Εδώ και 60 χρόνια ο Μπράιαν Κοξ παίζει τον γκρινιάρη κάθε είδους, έναν άνθρωπο που εκνευρίζεται και θυμώνει με το παραμικρό. Είναι ο ψυχοπαθής φυλακισμένος δολοφόνος Χάνιμπαλ Λέκτορ στον «Ανθρωποκυνηγό» (1986) του Μάικλ Μαν (ο Κοξ ήταν ο πρώτος που ενσάρκωσε τον Χάνιμπαλ στον κινηματογράφο), ο κουρασμένος από τον κόσμο διευθυντής της Ακαδημίας Ράσμορ, δρ Νέλσον Γκούγκενχαϊμ, στον «Αρχάριο» («Rushmore», 1998) του Γουές Αντερσον, ο εγωμανής γκουρού της σεναριογραφίας Ρόμπερτ ΜακΚι στην κωμωδία «Adaptation» (2002) του Σπάικ Γιόνζι, ο ηλίθιος Μπομπ Σέρβαντ (2013) της ομώνυμης κωμικής σειράς του BBC1, ένας ηλικιωμένος μεγιστάνας των cheeseburger στο Νταντί, που αποφασίζει να κατέβει ως ανεξάρτητος υποψήφιος στις εκλογές, και, φυσικά, ο δεσποτικός μεγιστάνας Λόγκαν Ρόι και πατριάρχης της οικογένειας Ρόι, ιδιοκτήτης διεθνών μέσων ενημέρωσης στην τηλεοπτική σειρά «Succession» (2018-2023) του HBO.
Τα τελευταία χρόνια, εξάλλου, εμφανιζόταν συχνά σε ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές γκρινιάζοντας για την κατάσταση του κόσμου. Και το 2022 δημοσίευσε τα εξαιρετικά διασκεδαστικά απομνημονεύματά του με τίτλο «Putting the Rabbit in the Hat» («Βάζοντας το κουνέλι στο καπέλο»), όπου «θάβει» τη μέθοδο υποκριτικής του Λι Στράσμπεργκ –είναι γνωστό ότι τη μισεί–, άχρηστους σκηνοθέτες, ματαιόδοξους ηθοποιούς, άχαρους πολιτικούς, την Εκκλησία, τον καπιταλισμό, την κουλτούρα της ακύρωσης και άλλα πολλά, γράφει στον Guardian ο Σάιμον Χάτενστοουν.
Μίλησε με τον Μπράιαν Κοξ με αφορμή το νέο έργο του Ολιβερ Κότον «The Score» (ανεβαίνει στις 20 Φεβρουαρίου 2025 στο θέατρο Ρόιαλ Χέιμαρκετ του Λονδίνου), στο οποίο πρωταγωνιστεί μαζί με τη γυναίκα του, τη γερμανίδα ηθοποιό Νικόλ Ανζάρι-Κοξ.
Στο βιβλίο του είναι απίστευτα αδιάκριτος, όπως φαίνεται στα αποσπάσματα που δημοσίευσε το GQ: Ο Στίβεν Σιγκάλ, με τον οποίο δούλεψε στην «Εκρηξη Αδρεναλίνης» («The Glimmer Man», 1996), είναι «τόσο γελοίος στην πραγματική ζωή όσο και στην οθόνη» γράφει ο Κοξ, ο Τζόνι Ντεπ είναι «πολύ υπερβολικός, πολύ υπερεκτιμημένος», ενώ βρίσκει το έργο του Ταραντίνο «κακόγουστα επιδεικτικό».
Ακόμη, ο Εντουαρντ Νόρτον είναι «ωραίο παλικάρι, αλλά λίγο ενοχλητικό, γιατί θεωρεί τον εαυτό του σεναριογράφο-σκηνοθέτη». Το Interesting Media αναφέρει επίσης σχόλια από το βιβλίο του Κοξ, όπως ότι ο Μάικλ Κέιτον-Τζόουνς, ο οποίος τον σκηνοθέτησε στο ιστορικό δράμα «Ρομπ Ρόι: Εις το Ονομα της Τιμής» (1995), είναι ο «απόλυτος μαλάκας» και ο Ντάνιελ Ντέι Λιούς (φανατικός της Μεθόδου), συμπρωταγωνιστής του στον «Μποξέρ» (1997) του Τζιμ Σέρινταν, «εξοντωτικός».
Ο δημοσιογράφος του Guardian συνάντησε τον 78χρονο άγγλο ηθοποιό σε ένα ξενοδοχείο κοντά στο θέατρο της Χέιμαρκετ, ανάμεσα στις πρόβες του «The Score». «Νιώθω ότι έχω στενοχωρήσει μερικούς ανθρώπους όλα αυτά τα χρόνια» λέει ο Κοξ με αγγελικό χαμόγελο. «Το πρόβλημα είναι ότι μπορώ να είμαι πολύ φωνακλάς. Μερικές φορές υπήρξα αρκετά εκρηκτικός και σκέφτομαι: “Γιατί στο διάολο το είπες τώρα αυτό;”» Αναπολώντας, δε, την επική καριέρα του, προσθέτει: «Υπάρχουν πολλά πράγματα που έχω κάνει, για τα οποία σκέφτομαι: “Ηταν μαλακία”».
Πολιτικοποιημένος μέχρι το μεδούλι
Γιατί τον επιλέγουν τόσο συχνά για ρόλους γκρινιάρη; Μήπως επειδή είναι και στην πραγματικότητα; «Οχι, δεν είμαι καθόλου έτσι. Είναι το αντίθετο αυτού που πραγματικά είμαι» λέει στη συνέντευξή του. Το ξανασκέφτεται, όμως, και προσθέτει: «Εντάξει, δεν είναι απολύτως αλήθεια. Φυσικά και γίνομαι γκρινιάρης. Ειδικά για την πολιτική γίνομαι πολύ γκρινιάρης. Πολλά με θυμώνουν. Ειδικά η αποτυχία του Εργατικού Κόμματος». Παύση. «Αλλά δεν θέλω να μπω σε αυτό το θεμα». Αλλη μια παύση. «Ακου, θα μπορούσα να συνεχίσω για πολλά χρόνια ακόμα». Αλλη μια παύση. Και μπαίνει…
«Δεν ξέρω γιατί το Εργατικό κόμμα ονομάζεται Εργατικό Κόμμα. Δεν έχει εργασιακό προσανατολισμό. Απλώς νομίζω…», εκπνέει με μεγάλη απογοήτευση και συνεχίζει, «ο Κιρ Χάρντι, ο πρώτος ηγέτης του κόμματος, ήταν ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Και αυτό που ήθελε ήταν κοινωνική δικαιοσύνη… Αλλά τώρα πια δεν ασκούν κοινωνική δικαιοσύνη. Είναι αλήθεια ότι η τελευταία παρτίδα μάς άφησε σε βαθιά σκατά, οπότε υπάρχουν πολλά πράγματα που πρέπει να κάνουν, αλλά θα πρέπει να σκέφτονται λίγο πιο γρήγορα και έξυπνα για να μην αποξενώσουν τον κόσμο. Και ο Στάρμερ δεν είναι ακριβώς το πιο γοητευτικό άτομο. Δεν είναι ο κύριος Γοητεία. Δεν έχει αυτό που είχε ο Τόνι Μπλερ, που υπηρέτησε άψογα, έως ότου η ύβρις τον νίκησε. Ο Στάρμερ είναι μείον ένα σε αυτό το σκορ» σχολιάζει. Οσο για τη Ρέιτσελ, Ριβς, τη νέα υπουργό Οικονομικών της χώρας, λέει: «Εχει παρακάμψει τη γοητεία. Δεν υπάρχει αμφιβολία». Και γελάει πάλι, ωστόσο ανησυχεί για τη Σκωτία, για τη Βρετανία, για την Ευρώπη, για τον κόσμο όλο.
Ο βρετανός ηθοποιός έχει κάνει καμπάνια με την ομάδα Independent Age κατά της κατάργησης της πληρωμής των καυσίμων του χειμώνα από τους συνταξιούχους που δεν λαμβάνουν επιδόματα, προτρέποντας τους ηλικιωμένους να ελέγξουν εάν πληρούν τις προϋποθέσεις για συνταξιοδοτικό επίδομα. «Απλώς νομίζω ότι δεν είναι σωστό. Είναι άδικο. Και τι σημαίνει έλεγχος εισοδήματος;» (είναι ο έλεγχος για να αποφασιστεί αν κάποιος δικαιούται να πάρει χρήματα από το κράτος). Προσθέτει περιφρονητικά: «Ελεγχο εισοδήματος έκαναν τη δεκαετία του 1930. Και διαπιστώνω ότι… δεν ξέρω». Σταματάει για λίγο και συνεχίζει: «Δεν μπορώ να το το καταλάβω καθόλου».
Ο Μπράιαν Κοξ λατρεύει την πολιτική. Για πολλά χρόνια ήταν πιστός των Εργατικών. «Ημουν η φωνή των Εργατικών στην εκστρατεία του 1997» λέει. Διαφώνησε, όμως, με τον Μπλερ για το Ιράκ. Οσο για τον Κόρμπιν, πιστεύει πως δεν είναι φτιαγμένος για ηγέτης. «Ο Τζέρεμι Κόρμπιν είναι υπέροχος τύπος, μη με παρεξηγήσετε, αλλά είναι επαγγελματίας “μπακμπέντσερ” (βουλευτής που δεν είναι ούτε υπουργός ούτε εκπρόσωπος της αντιπολίτευσης και κάθεται στα έδρανα πίσω από τους εκπροσώπους του κόμματός του). Είναι αρνητικός. Και δεν μπορείς να λες απλώς όχι, πρέπει να βρεις κάτι άλλο στη θέση του. Αυτό είναι το νόημα της προόδου» τονίζει.
Για να δείξει ότι ο ίδιος δεν είναι αρνητικός, κατονομάζει τον Αντι Μπέρναμ ως το πιο κατάλληλο άτομο για τη δουλειά. Αλλά προσθέτει ότι δυστυχώς ο Μπέρναμ είναι δήμαρχος του μητροπολιτικού Μάντσεστερ και όχι βουλευτής των Εργατικών: «Αυτό που έχει κάνει στο Μάντσεστερ είναι πρωτοφανές. Και όπως εγώ, είναι πρόθυμος για την ιδέα μιας ομοσπονδιακής Βρετανίας. Πιστεύω ότι ο τρόπος με τον οποίο θα επιβιώσουμε και θα βγούμε από τα γαμ… σκατά στα οποία έχουμε πέσει και τα οποία αναμασάμε ξανά και ξανά, είναι μια ομοσπονδιακή κοινωνία όπου κάθε χώρα θα έχει τον δικό της λόγο. Δεν μπορείς να διαχωρίσεις αυτά τα νησιά, αλλά θα πρέπει να ενωθούμε σε ομοσπονδιακή βάση. Oχι ως υποκείμενα» παρατηρεί.
Καθολικισμός, φτώχεια και σινεμά
Ο Μπράιαν Κοξ γεννήθηκε στο Νταντί της Σκωτίας από γονείς αυστηρά καθολικούς. Ηταν το μικρότερο από πέντε αδέρφια, με την πρώτη αδερφή του 17 χρόνια μεγαλύτερή του. Ο πατέρας του, Τσαρλς, που τον φώναζαν Τσικ, διατηρούσε ένα παντοπωλείο σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά του Νταντί και η μητέρα του ήταν κλώστρια σε εργοστάσιο επεξεργασίας γιούτας.
Ο Τσικ ήταν ένας ευγενικός, κοινωνικός άνδρας που πουλούσε πράγματα βερεσέ σε απόρους. «Ζούσαμε σε ένα διαμέρισμα και ο πατέρας μου είχε το μπακάλικο επί 25 χρόνια, άρα ανήκε στη χαμηλότερη μεσαία τάξη. Οχι στην εργατική τάξη» λέει στη συνέντευξή του ο Κοξ. Το διαμέρισμα είχε δύο υπνοδωμάτια: οι γονείς του κοιμούνταν στο ένα, τα τρία κορίτσια στο άλλο, στο ίδιο κρεβάτι, και Μπράιαν με τον μεγαλύτερο αδερφό του στο σαλόνι.
Η εκκλησία, η βιβλιοθήκη και ο κινηματογράφος ήταν τα τρία ορόσημα στον δρόμο όπου ζούσαν. Ο Μπράιαν πήγαινε στην εκκλησία γιατί έπρεπε, στη βιβλιοθήκη γιατί ήθελε και στον κινηματογράφο γιατί συγκλονίστηκε. «Ο κινηματογράφος ήταν η πρώτη μου αγάπη. Υπήρχαν 21 κινηματογράφοι στη γενέτειρά μου και πήγαινα σε όλους» λέει στον Guardian. Πήγαινε μόνος του στο σινεμά από έξι ετών.
Αρχικά λάτρεψε μια σλάπστικ κωμωδία με τον Τζέρι Λούις και τον Ντιν Μάρτιν, και μετά, στα εννιά, έβλεπε σοβαρές ταινίες για τη διαφθορά και τις ματαιωμένες φιλοδοξίες, όπως το «Λιμάνι της Αγωνίας» (1954). Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία, λέει, ότι θα γινόταν ηθοποιός: «Ηξερα ότι αυτό ήταν το επάγγελμά μου».
Στα οκτώ του, ο Τσικ πέθανε και η ζωή του Κοξ ανατράπηκε. Ανακάλυψαν ότι ο πατέρας είχε δώσει τόσα πολλά πράγματα βερεσέ, ώστε η οικογένειά του βρέθηκε βουτηγμένη στα χρέη. Η μητέρα του δεν συνήλθε ποτέ από τον θάνατο του συζύγου της και τη νέα τους φτώχεια, και έκτοτε είχε σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα. Η ανατροφή του Κοξ ανατέθηκε στις τρεις αδελφές του. Στα 15 του παράτησε το σχολείο για να δουλέψει στο Dundee Repertory και δύο χρόνια αργότερα πήγε στην Αγγλία για σπουδές στην Ακαδημία Μουσικής και Δραματικής Τέχνης του Λονδίνου.
«Η δεκαετία του 1960 ήταν καταπληκτική. Ηταν η εποχή της κοινωνικής κινητικότητας, σε καλωσόριζαν. Οταν έφθασα στη δραματική σχολή, οι άνθρωποι έδειξαν ότι χάρηκαν που ήμουν εκεί. Ενιωσα πολύ απελευθερωμένος. Για μένα το Λονδίνο αντιπροσώπευε πάντα την ελευθερία. Μου άρεσε η αίσθηση ότι μου επιτρεπόταν να γίνω αυτό που ήμουν και γιόρτασα το γεγονός ότι προερχόμουν από την τάξη μου». Θα είχε πιθανότητες να τα καταφέρει στις μέρες μας, δεδομένης της καταγωγής του; «Οχι», απαντά, «οι συνθήκες είναι πολύ διαφορετικές τώρα».
Το κάλεσμα της πολιτικής
Ονειρευόταν να γίνει αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου, αλλά φυσικά αυτό ήταν αδύνατο. Ετσι συμβιβάστηκε με το να είναι βρετανός θεατρικός ηθοποιός. Και τότε η ταυτότητα του Κοξ άρχισε να κατακερματίζεται, γράφει ο Σάιμον Χάτενστοουν στον Guardian. Hθελε να είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να υπάρχει στο θέατρο, πράγμα που σήμαινε να διαπρέψει στον Σαίξπηρ – αλλά ο Σαίξπηρ ήταν αναμφισβήτητα Αγγλος. Ετσι, ο Κοξ άρχισε να θεωρεί τον εαυτό του στην καλύτερη περίπτωση Βρετανό, ίσως και λίγο Αγγλο, και απομακρύνθηκε από την πατρίδα του, τη Σκωτία, σωματικά και ψυχικά.
Αλλά από τότε που ήρθε σε ρήξη με την πολιτική του Μπλερ, επανασυνδέθηκε με τη Σκωτία του – ή, ακριβέστερα, με την κελτική καταγωγή του. Πρόσφατα, δε, έκανε τεστ DNA και ανακάλυψε ότι είναι κατά 88% Ιρλανδός και μόλις κατά 12% Σκωτσέζος. Αυτό βγάζει ένα νόημα.
Σκέφτηκε ποτέ να ασχοληθεί με την πολιτική; Να σημειωθεί ότι ο Κοξ έκανε εκστρατεία για την ανεξαρτησία της Σκωτίας και δραστηριοποιήθηκε στο Εθνικό Κόμμα της Σκωτίας. «Ναι, το σκέφτηκα» απαντά. «Ο Αλεξ [Σάλμοντ] ήθελε να είμαι υποψήφιος του SNP. Αλλά δεν πιστεύω στη λέξη “εθνικός”. Προκαλεί πάρα πολλούς συνειρμούς. Θα έπρεπε να ονομάζεται κόμμα της Ανεξαρτησίας της Σκωτίας» παρατηρεί.
Ο Αλεξ Σάλμοντ, πρώην ηγέτης του Εθνικού Κόμματος Σκωτίας (SNP) και πρώην πρωθυπουργός, πέθανε στις 12 Οκτωβρίου 2024 σε ηλικία 69 ετών από ανακοπή ενώ γευμάτιζε σε ξενοδοχείο της πόλης Οχρίδας στη Βόρεια Μακεδονία, στο πλαίσιο ενός φόρουμ για την πολιτιστική διπλωματία, όπου ήταν ομιλητής. Ηταν αμφιλεγόμενη φιγούρα.
Το 2020 απαλλάχθηκε από 12 κατηγορίες για σεξουαλική επίθεση, ενώ μια κατηγορία εναντίον του για σεξουαλική επίθεση με πρόθεση βιασμού δεν αποδείχθηκε. «Ο Αλεξ δεν ήταν άγιος σε καμία περίπτωση, αλλά η πολιτική του σκέψη ήταν λαμπρή. Ηταν ίσως ο πιο λαμπρός ηγέτης που είχαμε. Ηταν οραματιστής. Το είδα πολλές φορές. Ηταν πολύ διασκεδαστικός, ένας μπον βιβέρ» λέει ο Κοξ. Τον προειδοποίησε ποτέ για τη συμπεριφορά του; «Δεν έφτασα ποτέ σε αυτό το στάδιο. Μακάρι να το είχα κάνει».
Ενας λόγος, ωστόσο, που ο βρετανός ηθοποιός δεν δελεάστηκε από την πολιτική είναι ότι πάντα αγαπούσε το επάγγελμά του. Η υποκριτική ήταν ένα κάλεσμα, μια κλήση. Εγκατέλειψε, επίσης, προ πολλού τον καθολικισμό γιατί δεν είχε νόημα γι’ αυτόν. «Αν θέλετε μια πραγματική εκκλησία, πηγαίνετε στο θέατρο. Αυτό λέει την αλήθεια. Ή στον κινηματογράφο. Πηγαίνετε να δείτε τις τέχνες του θεάματος», μας προτρέπει.
Μιλάει με δέος για τους μεγάλους σκηνοθέτες, αποτίνοντας ειδικό φόρο τιμής σε δυο Σκωτσέζους που έφυγαν από τη ζωή, τον Μάικλ Ελιοτ, που τον σκηνοθέτησε σε μια θεατρική παραγωγή του «Μόμπι Ντικ» (1984), και τον Λίντσεϊ Αντερσον, που τον επέλεξε για να πρωταγωνιστήσει στο «In Celebration» (1975), τη δεύτερη ταινία του Κοξ, όπου έπαιζε μαζί με τον επίσης σπουδαίο Αλαν Μπέιτς.
«Ο Μάικλ Ελιοτ και η Λίντσεϊ Αντερσον ήταν οι δυο άνθρωποι που μου έδωσαν πρότυπα, και οι δύο σκωτσέζικης καταγωγής, πρέπει να ειπωθεί αυτό. Είναι ένα είδος καθαρότητας του οράματος. Μου άρεσε να δουλεύω και με τους δύο. Εχω ακόμα τις σημειώσεις του Λίντσεϊ» λέει.
Ως γνωστόν, δε, ο Κοξ δεν αντέχει τη Μέθοδο. Πιστεύει ότι είναι άσκοπη, εγωιστική, ένας εχθρός της φαντασίας που καταστρέφει την ατμόσφαιρα για τους άλλους στο πλατό. Είναι η τεχνική που χρησιμοποιεί ο Τζέρεμι Στρογκ στο «Succession», ο οποίος υποδύεται ένα από τα τρία παιδιά του Λόγκαν Ρόι, και ο Κοξ την έχει χαρακτηρίσει «γαμ… ενοχλητική».
Ωστόσο στη συνέντευξή του στον Guardian θέλει να τονίσει τα θετικά. «Ηταν υπέροχο να παίζεις μαζί του. Δεν είχα καμία διαφωνία με την υποκριτική του Τζέρεμι». Αλλά; «Θα ήταν ακόμα καλύτερος ηθοποιός αν το ξεφορτωνόταν όλο αυτό, ώστε να υπάρχει πολύ μεγαλύτερη περιεκτικότητα σε αυτό που έκανε». Δεν είναι καλό για το σύνολο το να είσαι συνεχώς μέσα στον ρόλο και να μην μπορείς να κάνεις πραγματικές συζητήσεις, διευκρινίζει, τονίζοντας πως «δημιουργεί εχθρότητα. Αυτό είναι το πρόβλημα».
«Το χόρτο με χαλαρώνει»
Εχει πει, μάλιστα, ότι αν ο Στρονγκ ήταν πιο χαλαρός ως προς την τεχνική του, αυτό θα ήταν χρήσιμο και για το καστ του «Succession»: «Πήγαινε στο καμαρίνι σου και κάπνισε λίγη μαριχουάνα, εντάξει;», τον προέτρεψε. Ο ίδιος, άλλωστε, καπνίζει μαριχουάνα, όπως αποκαλύπτει στον Guardian. «Με χαλαρώνει» παραδέχεται και αφηγείται ότι ανακάλυψε τη χαρά που σου δίνει το τσιγαριλίκι μόλις στη μέση ηλικία, όταν τον μύησε ο θείος μιας πρώην φίλης του.
«Εμενε μαζί μου και όταν γύριζα σπίτι και έλεγα ότι μου είναι δύσκολο να τα αφήσω όλα πίσω, με ρωτούσε: “Εχεις δοκιμάσει ποτέ χόρτο;”. Πάντα ήμουν πολύ αντίθετoς σε αυτό, γιατί όταν ήμουν νέος πίστευα πως τα ναρκωτικά συσκοτίζουν την πορεία μιας καριέρας. Και πιθανότατα αυτό θα συνέβαινε εκείνη την εποχή. Οπότε μου είπε “γιατί δεν δοκιμάζεις λίγο χόρτο;” Tο έκανα, λοιπόν, και σκέφτηκα, “ω Θεέ μου! Είναι απλά ο καλύτερος τρόπος για να απαλλαγείς από τη μέρα”».
Το «Succession» έκανε τον Κοξ πιο διάσημο από ποτέ. Διάφοροι άγνωστοι, όχι μόνο του ζητούν σέλφι, αλλά και τον παρακαλούν να τους πει να πάνε να γαμ… με το στυλ του Λόγκαν Ρέι, κάτι που συχνά χαίρεται να κάνει.
Από τον Σαίξπηρ στο streaming και πάλι πίσω στο θεατρικό σανίδι
«Εκανα μια σπουδαία καριέρα» παραδέχεται, καθώς θυμάται το βραβείο Λόρενς Ολίβιε που κέρδισε για την ερμηνεία του στο «Rat Ιn the Skull» (1987) και το βραβείο Critics Circle την ίδια χρονιά για τον «Τίτο Ανδρόνικο» και το «Ημέρωμα της Στρίγγλας», στην πρώτη του συνεργασία με την Royal Shakespeare Company. Στα 70 του, δε, κέρδισε μια Χρυσή Σφαίρα και ήταν υποψήφιος για Emmy τρεις συνεχόμενες χρονιές για την ερμηνεία του μεγιστάνα των μέσων ενημέρωσης του «Succession», τον οποίο κάποιοι συνέκριναν με τον Ρούπερτ Μέρντοκ.
Μάλιστα, η τρομερά επιτυχημένη σειρά του HBO τού έδωσε ευκαιρίες που διαφορετικά δεν θα είχε, γράφει στον Guardian ο Σάιμον Χάτενστοουν. Ο Μπράιαν Κοξ μόλις ολοκλήρωσε τη σκηνοθεσία της πρώτης του ταινίας, «Glenrothan», όπου και πρωταγωνιστεί. Πρόκειται για ένα οικογενειακό έπος με φόντο ένα αποστακτήριο ουίσκι, το οποίο αποκαλεί «το ερωτικό μου γράμμα στη Σκωτία». Οπως λέει, αυτό που του δίδαξε πάνω από όλα η εμπειρία είναι ότι η σκηνοθεσία είναι η λάθος λέξη για τη δουλειά.
«Συνειδητοποίησα ότι δεν είμαι σκηνοθέτης, αλλά επιμελητής» σημειώνει. Ποια είναι η διαφορά; «Ο κινηματογράφος είναι μια επικοινωνιακή τέχνη, όπου επιμελείσαι λαμπρά σχέδια κοστουμιών και λαμπρά σκηνικά με ένα εξαιρετικό DP (ηλεκτρονική επεξεργασία δεδομένων). Δεν είσαι εσύ. Απλώς τα συγκεντρώνεις και τα οργανώνεις, αντί να πεις ότι πρέπει να πάμε εκεί και να κάνουμε αυτό και το άλλο. Οχι εγώ, εγώ, εγώ. Εννοώ ότι η ταινία μπορεί να είναι σκατά, αλλά τουλάχιστον είναι σκατά με τους δικούς μου όρους».
Και τώρα, στο «The Score» υποδύεται τον Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ σε μεγάλη ηλικία. Αναφέρεται σε ένα ταξίδι που έκανε ο θεοσεβούμενος γερμανός συνθέτης στην αυλή του άθεου πρώσου μονάρχη Φρειδερίκου II, στο Πότσνταμ το 1747, μαζί με τη σύζυγό του, την οποία υποδύεται η ηθοποιός Νικόλ Ανζαρί-Κοξ. Η συμπρωταγωνίστριά του και σύζυγός του στην πραγματική ζωή, έχει σπουδάσει στο Actors’ Studio της Νέας Υόρκης και έχει ερμηνεύσει πολλούς πρωταγωνιστικούς ρόλους στο θέατρο και στο σινεμά, τόσο στο Ηνωμένο βασίλειο όσο και στις ΗΠΑ.
Πριν από τον γάμο του με την Ανζαρί, ο Μπράιαν Κοξ ήταν παντρεμένος 19 χρόνια με την ηθοποιό Κάρολαϊν Μπαρτ, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Ο μεγαλύτερος γιος του, Αλαν Κοξ, στα 50 του σήμερα, είναι ο ηθοποιός που υποδύθηκε τον νεαρό Τζον Μόρτιμερ στο αυτοβιογραφικό θεατρικό έργο του «A Voyage Round my Father», το οποίο έγινε και τηλεταινία. Ο Μόρτιμερ είναι βρετανός συγγραφέας και δικηγόρος, και διασκεύασε για τη μικρή οθόνη το μπεστ σέλερ της Ιβλιν Βο «Επιστροφή στο Μπράιντσχεντ».
Ολα αυτά τα χρόνια ο Μπράιαν Κοξ έχει περάσει από όλες τις κοινωνικές τάξεις, γνωρίζοντας και τη φτώχεια και τον μεγάλο πλούτο. Η πρώτη του σύζυγος καταγόταν από οικογένεια της ανώτερης μεσαίας τάξης και έστελναν τα παιδιά τους σε δημόσια σχολεία κύρους. Πολλές φορές έχει πει ότι ως πατέρας ήταν ανυπόμονος, απών. Αλλά σήμερα δεν είναι τόσο σίγουρος.
«Νομίζω ότι αυτό έχει να κάνει μόνο με το γεγονός ότι παντρεύτηκα για πρώτη φορά πολύ νέος. Ημουν 21 και έκανα το πρώτο μου παιδί στα 24. Ολα ήταν ξένα σε μένα». Ωστόσο έχει βιώσει την πατρότητα και νέος και μεγάλος. Οι δυο γιοι του με τη Νικόλ, Ορσον και Τόριν (22 και 20 ετών, αντίστοιχα), έχουν μεγαλώσει στη Νέα Υόρκη, όπου ζει η οικογένεια.
Ως πολίτης των ΗΠΑ πλέον, πώς νιώθει για την επιστροφή του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία; «Φαίνεται ότι κάποιοι δεν το έχουν συνειδητοποιήσει. Δεν μπορώ να το καταλάβω. Γι’ αυτό είναι τόσο σοκαριστικό. Ενας άνδρας που είναι γνωστό ότι είναι σεξιστής, ρατσιστής, ύποπτος βιασμού…» λέει και γίνεται κατακόκκινος μιλώντας στον δημοσιογράφο του Guardian.
«Εχει πάρει μεγάλο αριθμό ψήφων καθολικών… οπότε συνέχισα να σκέφτομαι “πώς συνδέεται αυτό με τη συνείδηση του καθολικού;”» συνεχίζει. Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, ότι ο ίδιος εγκατέλειψε τη θρησκεία, λέει. «Είναι όλοι τους αρχ…» βρυχάται. Και ο Χάτενστοουν σημειώνει ότι δεν έχει συναντήσει ποτέ κανέναν που να λέει τη λέξη «αρχ…» με τέτοια αγριότητα. Μετά κάνει πίσω: «Δεν θέλω να είμαι ασεβής προς τους ανθρώπους που πιστεύουν, και το “αρχ…” είναι κάπως σκληρό».
Οσο μεγαλώνει, τόσο περισσότερο θέλει να μάθει γιατί βρισκόμαστε στη Γη και ποιος είναι ο σκοπός μας, εάν υπάρχει. Η επανεκλογή του Τραμπ τον μπερδεύει ακόμα περισσότερο. «Δεν καταλαβαίνουμε ποιοι στο διάολο είμαστε. Πραγματικά δεν το κάνουμε. Δεν έχουμε ιδέα ποιοι είμαστε. Πώς φτάσαμε στο σημείο 80 εκατομμύρια Αμερικανοί να εκλέξουν αυτόν τον γαμ… για πρόεδρο;».
Οι εκλογές στις ΗΠΑ τον έχουν κάνει να χάσει την πίστη του στους ανθρώπους; «Οχι, απλώς συνειδητοποιώ ότι οι άνθρωποι είναι ανόητοι. Εχουμε μπροστά μας μια πολύ δύσκολη τετραετία» τονίζει. Θα παραμείνει στις ΗΠΑ με τον Τραμπ στην εξουσία; «Δεν ξέρω. Πρέπει να το κάνω γιατί οι γιοι μου είναι εκεί. Αλλά θα προσπαθήσω να περνάω όσο περισσότερο χρόνο μπορώ εδώ, στην Αγγλία».
Ο δημοσιογράφος του Guardian τον ρωτάει, τέλος, αν σκέφτεται τον θάνατο. «Ναι, όλη την ώρα» παραδέχεται. «Κάθε βράδυ έχω μια φαντασίωση για το πώς θα πεθάνω. Δεν το σκέφτομαι με καταθλιπτικό τρόπο. Απλώς σκέφτομαι όλα τα πιθανά σενάρια». Ποιο είναι το αγαπημένο του; «Να φεύγω αθόρυβα, τυλιγμένος στο κρεβάτι μου, με ένα φλιτζάνι τσάι, ίσως με αναμμένη την τηλεόραση». Το πιθανότερο, βέβαια, είναι ότι ο Κοξ έχει ακόμη πολύ καιρό μπροστά του…
Είναι στριφνός; Αποκλείεται, γράφει στον Guardian ο Σάιμον Χάτενστοουν. Σίγουρα ο Μπράιαν Κοξ είναι παθιασμένος με την ιδέα ενός καλύτερου κόσμου και επισημαίνει όλα τα άσχημα που συμβαίνουν στον παρόντα. Και ναι, είναι ένας φωνακλάς με μια τάση να βρυχάται, χαρακτηρίζοντας τους συκοφάντες και τους υποκριτές αυτού του κόσμου «αρχ…». Αλλά ίσως είναι απλώς ένας από τους πιο μεγάλους λάτρεις της ζωής.