Ο Μάικλ Μπλούμπεργκ στη συνέντευξη Τύπου μετά την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του, στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια | REUTERS/Joshua Roberts
Θέματα

Μπλούμπεργκ εναντίον Bloomberg

Η πολιτικά εκρηκτική υποψηφιότητα του 77χρονου μεγιστάνα για το προεδρικό χρίσμα των Δημοκρατικών συνοδεύτηκε ήδη με οδηγίες για το πώς θα πρέπει να τον μεταχειρίζονται τα πανίσχυρα ΜΜΕ του. Θα το κάνουν;
Χρήστος Μιχαηλίδης

Ενας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, διεκδικεί το χρίσμα για να γίνει ο επόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ, ο ισχυρότερος ίσως άνθρωπος στον κόσμο.

Ως εδώ, καλά. Η είδηση θα μπορούσε να ήταν περίπου πέντε χρόνων παλιά και να αφορούσε τον τωρινό ένοικο του Λευκού Οίκου.

Οχι, όμως. Ο Μάικλ Μπλούμπεργκ δεν είναι ίδια περίπτωση με τον Ντόναλντ Τραμπ. Πρώτον, είναι κατά πολύ, μα πάρα πολύ όμως, πλουσιότερος από εκείνον. Και δεύτερον (για να μην απαριθμήσουμε και άλλες, κραυγαλέες διαφορές), δεν καταγίνεται με ακίνητα, πύργους, ξενοδοχεία, γήπεδα γκολφ και λοιπά, αλλά είναι ιδιοκτήτης ενός από τους μεγαλύτερους ενημερωτικούς χρηματοπιστωτικούς, και λογισμικούς ομίλους εταιρειών παγκοσμίως.

Ο Τραμπ κήρυξε πόλεμο στα περισσότερα μίντια με το «καλημέρα». Ούτε αυτά όμως του έχουν χαριστεί, και ο πόλεμος συνεχίζεται. Ο Μπλούμπεργκ έχει δικά του. Και ήδη ζήτησε μεταχείριση που μάλλον έκανε πολλούς δημοσιογράφους του να νοιώσουν τουλάχιστον άβολα.

Η New York Times αναφέρεται σε μια «πολύ έντονη δοκιμασία» για έναν τεράστιο δημοσιογραφικό οργανισμό, ο διευθυντής του οποίου μάλιστα ανέπτυξε ευθέως τι θα κάνουν και, κυρίως, τι δεν θα κάνουν οι συντάκτες του καθ’ όλη τη διάρκεια της εκστρατείας του εργοδότη τους.

«Ετοιμαστείτε να καλύψετε την καμπάνια του αφεντικού συναινετικά, με προσοχή και περιορισμούς», συνοψίζει παραφραστικά στους Times ο Μαρκ Τρέισι την κατευθυντήρια γραμμή που γνωστοποίησε στο δημοσιογραφικό προσωπικό του Bloomberg ο διευθυντής του.

«Δεν θα είναι εύκολη δουλειά για μας», είπε ο Ρίτσαρντ Μίκελθγουεϊτ.

«Ενα μέρος της φήμης μας για αντικειμενικότητα κερδήθηκε ακριβώς επειδή πάντα αποφεύγαμε να γράφουμε οτιδήποτε για τον εαυτό μας, και ελάχιστα για τους ανταγωνιστές μας. Κανένας όμως προηγούμενος υποψήφιος για το προεδρικό χρίσμα δεν είχε δικό του μέσο ενημέρωσης, και μάλιστα αυτής της εμβέλειας».

Ομως, πρόσθεσε, το Bloomberg θα καλύψει πλήρως την καμπάνια όλων των υποψηφίων, όπως έκανε μέχρι τώρα, μόνο που τούτη τη φορά σε κάθε θέμα που θα αναφέρεται «στον Μάικ», όπως τον λέει, θα υπάρχει μια υπενθύμιση σε αναγνώστες και χρήστες των υπηρεσιών μας ότι «ο ιδιοκτήτης του Μέσου στο οποίο εργαζόμαστε είναι και υποψήφιος».

Παρόλα αυτά, το memo που κοινοποιήθηκε στους περίπου 2700 δημοσιογράφους του Ομίλου, αναφέρει επιπλέον ότι όλα τα Μέσα του, συμπεριλαμβανομένου του Bloomberg Businessweek και πολλών άλλων σχετιζόμενων διαδικτυακών τόπων, «δεν θα προβούν σε εις βάθος ερευνητική δημοσιογραφία για τον κ. Μπλούμπεργκ ή οποιονδήποτε άλλον από τους συνυποψηφίους του».

Επίσης, ο κ. Μίκελθγουέϊτ παρατήρησε εδώ ότι πολλοί από τους δημοσιογράφους-αρθρογράφους που έχουν θέσεις και συμμετοχή στην ενότητα «Γνώμες» του Bloomberg, θα λάβουν άδεια αποχής από τα συγκεκριμένα καθήκοντά τους προκειμένου να καλύψουν την προεκλογική εκστρατεία του κ. Μπλούμπεργκ σε όλη τη χώρα.

Όλα αυτά φέρουν πράγματι τους δημοσιογράφους σε μια άβολη θέση, πόσω μάλλον σε μια χώρα όπου σε μεγάλο βαθμό ιδιοκτήτες και εργαζόμενοι ξέρουν πού στέκονται και γενικά σέβονται τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο επιχειρηματίας Μάικλ Μπλούμπεργκ δεν ήταν ποτέ, και δεν θα είναι ούτε τώρα «εύκολη περίπτωση», όχι μόνο για τους δικούς του δημοσιογράφους, αλλά και για τους υπόλοιπους.

Είναι ένας σοβαρός και πολύ ικανός επιχειρηματίες, και έχει μεγάλη πείρα από διοίκηση από δημόσιο αξίωμα. Εκεί, οι πολιτικές παλινωδίες του προκάλεσαν αρκετές μιντιακές, και όχι μόνο, αναταράξεις, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ήταν συγκρίσιμες με αυτές που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια με τον Ντόναλντ Τραμπ.

Μια ζωή Δημοκρατικός, άλλαξε κόμμα το 2001 για να κατεβεί υποψήφιος δήμαρχος της Νέας Υόρκης ως Ρεπουμπλικανός, και κέρδισε τον αντίπαλό του Μαρκ Γκριν.

Το 2005 επανεξελέγη, δύο χρόνια μετά εγκατέλειψε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και το 2009 κέρδισε τρίτη θητεία (που ολοκληρώθηκε το 2013), αυτήν την φορά ως «ανεξάρτητος υποψήφιος», υποστηριζόμενος όμως από τους Ρεπουμπλικανούς!

Πέρυσι, όταν ρωτήθηκε σε κάποια εκδήλωση εάν υπάρχει πιθανότητα να θέσει υποψηφιότητα για το προεδρικό χρίσμα εν όψει εκλογών το 2020, απάντησε ότι εάν το έκανε αυτό θα πουλούσε όλα τα περιουσιακά του στοιχεία, και μεταξύ σοβαρού και αστείου πρόσθεσε:

«Δεν θα ήθελα όμως οι ρεπόρτερ που απασχολώ και πληρώνω να γράψουν κάτι κακό για μένα. Δεν θα ήθελα να είναι αντικειμενικοί» (εδώ).

Η επιρροή των μέσων του, όχι μόνο δημοσιογραφικών, είναι τεράστια. Μόνο η θυγατρική Bloomberg Terminals, ένα τεράστιο λογισμικό σύστημα ηλεκτρονικών υπολογιστών, επιτρέπει σε εκατομμύρια χρήστες σ’ όλο τον κόσμο, επαγγελματίες οι περισσότεροι στον χρηματοπιστωτικό τομέα αλλά και σε άλλες σημαντικές δουλειές, να έχουν πρόσβαση στο Bloomberg Professional Services, μέσω του οποίου μπορούν να παρακολουθούν και να αναλύουν σε πραγματικό χρόνο έναν πολύ μεγάλο όγκο οικονομικών πληροφοριών και στοιχείων.

Περίπου 2.700 δημοσιογράφοι δουλεύουν σήμερα για αυτόν, σε Μέσα που φέρουν το όνομά του, και ο οποίος τώρα έχει στόχο να γίνει ο επόμενος Πρόεδρος των ΗΠΑ. Εάν το πετύχει, ο συνοδευτικός τίτλος του «δισεκατομμυριούχου Προέδρου», και μάλιστα του πλουσιότερου μέχρι τώρα, που ακολουθεί ως τώρα τον Ντόναλντ Τραμπ, θα μοιάζει πια με αστείο.

Ο Μπλούμπεργκ, 77 ετών, εκτιμήθηκε πριν από λίγες ημέρες, ότι έχει καθαρό πλούτο στα $58 δισ. και είναι ο 9ος πλουσιότερος άνθρωπος στις ΗΠΑ, 14ος στον κόσμο. Ο Ντόναλντ Τραμπ, 73 ετών, με περιουσία $3,1 δισ., είναι 248ος πλουσιότερος στην Αμερική, 766ος παγκόσμια.

Η Αμερική, σχεδόν πάντα είχε πλούσιους προέδρους. Είναι δύσκολο σπορ η διεκδίκηση της προεδρίας. Πρέπει να έχεις γερό πορτοφόλι, ή και πολύ γερούς φίλους. Μετά τον Τραμπ, οι πιο εύποροι ένοικοι του Λευκού Οίκου ήσαν, κατά σειρά, ο Τζον Φ. Κένεντι (1961-1963), με καθαρό πλούτο τότε $1,1 δισ., ο Τζοτζ Ουάσιγκτον (1789 – 1797), $587 εκατ., Τόμας Τζέφερσον (1801 – 1809), $236,8 εκατ., και από τους πιο σύγχρονους ο Μπιλ Κλίντον (1993 – 2001), $75,9 εκατ, που όμως, αυτός, απέκτησε την μεγάλη περιουσία του όταν έπαψε να είναι Πρόεδρος και έγραψε την αυτοβιογραφία του, My Life, και άρχισε να κάνει διαλέξεις σε όλο τον κόσμο.

Τι θα κάναμε στην Ελλάδα;

Πώς θα χειριζόμασταν, λοιπόν, εδώ στην Ελλάδα την είδηση ότι ένας πολύ επιτυχημένος επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης μεγάλου ομίλου εταιρειών σχετιζόμενων και με Μέσα Ενημέρωσης, ανακοίνωνε ότι κατέρχεται σε εκλογές με στόχο να γίνει πρωθυπουργός; Τι επίπτωση θα είχε αυτό στο ίδιο του το «μαγαζί», αλλά και στην χώρα γενικότερα;

Δεν είναι η πρώτη φορά που τίθεται το ερώτημα, και η πιο συνηθισμένη απάντηση είναι ότι, όσον αφορά εμάς εδώ, «δεν χρειάζεται να κατέβει πρωθυπουργός ο Χ επιχειρηματίας, αφού με την δύναμη των Μέσων που διαθέτει είναι σαν να κυβερνά την χώρα έτσι κι αλλιώς». Οπότε, το λύσαμε το συγκεκριμένο πρόβλημα!

Επίσης, το εγχείρημα το έχουμε δει και αλλού, με πιο κραυγαλέα περίπτωση αυτήν του Σίλβιο Μπερλουσκόνι στην Ιταλία. Μαζί με την οικογένειά του ήλεγχε επί 30 χρόνια τα τρία μεγαλύτερα τηλεοπτικά κανάλια της χώρας. Αυτά, μαζί με την κρατική RAI, είχαν το περίπου 90% της τηλεθέασης και κατ’ επέκταση, της διαφημιστικής πίτας. Ως πρωθυπουργός, πέρασε νομοσχέδια που «τιμωρούσαν» τους επιχειρηματικούς ανταγωνιστές του, περιορίζοντας την ελευθερία του λόγου, και προσπάθησε να βάλει χέρι ακόμα και σε ιντερνετικά προιόντα όπως το YouTube.

Και στις Ηνωμένες Πολιτείες, πριν από τον Μπλούμπεργκ ήταν ο Γιούλιαμ Ράντολφ Χιρστ, 1863 – 1951, ιδιοκτήτης της μεγαλύτερης αλυσίδας εφημερίδων και άλλων έντυπων ΜΜΕ στην Αμερική, με προσωπικό πλούτο τότε $3 δισ., που αντιστοιχεί σε περίπου $30 δισ. σημερινά! Ο Χιρστ, που θεωρείται ο ανάδοχος της «κίτρινης δημοσιογραφίας», εξελέγη δύο φορές στην Βουλή των Αντιπροσώπων με τους Δημοκρατικούς, και απέτυχε να εκλεγεί Πρόεδρος των ΗΠΑ το 1904, Δήμαρχος της Νέας Υόρκης το 1905 και 1909, και Κυβερνήτης της Νέας Υόρκης το 1906.

Τον πλούτον πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς, έλεγαν οι παλιότεροι. Σήμερα, μάλλον έχει συγχωνευτεί το πράγμα, αφού αυτός ο «ουδείς», θέλει και τα δύο.