Την 1η Φεβρουαρίου 2018, ένα αυτοκίνητο με μαύρα τζάμια και πινακίδες με αρχικά που παραπέμπουν στον γερμανικό στρατό, σταμάτησε σε ένα δρομάκι έξω από τους Βοτανικούς Κήπους του Τίμπιγκεν, πλάι στο πανεπιστήμιο της γραφικής παλιάς πόλης που σήμερα είναι το προπύργιο των Πρασίνων. Δύο υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι με γκρι στολές της Μπούντεσβερ (Bundeswehr) κατέβηκαν από το όχημα για να σφίξουν τα χέρια με εκπροσώπους της ακαδημαϊκής κοινότητας επικυρώνοντας μια συνεργασία, ανάλογη με την οποία ο κόσμος δεν είχε ξαναδεί ποτέ πριν.
Το όνομα του project ήταν «Cassandra» και για τα επόμενα δύο χρόνια, οι ερευνητές του πανεπιστημίου θα χρησιμοποιούσαν την τεχνογνωσία τους για να βοηθήσουν το γερμανικό υπουργείο Αμυνας να προβλέψει το μέλλον.
Οι ακαδημαϊκοί δεν ήταν ειδικοί της Τεχνητής Νοημοσύνης (AI) ή πολιτικοί αναλυτές. Τα άτομα που συνάντησαν οι συνταγματάρχες σε ένα γραφείο φορτωμένο με βιβλία και χάρτες στον τελευταίο όροφο του πανεπιστημίου ήταν μια μικρή ομάδα πανεπιστημιακών με επικεφαλής τον Γιούργκεν Βέρτχαϊμερ, έναν καθηγητή Συγκριτικής Λογοτεχνίας με ακατάστατα μαλλιά και προφανή αγάπη για τα μαύρα ζιβάγκο, γράφει στον Guardian ο Φίλιπ Ολτερμαν, επικεφαλής του γραφείου της βρετανικής εφημερίδας στο Βερολίνο .
Μετά την αποχώρηση των αξιωματικών, η ατμόσφαιρα στο γραφείο του Βέρτχαϊμερ παρέμεινε τεταμένη καθώς υπήρχαν ιδιαίτεροι λόγοι ανησυχίας. «Δεν ήμασταν σίγουροι για το αν θα έπρεπε να δημοσιοποιήσουμε το project», θυμάται η βοηθός του Βέρτχαϊμερ, Ιζαμπέλε Χολτς. Το πανεπιστήμιο απέρριψε την ευκαιρία να συνεργαστεί επίσημα με το υπουργείο Αμυνας, γι’ αυτό και το έργο διεξήχθη μέσω του Ινστιτούτου Παγκόσμιας Ηθικής, ενός ανεξάρτητου ιδρύματος που ιδρύθηκε από τον αείμνηστο αντιφρονούντα Καθολικό θεολόγο, Χανς Κουνγκ. «Σκεφτήκαμε ότι τα γραφεία μας μπορεί να δεχόντουσαν επίθεση με μπογιές ή κάτι τέτοιο», λέει η Χολτς.
Τελικά ο Τύπος το πήρε είδηση. Η ιδέα ότι η λογοτεχνία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από το υπουργείο Αμυνας για τον εντοπισμό μελλοντικών εμφύλιων πολέμων και ανθρωπιστικών καταστροφών, έγραψε η εφημερίδα Neckar-Chronik, ήταν τόσο γοητευτική όσο και απελπιστικά αφελής: «Πρέπει να αναρωτηθείτε γιατί ο στρατός χρηματοδοτεί κάτι που δεν έχει καμία απολύτως αξία», ανέφερε η τοπική εφημερίδα. Τελικά επιθέσεις ή καθιστικές διαμαρτυρίες δεν υπήρξαν. Το κοινό, λέει η Χολτς, «απλά δεν μας πήρε στα σοβαρά. Σκέφτηκαν απλώς ότι είμαστε τρελοί».
Ωστόσο, οι κατηγορίες της παραφροσύνης, λέει ο Βέρτχαϊμερ, ήταν ανέκαθεν η κατάρα των προφητών και των μάντεων. Το χάρισμα της μαντικής, που είχε η Κασσάνδρα, η κόρη του Πρίαμου και τη Εκάβης, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, της επέτρεψε να προβλέψει ότι στον Δούρειο Ιππο κρύβονταν έλληνες πολεμιστές και ότι ο Πάρις θα έφερνε την καταστροφή στην Τροία. Η Κασσάνδρα προέβλεψε επιπλέον τη δολοφονία του μυκηναίου βασιλιά Αγαμέμνονα από τη σύζυγό του Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, Αίγισθο, ακόμη και τον δικό της θάνατο. Ωστόσο, όλες οι προειδοποιήσεις της αγνοήθηκαν, παρόλο ότι όλες οι προφητείες της βγήκαν αληθινές.
Η ιδέα ότι οι μυθιστοριογράφοι είναι οι σύγχρονες Κασσάνδρες, που «λένε πάντα αλήθειες, οι οποίες, όμως, ποτέ δεν γίνονται δεκτές ως αληθινές», μπορεί να ακούγεται πολύ ασυνήθιστη και αποκρυφιστική. Υπάρχουν τόνοι καταλόγων στο Διαδίκτυο με βιβλία που είχαν προβλέψεις για γεγονότα πριν από την εποχή τους, αλλά τα περισσότερα από αυτά είναι τυχαίες πράξεις ενόρασης από συγγραφείς επιστημονικής φαντασίας.
Ωστόσο ο Βέρτχαϊμερ υποστηρίζει ότι οι μεγάλοι συγγραφείς έχουν «αισθητηριακό ταλέντο». Ο γερμανός καθηγητής πιστεύει ότι η λογοτεχνία έχει την τάση να μεταφέρει κοινωνικές τάσεις, διαθέσεις και ειδικά συγκρούσεις, που οι πολιτικοί προτιμούν να αφήνουν ασχολίαστες έως ότου ξεσπάσουν ανοιχτά.
Το αγαπημένο του παράδειγμα για την ικανότητα της λογοτεχνίας να εντοπίζει μια κοινωνική διάθεση και να την προβάλλει στο μέλλον είναι μια επανάληψη του μύθου της Κασσάνδρας από την ανατολικογερμανίδα μυθιστοριογράφο Κρίστα Βολφ. Στο έργο της «Κασσάνδρα» (εκδόθηκε το 1983 και κυκλοφορεί στα ελληνικά από τις εκδόσεις Λιβάνη), η Βολφ παρουσιάζει την Τροία σαν ένα κράτος, που θυμίζει τη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και έχει υποκύψει στην παράνοια μιας μυστικής αστυνομίας σαν τη Στάζι, καθώς στρέφεται προς έναν όχι και τόσο Ψυχρό Πόλεμο. Η Κασσάνδρα, καταραμένη με το χάρισμα της προφητείας, προβλέπει την παρακμή της κοινωνίας της, αλλά οι προειδοποιήσεις της αγνοούνται από τη στρατιωτική πατριαρχία.
Εάν τα κράτη μπορούσαν να μάθουν να διαβάζουν μυθιστορήματα ως ένα είδος λογοτεχνικού σεισμογράφου, υποστηρίζει ο Βέρτχαϊμερ, θα μπορούσαν ίσως να προσδιορίσουν ποιες βίαιες συγκρούσεις είναι στα πρόθυρα να εκραγούν, και να παρέμβουν για να σώσουν, ίσως, εκατομμύρια ζωές.
Γεννημένος στο Μόναχο το 1947 από έναν εβραίο πατέρα, που κατάφερε να δραπετεύσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Νταχάου και πέρασε τον υπόλοιπο πόλεμο κρυμμένος, ο Γιούργκεν Βέρτχαϊμερ άρχισε να σπουδάζει στο αποκορύφωμα του φοιτητικού κινήματος του 1968, που κινητοποίησε μια μεταπολεμική γενιά νεαρών Γερμανών, αλλά ο ίδιος αποστασιοποιήθηκε από τον πολιτικό ακτιβισμό που ακολούθησε. Λέει ότι φοβάται τα πλήθη, δεν έχει πάει ποτέ στη ζωή του σε πορεία, αντ ‘αυτού, έχει περάσει τα χρόνια του σε βιβλιοθήκες και η λογοτεχνία παραμένει τόσο η καριέρα του όσο και το μοναδικό του χόμπι.
Στις 15 Δεκεμβρίου 2014, έστειλε μια επιστολή στην Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν -τώρα πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τότε υπουργό Αμυνας της Γερμανίας- εφιστώντας της την προσοχή στον αγώνα κατά της Μπόκο Χαράμ στη βόρεια Νιγηρία, μιας τρομοκρατικής οργάνωσης, που στοχεύει σχολεία και καίει βιβλιοθήκες, και της οποίας το όνομα συχνά μεταφράζεται ως «η δυτική εκπαίδευση απαγορεύεται». Ενοπλες συγκρούσεις, της έγραφε, έπονται συνήθως λεκτικών πολέμων, και επομένως για την αποτροπή τους θα μπορούσαν επίσης να χρησιμοποιηθούν λέξεις. Και θα ήθελε να θέσει τις θεωρίες που είχε αναπτύξει σε αυτόν τον τομέα «στην υπηρεσία του γερμανικού στρατού για να χρησιμοποιηθούν στο πλαίσιο της δράσης του στο εξωτερικό».
Η φον ντερ Λάιεν δεν ανταποκρίθηκε ποτέ προσωπικά στην προσφορά του Βέρτχαϊμερ. Αλλά την άνοιξη του 2015, ο κ. καθηγητής έλαβε μια επιστολή από τη διεύθυνση Πολιτικής του υπουργείου Αμυνας, με την οποία τον καλούσαν σε μια συνάντηση. Μετά από δύο χρόνια συνομιλιών και συναντήσεων, του ανατέθηκε να κάνει ένα πιλοτικό πρόγραμμα για να δοκιμάσει την ιδέα της λογοτεχνίας ως ένα «σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης». Ο στόχος της «Κασσάνδρας» ήταν να δείξει πώς θα μπορούσε να έχει προβλεφθεί ο πόλεμος στο Κόσοβο και η άνοδος της Μπόκο Χαράμ μέσω της μελέτης λογοτεχνικών κειμένων.
«Νιώσαμε ότι μας δόθηκε μια μοναδική ευκαιρία», θυμάται η Χολτς, «για να δείξουμε ότι η λογοτεχνία ήταν ικανή για περισσότερα».
Η πρόβλεψη απρόβλεπτων κρίσεων έχει γίνει η μεγάλη εμμονή της Δύσης τον 21ο αιώνα, μετά από δύο γενοκτονίες, στη Βοσνία (1995) και τη Ρουάντα (1994), που αργότερα θεωρήθηκε ότι μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί εάν η διεθνής κοινότητα είχε ανταποκριθεί πιο αποφασιστικά. Επειτα έσπευσε σε πόλεμο στο Αφγανιστάν και ξεκίνησε μια λανθασμένη παρέμβαση στο Ιράκ, συχνά αγνοώντας τις συμβουλές εμπειρογνωμόνων που είχαν μελετήσει επί τόπου πολιτικές αντιπαραθέσεις και σεχταριστικές συγκρούσεις.
Το 2018, μερικές εβδομάδες μετά την επίσκεψη των αξιωματικών της Μπούντεσβερ στο Τίμπιγκεν, ο Βέρτχαϊμερ παρουσίασε τα αρχικά του ευρήματα στο υπουργείο Αμυνας, στο Βερολίνο. Επέστησε την προσοχή σε ένα λογοτεχνικό σκάνδαλο γύρω από το έργο του Γιόβαν Ραντούλοβιτς «Golubnjača» (1982) σχετικά με μια σφαγή σέρβων γειτόνων τους που πραγματοποίησαν κροάτες φασίστες Ουστάσι κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την απαγόρευσή του έργου μέχρι το 1984, και την διαγραφή μη σέρβων συγγραφέων από τη Σερβική Ενωση Συγγραφέων το 1986. Τα επόμενα χρόνια, υπήρξε απουσία ιστοριών αλβανοσερβικής φιλίας ή ερωτικών ιστοριών, και αύξηση ρεβιζιονιστικών ιστορικών μυθιστορημάτων. Οι λογοτεχνικές ενώσεις, είπε ο Βέρτχαϊμερ στους στρατιωτικούς, «άνοιξαν τον δρόμο για τον πόλεμο» μια ολόκληρη δεκαετία πριν από την έναρξη της αιματοχυσίας στο Κόσοβο το 1998.
Ο Κάρλο Μασάλα, ο οποίος είχε περάσει ένα μέρος της ακαδημαϊκής του καριέρας μελετώντας τη σύγκρουση στη Βοσνία, και ήταν παρών στην παρουσίαση του project, σκέφτηκε αρχικά ότι «είναι τρελό». Και όμως παραδέχεται ότι «στο Κόσοβο φάνηκε ότι θα μπορούσες να εντοπίσεις σημάδια έγκαιρης προειδοποίησης στη λογοτεχνική σκηνή».
«Ηταν ένα μικρό project που δημιούργησε έναν εκπληκτικό αριθμό χρήσιμων αποτελεσμάτων», λέει στον Guardian ένας αξιωματούχος του υπουργείου Αμυνας που παρακολούθησε, επίσης, την παρουσίαση. «Σε αντίθεση με την αρχική μας διάθεση, ενθουσιαστήκαμε», δήλωσε.
Στην προσπάθειά της για περαιτέρω χρηματοδότηση από την κυβέρνηση, η ομάδα του Βέρτχαϊμερ βρέθηκε αντιμέτωπη με το Ινστιτούτο Fraunhofer του Βερολίνου, τον μεγαλύτερο οργανισμό εφαρμογών έρευνας και ανάπτυξης της Ευρώπης, στον οποίο είχε ζητηθεί να εκτελέσει το ίδιο πιλοτικό project με μια προσέγγιση που βασίζεται σε δεδομένα. Ωστόσο, η «Κασσάνδρα» αποδείχτηκε καλύτερη, λέει ο αξιωματούχος του υπουργείου Αμυνας, ο οποίος ζήτησε να παραμείνει ανώνυμος: «Τα συστήματά μας ήταν ήδη ικανά να προβλέψουν μια σύγκρουση έναν ή ενάμισι χρόνο νωρίτερα. Η “Κασσάνδρα”, όμως, υπόσχεται την καταγραφή αναταραχών πέντε έως επτά χρόνια νωρίτερα, και αυτό είναι κάτι νέο», δήλωσε.
Το γερμανικό υπουργείο Αμυνας αποφάσισε να παρατείνει τη χρηματοδότηση του project «Κασσάνδρα» για άλλα δύο χρόνια. Θέλει να αναπτύξει η ομάδα του Βέρτχαϊμερ μια μέθοδο για τη μετατροπή των λογοτεχνικών ιδεών σε δεδομένα, που δεν αμφισβητούνται και τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από στρατιωτικά και επιχειρησιακά προγράμματα: με άλλα λόγια τη δημιουργία «συναισθηματικών χαρτών» περιοχών σε κρίση, ειδικά στην Αφρική και τη Μέση Ανατολή, που θα μετρούν «την άνοδο της βίαιης γλώσσας με χρονολογική σειρά».