Το ένα τρίτο των παγκόσμιων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου προέρχεται από την παραγωγή τροφίμων, κυρίως μεθάνιο και διοξείδιο του άνθρακα. Και τουλάχιστον το 50% αυτών των εκπομπών προέρχεται από την κτηνοτροφία για την παραγωγή κρέατος. Οπως υποστηρίζουν εδώ και καιρό πολλοί χορτοφάγοι και λοιποί πολέμιοι της κρεατοφαγίας, η αλλαγή των διατροφικών μας συστημάτων καθίσταται επιτακτική, εάν όντως θέλουμε να αποτρέψουμε τον πλανήτη από το να καταστραφεί και να καταστεί αβίωτος λόγω της υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Μια νέα μελέτη δείχνει τώρα ότι ακόμη και η απλή αντικατάσταση του κρέατος με ορισμένα είδη ψαριών και οστρακόδερμων βιώσιμης προέλευσης θα μπορούσε να συνδράμει τους ανθρώπους να μειώσουν το ανθρακικό τους αποτύπωμα, δίχως να προβούν σε διατροφικούς/θρεπτικούς συμβιβασμούς.
Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύτηκε στις αρχές του μήνα στην περιβαλλοντική επιθεώρηση Communications Earth & Environment «τα δίθυρα εκτροφείου –οστρακόδερμα όπως τα μύδια, οι αχηβάδες και τα στρείδια– και τα ελεύθερης αλιείας, μικρά αφρόψαρα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται ο γαύρος, το σκουμπρί και η ρέγγα, παράγουν λιγότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου και είναι πιο πλούσια σε θρεπτικά συστατικά από το βοδινό, το χοιρινό ή το κοτόπουλο», εξηγεί η Τζουντ Κόουλμαν του Νature. Στόχος των ερευνητών ήταν να αναδείξουν τον κλιματικό αντίκτυπο της αλιείας και της κατανάλωσης ψαριών και λοιπών θαλασσινών αλλά και να αναδείξουν τα πολλά οφέλη των αποκαλούμενων «μπλε διαιτών« (με βάση ψάρια και λοιπά θαλασσινά).
Εχοντας στη διάθεσή τους 41 είδη ψαριών και θαλασσινών, οι ερευνητές καθόρισαν μια βαθμολογική κλίμακα θρεπτικής πυκνότητας σε σχέση με απαραίτητα θρεπτικά συστατικά, όπως ορισμένα λίπη και βιταμίνες. Μεταξύ των ειδών που μελετήθηκαν περιλαμβάνονταν εκτρεφόμενα και ψάρια ελεύθερης αλιείας, καρκινοειδή (καβούρια, αστακοί, γαρίδες κ.τ.λ.), δίθυρα (μύδια, στρείδια κ.τ.λ.) και κεφαλόποδα (χταπόδια, καλαμάρια, σουπιές κ.τ.λ.). Στη συνέχεια, η ομάδα χρησιμοποίησε διαθέσιμα δεδομένα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για 34 από αυτά τα είδη, για να συγκρίνει τη θρεπτική τους πυκνότητα σε σχέση με τις εκπομπές αερίων που παράγονται κατά την εκτροφή ή την αλιεία/ συλλογή τους.
Ο ροζ σολομός ελεύθερης αλιείας (Oncorhynchus gorbuscha) και ο κόκκινος σολομός ή σολομός sockeye (Oncorhynchus nerka), μαζί με μικρά αφρόψαρα, επίσης ελεύθερης αλιείας, και δίθυρα εκτροφείου, ήταν οι καλύτερες επιλογές ως πηγή πρωτεϊνών με υψηλή θρεπτική αξία και χαμηλές εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου. Τα λευκά ψάρια όπως ο μπακαλιάρος (Gadus) είχαν επίσης περιορισμένο αντίκτυπο στο κλίμα, αλλά ήταν από τα λιγότερο πλούσια σε θρεπτικά συστατικά. Τα ελεύθερης συλλογής καρκινοειδή είχαν τις υψηλότερες εκπομπές, με το ανθρακικό τους αποτύπωμα να συναγωνίζεται εκείνο του βόειου κρέατος. Σημειώνεται ότι στη μελέτη δεν ελήφθησαν υπόψη οι εκπομπές «μετά την παραγωγή» (αλιεία ή συλλογή), όπως αυτές που παράγονται κατά την ψύξη ή τη μεταφορά.
Σύμφωνα με τον Ζακ Κόεν, ερευνητή στο Center for Ocean Solutions του Πανεπιστημίου Στάνφορντ στην Καλιφόρνια, η μελέτη αναδεικνύει τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα ψάρια και τα θαλασσινά στη δημιουργία εναλλακτικών, περισσότερο πράσινων και πιο θρεπτικών, διατροφικών συστημάτων. Σημείωσε, ωστόσο, ότι για να συμβεί κάτι τέτοιο θα πρέπει να καταστούν πιο διαθέσιμα, προσιτά και οικονομικά τα ψάρια και τα θαλασσινά, καθώς οι άνθρωποι που θα μπορούσαν να ωφεληθούν περισσότερο από αυτές τις πιο θρεπτικές και λιγότερο επιβαρυντικές για το περιβάλλον τροφές, ενδέχεται να μην έχουν πρόσβαση σε αυτές. «Κάθε ευκαιρία που παρουσιάζεται (και δεν πάει χαμένη) να αντικατασταθεί το βόειο κρέας με θαλασσινά, αποτελεί μια μικρή νίκη για το κλίμα. Δεν χρειάζεται να είναι κάθε γεύμα», εξήγησε ένας από τους συντάκτες της έκθεσης.