Μπορεί να αλλάξει η Ρωσία; Μπορεί να υπάρξει μια άλλη Ρωσία; Μπορεί να συντεθεί μια εναλλακτική ρωσική κοινωνία των πολιτών; Θα μπορούσε η Ρωσία να πάψει να (φιλοδοξεί να) είναι μια αυτοκρατορία και να καταστεί απλώς ένα κράτος-έθνος μεταξύ των υπολοίπων ανά τον κόσμο;
Ναι, απαντάει η Αν Απλμπάουμ του The Atlantic μέσω εκτενούς ανάλυσής της που δημοσιεύεται στο τεύχος Δεκεμβρίου του έγκριτου, ιστορικού αμερικανικού περιοδικού. «Γιατί δεν υπάρχει τίποτα αναπόφευκτο, τίποτα γενετικό, τίποτα προκαθορισμένο για οποιοδήποτε έθνος ή την κυβέρνησή του. Μόνο οι δικτάτορες πιστεύουν ότι υπάρχουν νόμοι της Ιστορίας που πρέπει να τηρούνται. Οι δημοκράτες, αντίθετα, γνωρίζουν ότι το κράτος θα προσαρμοστεί τελικά στην κοινωνία, όχι η κοινωνία στο κράτος – και η κοινωνία, εξ ορισμού, αλλάζει πάντα», γράφει η βραβευμένη με Πούλιτζερ ιστορικός και δημοσιογράφος.
Πώς, όμως, μπορεί να αλλάξει η ρωσική κοινωνία; Πέρυσι την άνοιξη, τις εβδομάδες που ακολούθησαν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, «δεκάδες χιλιάδες Ρώσοι δημοσιογράφοι, ακτιβιστές, δικηγόροι και καλλιτέχνες έφυγαν από τη χώρα, παίρνοντας μαζί τους ό,τι είχε απομείνει από ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης, εκδόσεις, πολιτισμό και τέχνες», υπενθυμίζει η Απλμπάουμ. Οπότε, ποιος θα μπορούσε να πρωτοστατήσει στην όποια προσπάθεια αλλαγής της Ρωσίας, ειδικά στην παρούσα φάση;
«Οι ιδέες κινούνται στον χρόνο και στον χώρο, μερικές φορές με απροσδόκητους τρόπους. Η αντίληψη ότι μια χώρα θα έπρεπε να είναι διαφορετική –να διοικείται διαφορετικά και να είναι διαφορετικά οργανωμένη– μπορεί να προέλθει από παλιά βιβλία, από ταξίδια στο εξωτερικό ή απλώς από τη φαντασία των πολιτών της», σημειώνει η αμερικανίδα ιστορικός.
Αναφέρει ενδεικτικά πως ακόμη και στο απόγειο της ρωσικής αυτοκρατορίας, τον 19ο αιώνα, υπό την εξουσία μερικών εκ των πιο αυταρχικών ηγετών της εποχής, ήκμασαν πολλά μεταρρυθμιστικά κινήματα, από σοσιαλδημοκράτες έως αγρότες μεταρρυθμιστές και υποστηρικτές των συνταγμάτων και των κοινοβουλίων. Ακόμη και μέλη της αυτοκρατορικής ελίτ της Ρωσίας κατέληξαν να σκέφτονται διαφορετικά σε σχέση με την κοινωνική τους τάξη, με τον Τολστόι να εξελίσσεται, για παράδειγμα, σε ειρηνιστή παγκόσμιας ακτινοβολίας.
Η ρωσική διασπορά
Εννοείται πως το κράτος εναντιωνόταν και τότε σε όλους όσοι σκέφτονταν διαφορετικά. Η Απλμπάουμ επικαλείται στην ανάλυσή της το βιβλίο «The Empire Must Die», του Μιχαήλ Ζιγκάρ. Στις σελίδες του, ο ρώσος συγγραφέας και δημοσιογράφος, ιδρυτικός αρχισυντάκτης του ανεξάρτητου ρωσικού τηλεοπτικού σταθμού Dozhd TV, αφηγείται την ιστορία ανεξάρτητων ρώσων στοχαστών, οι οποίοι αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τη Ρωσία στις αρχές του 20ού αιώνα, επέστρεψαν όμως στη συνέχεια, για να συμβάλουν στην αναδιαμόρφωσή της κατά τη διάρκεια της Επανάστασης.
Επρόκειτο για μια περίοδο κατά την οποία «ο αριθμός των ρώσων πολιτικών φυγάδων καθίσταται τόσο μεγάλος, που γίνεται λόγος για την εμφάνιση μιας εναλλακτικής ρωσικής κοινωνίας των πολιτών», γράφει στο βιβλίο του. «Η ρωσική διασπορά δεν είναι πλέον κλάδος της Ρωσίας, δεν είναι πλέον ξεκάθαρο ποιος είναι ο κλάδος και ποιος ο κορμός».
Ωστόσο, τόσο τότε όσο και στη συνέχεια, οι φιλελεύθεροι ρώσοι αδυνατούσαν να κατανοήσουν ότι η ρωσική απολυταρχία πήγαζε από τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της Ρωσίας. «Οι στρατιές των Λευκών ηττήθηκαν από τους Μπολσεβίκους, εν μέρει επειδή δεν δέχονταν να ενώσουν τις δυνάμεις τους το 1918–20 με την πρόσφατα ανεξάρτητη Πολωνία ή την επίδοξη ανεξάρτητη Ουκρανία. Οι δημοκρατικές ιδέες δεν θριάμβευσαν ούτε στον κλάδο ούτε στον κορμό στα χρόνια που ακολούθησαν μετά τη Ρωσική Επανάσταση, εν μέρει επειδή το κράτος χρειαζόταν να χρησιμοποιήσει υπερβολική βία για να κρατήσει την Ουκρανία, τη Γεωργία και τις άλλες δημοκρατίες εντός της Σοβιετικής Ενωσης», εξηγεί η Απλμπάουμ.
Οι «εναλλακτικοί»
Αλλά ακόμη και κατά τις «δεκαετίες του φόβου και της φτώχιας» μετά την Επανάσταση υπήρχαν άνθρωποι που πίστευαν σε κάτι διαφορετικό, σε μια άλλη κοινωνία, σε ένα άλλο κράτος. Κάποιοι από αυτούς πρωτοστάτησαν στον σχηματισμό του κινήματος για τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ αρκετοί επρόκειτο να αποπειραθούν, επιτυχώς εν μέρει, να δημιουργήσουν μια εναλλακτική Ρωσία στα πρώτα χρόνια μετά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.
«Ηττήθηκαν, φυσικά, από έναν ακόμη δικτάτορα, που χρησιμοποιεί έναν αυτοκρατορικό πόλεμο για να εξοντώσει τους εχθρούς του και να σκορπίσει τον φόβο σε ολόκληρη τη Ρωσία», γράφει η Απλμπάουμ. Ωστόσο, ακόμη και τώρα, παρότι η πλειονότητα των Ρώσων παραμένει σιωπηλή και συχνά υποκύπτει στην προπαγάνδα και στον εθνικιστικό παροξυσμό, «περισσότεροι από 17.000 Ρώσοι εντός της χώρας έχουν διαμαρτυρηθεί, τόσο κατά του καθεστώτος όσο και κατά των απαθών συμπατριωτών τους, έχουν αντιταχθεί στον ρωσικό ιμπεριαλισμό και, κατά συνέπεια, έχουν συλληφθεί ή φυλακιστεί».
Κάποιοι, μάλιστα, είναι και επιφανείς πολιτικοί που θα μπορούσαν να έχουν εγκαταλείψει εγκαίρως τη Ρωσία, όπως ο Βλαντίμιρ Κάρα-Μούρζα ή ο Ιλια Γιάσιν. Φυσικά, υπάρχει και ο Αλεξέι Ναβάλνι, ο οποίος, παρότι, βρίσκεται στη φυλακή από τον Ιανουάριο του 2021, τον περασμένο Σεπτέμβριο, κατά την εμφάνισή του σε δικαστήριο, δεν παρέλειψε να καταγγείλει τον «εγκληματικό» πόλεμο του Βλαντίμιρ Πούτιν.
Την 30ή Σεπτεμβρίου δημοσιεύθηκε ένα δοκίμιο του Ναβάλνι, το οποίο βγήκε λαθραία από το κελί του, στο οποίο ο ρώσος αντιφρονών ορματίζεται μια μεταπουτινική Ρωσία και απευθύνει έκκληση για την αντικατάσταση του τρέχοντος προεδρικού συστήματος της χώρας –το οποίο έχει εξελιχθεί σε πλήρη απολυταρχία– με μια κοινοβουλευτική δημοκρατία. «Αντί να παρουσιάζεται ως νέος σωτήρας της αυτοκρατορίας, ζητά έναν εντελώς διαφορετικό τύπο Ρωσίας», σχολιάζει η Απλμπάουμ, σημειώνοντας πως «εκτός της χώρας, εκατοντάδες χιλιάδες απλοί Ρώσοι αρχίζουν να καταλαβαίνουν πόσο στενά συνδέονται η αυτοκρατορία και η απολυταρχία».
Κάποιοι από τους νέους εμιγκρέδες της Ρωσίας δεν πιστεύουν πλέον στην πολιτική και δεν ελπίζουν ότι κάτι θα μπορούσε όντως να αλλάξει. Την ίδια ώρα, όμως, μια πολυπληθής ομάδα εξακολουθεί να εναντιώνεται στον πόλεμο εξ αποστάσεως, μέσω ρωσόφωνων ιστοτόπων που καλύπτουν τη σύρραξη και προσπαθούν να παρέχουν αξιόπιστη ενημέρωση στους Ρώσους που βρίσκονται στη Ρωσία. «Μια πληθώρα ομάδων και ανθρώπων θέλει να κρατήσει ζωντανή μια διαφορετική ιδέα για τη Ρωσία, να δημιουργήσει μια “εναλλακτική κοινωνία των πολιτών” εκτός της Ρωσίας, όχι αντίθετη με εκείνη των αρχών του 20ού αιώνα που περιγράφει ο Ζιγκάρ, ο οποίος τώρα είναι επίσης εξόριστος», συνοψίζει η Απλμπάουμ.
Επικαλείται ενδεικτικά τον Γκάρι Κασπάροφ, τον πρώην παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι, που στράφηκε στη δημοκρατική πολιτική, συνέβαλε στη διοργάνωση μαζικών διαδηλώσεων στη Μόσχα τη δεκαετία του 2000 και τώρα είναι persona non grata για τη χώρα όπου κάποτε αντιμετωπιζόταν ως ήρωας. Συνομιλώντας, πρόσφατα με την Απλμπάουμ, της ανέφερε ότι στόχος του είναι η δημιουργία ενός είδους «εικονικής Νότιας Κορέας», μιας εξόριστης ρωσικής αντιπολίτευσης που εναντιώνεται σε μια Ρωσία η οποία μοιάζει όλο και περισσότερο με τη Βόρεια Κορέα.
Σύμφωνα με την Απλμπάουμ, όλοι αυτοί οι πολιτικοί φυγάδες του 21ου αιώνα διαφέρουν από τους ρώσους εμιγκρέδες του 20ού, τουλάχιστον από μια άποψη που στην προκειμένη περίπτωση έχει ιδιαίτερη σημασία: «Παραμένουν στο εξωτερικό ή στη φυλακή εξαιτίας ενός τρομερού πολέμου αυτοκρατορικής κατάκτησης. Πολλοί, οπότε, αντιτίθενται όχι μόνο στο καθεστώς, αλλά και στην αυτοκρατορία. Για πρώτη φορά ορισμένοι υποστηρίζουν ότι δεν είναι μόνο το καθεστώς που πρέπει να αλλάξει, αλλά ο ορισμός του κράτους. Ο Κασπάροφ είναι ένας από τους πολλούς που υποστηρίζουν ότι μόνο η στρατιωτική ήττα μπορεί να φέρει πολιτική αλλαγή. Τώρα πιστεύει ότι η δημοκρατία θα είναι δυνατή μόνο “όταν η Κριμαία απελευθερωθεί και η ουκρανική σημαία κυματίσει πάνω από τη Σεβαστούπολη”», εξηγεί η Απλμπάουμ.
Αντίσταση και εναντίωση
Αναγνωρίζει, φυσικά, πως αυτή η ιδέα, ότι δηλαδή θα μπορούσε να υπάρξει μια διαφορετική Ρωσία, που δεν θα είναι αυτοκρατορία αλλά κράτος, σίγουρα δεν πείθει τους Ουκρανούς, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Αντιθέτως, πολλοί Ουκρανοί θεωρούν τη ρωσική δημοκρατική αντιπολίτευση «εξίσου ένοχη, εξίσου ιμπεριαλιστική και εξίσου υπεύθυνη για τον πόλεμο με τους μη διαφωνούντες» και «σίγουρα είναι αλήθεια ότι δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι που στο παρελθόν αποκαλούνταν “ρώσοι φιλελεύθεροι” κατά της αυτοκρατορίας ή αντίθετοι προς τον Πούτιν».
Η Απλμπάουμ δεν αρνείται ότι το επιχείρημα «δεν υπάρχουν καλοί Ρώσοι» έχει λογική, και από συναισθηματική και από πολιτική άποψη – και όχι μόνο για τους Ουκρανούς. Επιπροσθέτως, οι φιλελεύθεροι Ρώσοι απέτυχαν τη δεκαετία του 1990, απέτυχαν και την επόμενη δεκαετία και αποτυγχάνουν και σήμερα. Δεν κατάφεραν να σταματήσουν τον Πούτιν και να αποτρέψουν την καταστροφή που μαίνεται στην Ουκρανία και δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν πώς ο ρωσικός ιμπεριαλισμός καθόρισε και ενίσχυσε τη ρωσική απολυταρχία.
Ωστόσο, στην παρούσα φάση, το σημαντικό είναι να μη λησμονείται ότι κάποιοι Ρώσοι αντιστάθηκαν και εναντιώθηκαν, και πάντα θα υπάρχουν κάποιοι Ρώσοι που θα αντιστέκονται και θα εναντιώνονται. «Ισως αυτή η ομάδα να χρειάζεται ένα νέο όνομα: δεν είναι “φιλελεύθεροι Ρώσοι”, αλλά “αντιιμπεριαλιστές Ρώσοι” ή «Ρώσοι υπέρ της ελευθερίας”», σημειώνει η Απλμπάουμ.
«Το πολιτιστικό βάρος του παρελθόντος είναι βαρύ και οι συνήθειες της απολυταρχίας –ιδιαίτερα η συνήθεια του να ζεις μετά φόβου– ανθεκτικές. Ισχυρή είναι και η έλξη που ασκεί η εξουσία. Οι άνθρωποι που την κατέχουν δεν θα θέλουν να τη χάσουν και η επόμενη κυβέρνηση της Ρωσίας μπορεί κάλλιστα να είναι ακόμη πιο κατασταλτική από τη σημερινή. Αλλά συμβαίνουν ατυχήματα και απροσδόκητα γεγονότα. Οι χώρες εξελίσσονται, με άλλοτε καλύτερες κυβερνήσεις και άλλοτε χειρότερες. Οι αυτοκρατορίες, όμως, καταρρέουν: η ρωσική αυτοκρατορία κατέρρευσε, η σοβιετική αυτοκρατορία κατέρρευσε και αργά ή γρήγορα η νέα ρωσική αυτοκρατορία του Πούτιν θα καταρρεύσει επίσης», προβλέπει.
Ο Βλαντίμιρ Κάρα-Μούρζα, από το κελί όπου κρατείται από τον περασμένο Απρίλιο (κατηγορούμενος, αρχικά, για ανυπακοή προς την αστυνομία, στη συνέχεια για μετάδοση ψευδών ειδήσεων όσον αφορά τη δράση του ρωσικού στρατού στην Ουκρανία, και, εσχάτως, για προδοσία) σημείωσε πως οι περισσότεροι από 17.000 ρώσοι πολίτες που συνελήφθησαν για την εναντίωσή τους στον πόλεμο του Πούτιν στην Ουκρανία είναι σαφώς περισσότεροι από τους μόλις επτά ανθρώπους που είχαν συλληφθεί στην Κόκκινη Πλατεία όταν οι σοβιετικές δυνάμεις εισέβαλαν στην Τσεχοσλοβακία, το 1968.