του περίπου την τελευταία δεκαετία, και οι οποίες στα φετινά Χρυσά Βατόμουρα προκάλεσαν τη δημιουργία μιας ειδικής κατηγορίας για τη «Χειρότερη Ερμηνεία από τον Μπρους Γουίλις σε Ταινία του 2021», υπήρξαν ακόμα μερικά πραγματικά highlights.
Η φωνή του και η σκληρή παρουσία του ενίσχυσαν τα σκληρά διαπιστευτήρια της σειράς των νουάρ ταινιών «Αμαρτωλή Πόλη» (2005) και του «Planet Terror» (2007), του Ρόμπερτ Ροντρίγκεζ, του μάστερ της βιντεοκλιπιστικής αισθητικής, που ανέβασε τα b-movies στο απόλυτο καλτ είδος. Και σαν εξουθενωμένος βετεράνος του NYPD στα «16 τετράγωνα» του Ρίτσαρντ Ντόνερ (2006), –μια ταινία με έναν λευκό αστυνομικό, ένα μαύρο κακοποιό και πολλούς διεφθαρμένους μπάτσους– ο Μπρους Γουίλις έδωσε ίσως την πιο υποτιμημένη ερμηνεία του, στον ρόλο ενός τύπου που έχει ξεκάθαρα να αντιμετωπίσει τους πειρασμούς της διαφθοράς, αλλά τραβάει μια γραμμή στην άμμο.
Tέλος, όπως υπογραμμίζει ο Τιμ Ρόμπεϊ στην Telegraph, το μόνο που θα ήθελε, με βάση τη στροφή του Μπρους Γουίλις στον «Τελευταίο Επιζώντα» (1996) του Γουόλτερ Χιλ, θα ήταν να είχε στη διάθεσή του ο σταρ ακόμα λίγο χρόνο για μερικά γουέστερν. Με αυτό το βλέμμα του τύπου «τα έχω δει όλα», τον τρόπο που μπορεί να φοράει το καπέλο του, και την φυσικότητά του να κρατάει όπλο και να πυροβολεί στην άγρια Δύση, σίγουρα θα έκανε ακόμη μερικές επιτυχίες στο δύση της καριέρας του. Δεν πρόλαβε. (Δείτε το trailer του «Τελευταίου Επιζώντα»)