Το περίφημο εξώφυλλο του «Born Ιn the USA», με την κόκκινη τραγιάσκα στην πίσω τσέπη του τζιν, και ο Μπρους Σπρίνγκστιν σήμερα | CreativeProtagon /Shutterstock/Blueee77
Θέματα

Μπρους Σπρίνγκστιν: «Born Ιn the USA», πριν 40 χρόνια

Το εμβληματικό άλμπουμ του «Αφεντικού», εκείνο που εκτόξευσε τη φήμη του παγκοσμίως, που κυκλοφόρησε στις αρχές Ιουνίου του 1984, γερνάει υπέροχα και εξακολουθεί να εμπνέει και να εκπέμπει τις αξίες της πληγωμένης εργατικής τάξης των ΗΠΑ
Τέο Ιωάννου

Λίγα έργα στην ιστορία της αμερικανικής τέχνης έχουν καταφέρει να εκφράσουν διαχρονικά την απελπισία, την υπερηφάνεια και την ελπίδα που συνθέτουν αυτό που έχει γίνει παγκοσμίως γνωστό ως «αμερικανικό όνειρο» – τη χωρίς αξιακούς συμβιβασμούς οικονομική ανέλιξη της εργατικής και της μικρομεσαίας τάξης.

Κορυφαία ανάμεσά τους «Τα Σταφύλια της Οργής» του Τζον Στάινμπεκ και «Ο Θάνατος του Εμποράκου» του Αρθουρ Μίλερ. Αλλά το πιο πρόσφατο χρονικά είναι ένα ροκ άλμπουμ που καθιέρωσε τον δημιουργό του ως διεθνές σύμβολο της εργατικής τάξης. Πριν από ακριβώς 40 χρόνια, ο επικών διαστάσεων ήχος του «Born Ιn the USA» (κυκλοφόρησε αρχές Ιουνίου του 1984) εξέφρασε μια Αμερική του κοινωνικοοικονομικού περιθωρίου, που εξακολουθούσε να ονειρεύεται, παρά τις αντιξοότητες.

Τα δυναμικά τραγούδια του εμβληματικού ροκ άλμπουμ του Μπρους Σπρίνγκστιν πλημμύρισαν τα αμερικανικά FM σε μια εποχή όπου η χώρα ζούσε το δικό της «παραμύθι», στο απόγειο της ριγκανικής ευδαιμονίας – της ψυχροπολεμικής ανωτερότητας, της εργασιακής απορρύθμισης των trickle-down economics (ή ριγκανόμικς), και ενός επί πιστώσει καταναλωτικού αμόκ.

Ο 35άρης τότε τραγουδοποιός από τα υποβαθμισμένα προάστια του Νιου Τζέρσεϊ είχε την ωριμότητα να διακρίνει το επιφανειακό του κοινωνικού λούστρου της περιόδου, να το σχολιάσει καυστικά, αλλά παράλληλα να προβάλει και την άλλη όψη του αμερικανικού ονείρου – εκείνη μιας παραμελημένης Αμερικής που, όμως, δηλώνει χωρίς αναστολές την υπερηφάνεια της «ταπεινής» καταγωγής της.

Στην παράδοση πολιτικοποιημένων τραγουδοποιών του παρελθόντος, όπως ο Πιτ Σίγκερ και ο Μπομπ Ντίλαν, ο Σπρίνγκστιν τραγούδησε στο «Born Ιn the USA» για τις σωματικές και ψυχικές πληγές του πολέμου του Βιετνάμ, τους φόβους της λευκής εργατικής τάξης ότι οι καλύτερες ημέρες της έχουν περάσει ανεπιστρεπτί, τα ερωτικά και ιδεολογικά πάθη με τις βαθιές γενεαλογικές ρίζες της αγροτικής Αμερικής.

Το αποτέλεσμα ήταν ένα ηχητικό μωσαϊκό που έπιασε τον σφυγμό μιας ολόκληρης εποχής, εμπνέοντας τόσο τους υπό υποχώρηση φιλελεύθερους Αμερικανούς όσο και τους «μεθυσμένους» νεοσυντηρητικούς που, χωρίς να προσέχουν τους καυστικούς στίχους του, χόρευαν στους ρυθμούς του μαξιμαλιστικού μπιτ του ομότιτλου τραγουδιού του άλμπουμ.

Το «Born Ιn the USA» σημάδεψε και την καμπάνια για τις προεδρικές εκλογές του 1984. Το τραγούδι, αν και εξέφραζε καυστικά την απογοήτευση των βετεράνων που επέστρεψαν από τη νοτιοανατολική Ασία για να βρεθούν στο περιθώριο της αμερικανικής κοινωνίας, ακουγόταν από τα ηχεία στις συγκεντρώσεις του Ρόναλντ Ρέιγκαν πριν και μετά τις ομιλίες του – μέχρι που ο Μπρους απαίτησε να μη χρησιμοποιείται, καθώς αντιπροσώπευε το ακριβώς αντίθετο από αυτά που εξέφραζε η πλατφόρμα των Ρεπουμπλικανών.

Η ραδιοφωνική χροιά του επικού ήχου του σε συνδυασμό με τους καυστικούς στίχους προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς ακροατές, αλλά το μετέτρεψε σε ροκ ύμνο, που εξακολουθεί να προκαλεί ρίγη σε εκατομμύρια θεατές των τετράωρων συναυλιών του 74χρονου πια τραγουδιστή. Και, όπως ήταν φυσικό, ανέδειξε τον Σπρίνγκστιν σε έναν από τους πιο εμπορικούς καλλιτέχνες εκείνης της εποχής.

Βέβαια, οι αφοσιωμένοι οπαδοί του «Αφεντικού» γνώριζαν ήδη ότι ο Μπρους ήταν ο «γκουρού» εκφραστής των ονείρων, απογοητεύσεων και προσδοκιών τους από την εποχή του αριστουργηματικού άλμπουμ «Born to Run», στα μέσα της δεκαετίας του 1970. Αλλά η εμπορική επιτυχία του «Born Ιn the USA» τον έφερε στο ποπ προσκήνιο μιας δεκαετίας όπου στις ΗΠΑ κυριαρχούσαν απολιτίκ καλλιτέχνες, όπως η Μαντόνα, ο Μάικλ Τζάκσον και ο Πρινς.

Τα επτά από τα 12 τραγούδια του άλμπουμ κυκλοφόρησαν ως σινγκλ από το καλοκαίρι του 1984 ως τα τέλη της χρονιάς – και όλα ανέβηκαν στο Top-10 των αμερικανικών τσαρτ. Το «Dancing Ιn the Dark» –που σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του γράφτηκε πρόχειρα, μέσα σε μισή ώρα, όταν οι υπεύθυνοι της δισκογραφικής εταιρείας του έψαχναν απεγνωσμένα για ένα χιτ– έγινε ο ύμνος της σεξουαλικής διέγερσης.

Το «Bobby Jean», με το σπαρακτικό σαξόφωνο του αείμνηστου Κλάρενς Κλέμονς, ήταν το απόλυτο αποχαιρετιστήριο ερωτικό γράμμα, το «Downbound Train» εξέφραζε τις απογοητεύσεις της ζωής στην ανεργία, το «Glory Days» ήταν η αναπόληση της ευημερίας των νιάτων, το «My Hometown» ένας πικρός ύμνος στον μαρασμό των αμερικανικών κωμοπόλεων, ενώ τα σεξουαλικά υπονοούμενα για μια ανήλικη στο «I’m Οn Fire» θα… ακύρωναν τον Μπρους εάν το τραγούδι τολμούσε να κυκλοφορήσει στις μέρες μας.

Το «Born Ιn the USA» παραμένει ένα από τα πιο εμπορικά ροκ άλμπουμ όλων των εποχών και έπαιξε κεντρικό ρόλο στη μακρά καριέρα του Σπρίνγκστιν, αλλά η θεματική διαχρονικότητά του εξακολουθεί να εντυπωσιάζει. Ως απαύγασμα σοφίας ενός τέκνου της εργατικής τάξης και πικρή καταγραφή της οικονομικής ερήμωσης της αγροτικής Αμερικής, ο δίσκος παραμένει σήμερα επίκαιρος όσο και την εποχή που κυκλοφόρησε.

Παρότι το ιδεολογικοπολιτικό χάσμα ανάμεσα στους Αμερικανούς των αστικών και ημιαστικών περιοχών και εκείνων των αντίστοιχων αγροτικών βαθαίνει όλο και περισσότερο, τα προβλήματα που αναδεικνύουν οι στίχοι των τραγουδιών του «Born Ιn the USA» παραμένουν άλυτα και πιεστικά επίκαιρα όσο ποτέ. Ισως γιατί η αντιδημοφιλής στην εποχή της εναντίωση του Σπρίνγκστιν στις χίμαιρες του επίπλαστου ριγκανικού παραδείσου έχει ντε φάκτο δικαιωθεί τέσσερις δεκαετίες αργότερα.