Οι Αμερικανοί άνοιξαν την πόρτα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού στην Κίνα το 2001, όταν την ενέταξαν στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ). Ηλπιζαν ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο, με τον αυξανόμενο πλούτο σε ΑΕΠ και κατά κεφαλήν εισόδημα, θα επέρχετο η φιλελευθεροποίηση του πολιτικού μοντέλου και της κινεζικής κοινωνίας.
Ο Σι Τζινπίνγκ, όμως, επικεφαλής του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας, ενίσχυσε τον πολιτικό αυταρχισμό. Ετσι, κατέπεσε και η φιλόδοξη υπόθεση των Αμερικανών ότι το χρήμα μπορεί να κάνει τα πάντα. Ωστόσο, ήταν μια υπόθεση που για δύο δεκαετίες έδεσε με εμπορικά δεσμά τις ΗΠΑ και την Κίνα.
«Ηταν το θεμέλιο της οικονομικής συνεργασίας που είδε προϊόντα μεγάλης αξίας, περί το μισό τρισ. σε δολάρια, να διασχίζουν κάθε χρόνο τον Ειρηνικό», έγραψε στο BBC ο Τζον Σάντγουορθ, ανταποκριτής του βρετανικού Μέσου στη Βόρεια Αμερική, ο οποίος έχει εργαστεί επί σειρά ετών στο Πεκίνο και στην Ταϊβάν. Φυσικά, στην ανταπόκρισή του καταπιάστηκε με τον εμπορικό πόλεμο Κίνας-ΗΠΑ και με την προσπάθεια των ΗΠΑ να εμποδίσουν την πρόσβαση των Κινέζων στην αμερικανική υψηλή τεχνολογία των τσιπ.
Περιγράφοντας το σημερινό κακό επίπεδο των σινοαμερικανικών σχέσεων, ο ανταποκριτής αναφέρθηκε σε δύο σταθερές: στην κινεζική, που εξηγεί την αμοιβαία ψυχρότητα με την επιθυμία των ΗΠΑ να παραμείνουν η πρωτεύουσα δύναμη παγκοσμίως, και στην αμερικανική, που θεωρεί την Κίνα μεγαλύτερη απειλή ακόμη και από τη Ρωσία όσον αφορά την παγκόσμια τάξη και εστιάζει στο ζήτημα της Ταϊβάν.
Η βασική παρατήρηση του κειμένου του BBC είναι η εξής: οι παραπάνω σταθερές δεν έχουν σχέση με τις παλαιότερες ημέρες, όταν και οι δύο πλευρές δήλωναν ότι το αμοιβαίο κέρδος (σε χρήμα) θα υπερίσχυε των δεδομένων ιδεολογικών διαφορών και των εντάσεων μεταξύ μιας εδραιωμένης και μιας ανερχόμενης υπερδύναμης. Το θέμα του, λοιπόν, είναι η πορεία της μετάλλαξης των σινοαμερικανικών σχέσεων, το «πώς φθάσαμε μέχρις εδώ»
Μια κάποια ιστορική ειρωνεία
«Δεν είναι μικρή ειρωνεία ότι ο Τζο Μπάιντεν είναι αυτός που αντιμετωπίζει όλο και περισσότερο την Κίνα ως αντίπαλο, παρά το γεγονός ότι στη δεκαετία του ’90, ως μέλος της Γερουσίας των ΗΠΑ, ήταν αυτός ο βασικός αρχιτέκτονας της ένταξης της Κίνας στον ΠΟΕ και έλεγε ότι ‘‘η Κίνα δεν είναι εχθρός μας’’. Η ένταξη στον ΠΟΕ ήταν αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών από την εποχή του Ρίτσαρντ Νίξον και έπειτα, αλλά και της πίεσης του κεφαλαίου των ΗΠΑ».
Ο Σάντγουορθ θύμισε τα καινούργια αγαθά που εισέβαλαν στην κινεζική κοινωνία, όπως το Διαδίκτυο, και έδωσαν στους Κινέζους «την ευκαιρία για συζήτηση και διαφωνία, πράγματα που προηγουμένως ούτε καν ονειρεύονταν». Ωστόσο, από την πρώτη θητεία του Σι στο τιμόνι του Κόμματος, το 2012, «είχαν ήδη διαφανεί οι ενδείξεις» ότι δεν καλοδέχθηκε τις καινούργιες «συνήθειες της ελευθερίας». Δεν τις θεώρησε «ευπρόσδεκτη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης», αλλά «κάτι που πρέπει να καταπολεμηθεί πάση θυσία».
Καθώς ο Σι πάντα πίστευε ότι η κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης ήταν θέμα ιδεολογικής αδυναμίας, έγραψε ο ανταποκριτής, είδε τις «οικουμενικές αξίες» της Δύσης σαν τον αμερικανικό Δούρειο Ιππο που θα κατέστρεφε το Κόμμα και την Κίνα. «Το έγγραφο Νο9 του Π.Γ. του ΚΚΚ, που εξεδόθη μόλις λίγους μήνες μετά την πρώτη θητεία του, απαριθμεί επτά κινδύνους από τους οποίους πρέπει να προστατευθεί ο κινεζικός λαός. Σε αυτούς περιλαμβάνονται οι ‘‘καθολικές αξίες’’, η έννοια της ‘‘κοινωνίας των πολιτών’’ και, φυσικά, η άνευ κομματικού ελέγχου ελευθεροτυπία». Ετσι, ο Σι «απάντησε αστραπιαία, με ξεδιάντροπη επαναβεβαίωση του αυταρχισμού και της μονοκομματικής διακυβέρνησης».
Πώς «έσπασε το καλούπι»
Κατόπιν, ο ανταποκριτής περιέγραψε την καταπίεση και τις διώξεις αντιφρονούντων, τις «μαζικές φυλακίσεις» των μουσουλμάνων Ουιγούρων κ.λπ., και σημείωσε ότι οι Δυτικοί έκλειναν τα μάτια επειδή έβγαζαν πολλά λεφτά, «τεράστια κέρδη, από ένα φθηνό εργατικό δυναμικό και από μια νέα αγορά κατανάλωσης». Αυτά συνέβησαν και στη δεύτερη θητεία του Σι. «Τα ανθρώπινα δικαιώματα συζητούνταν πίσω από κλειστές πόρτες».
Λόγω του ότι ο Σάντγουορθ ασχολήθηκε κατά τη δημοσιογραφική θητεία του στην Κίνα με τα ανθρώπινα δικαιώματα, στο κείμενό του έριξε πολύ βάρος στο θέμα των μουσουλμάνων. Εγραψε ότι «από το 2018 και μετά έσπασαν το καλούπι» των σχέσεων των Δυτικών με την Κίνα, «οι καταγγελίες των Ουιγούρων της διασποράς, που άρχισαν να μιλούν τις εξαφανίσεις συγγενών τους στις τεράστιες φυλακές της Ξιντζιάνγκ».
Ξαφνικά, η Κίνα «εξετέθη στις διεθνείς αντιδράσεις και έπαθε σοκ». Στο κάδρο μπήκαν τότε και «η συντριβή των διαφωνούντων στο Χονγκ Κονγκ, η στρατιωτικοποίηση της Θάλασσας της Νότιας Κίνας και οι αυξανόμενες απειλές για την Ταϊβάν».
Ολα τα παραπάνω είχαν αντίκτυπο στην κοινωνία των ΗΠΑ: «Η τελευταία δημοσκόπηση της Pew διαπιστώνει ότι το 80% των Αμερικανών έχει πλέον αρνητική γνώμη για την Κίνα, από μόλις 40% περίπου πριν από μία δεκαετία». Υπάρχει και ένα πρόσωπο στο οποίο ο Σάντγουορθ απένειμε τον τίτλο του «δεύτερου παράγοντα που άλλαξε τα πράγματα»: ο Ντόναλντ Τραμπ. Χαρακτήρισε το μήνυμά του προς την Κίνα ασταθές μεν, διότι «η καταγγελία των εμπορικών πρακτικών της συνδυάστηκε με τον θαυμασμό του για τον ισχυρό άνδρα Σι Τζινπίνγκ», ωστόσο «το καλούπι έσπασε». Και σημείωσε ότι ο σημερινός Λευκός Οίκος «έχει υποχωρήσει ελάχιστα, αν όχι καθόλου, από τις πολιτικές του Τραμπ για την Κίνα».
«Οι ΗΠΑ έφτιαξαν τον εχθρό τους»
Το τελικό μήνυμα του άρθρου που φιλοξένησε το BBC είναι ότι «οι ΗΠΑ καθυστέρησαν να συνειδητοποιήσουν ότι το εμπόριο και η μεταφορά τεχνολογίας χρησιμοποιήθηκαν από την Κίνα προς ενίσχυση του αυταρχικού μοντέλου της». Η παγκοσμιοποίηση δεν λειτούργησε όπως τη σχεδίασαν οι Αμερικανοί, λοιπόν: «Αντί για κοινά πρότυπα και αξίες, η Κίνα προσφέρει σήμερα το μοντέλο του ευημερούντος αυταρχισμού ως ανώτερη εναλλακτική λύση. Εργάζεται σκληρά σε διεθνείς φορείς, μέσω των υπηρεσιών πληροφοριών της και της τεράστιας προπαγανδιστικής μηχανής της, για να προωθήσει το σύστημά της, ενώ υποστηρίζει ότι οι Δυτικές δημοκρατίες παρακμάζουν».
Στα θετικά της εξέλιξης των σινοαμερικανικών σχέσεων, ο ανταποκριτής κατέγραψε το γεγονός ότι η «κινεζική απειλή έχει γίνει ένα από τα λίγα θέματα ισχυρής δικομματικής συναίνεσης στις ΗΠΑ». Αλλά δεν εθελοτυφλεί: «Προς το παρόν, μπορεί να μην υπάρχουν εύκολες εναλλακτικές λύσεις, αφού οι αλυσίδες εφοδιασμού θα χρειαστούν χρόνια για να μετεγκατασταθούν, και κάτι τέτοιο θα κοστίσει».
Η κατακλείδα του μελαγχολική, τροφή για σκέψη στα αμερικανικά επιτελεία: «Αυτό που αναμφίβολα αληθεύει στην αρχή της τρίτης θητείας του Σι είναι ότι ο κόσμος βρίσκεται σε μια στιγμή βαθιάς αλλαγής. Και με την Κίνα, όπως και με τη Ρωσία, οι ΗΠΑ αντιμετωπίζουν έναν εχθρό που κατά κύριο λόγο οι ίδιες δημιούργησαν».