Ραφαήλ, H Σχολή των Αθηνών | Shutterstock
Θέματα

Μπίτον, Μαζάουερ για την Αρχαία και τη Νέα Ελλάδα

Με δύο βιβλία σπουδαίων ιστορικών που κυκλοφόρησαν προσφάτως στο Λονδίνο, για την αρχαία Ελλάδα, από τον Ρόντρικ Μπίτον και για την Επανάσταση του 1821 από τον Μαρκ Μαζάουερ, ασχολούνται εκτενώς οι Financial Times
Protagon Team

«Τι είναι η Ευρώπη δίχως τον Πλάτωνα;», είχε διερωτηθεί ο Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν, μετά την κατάρρευση της δικτατορίας στην Ελλάδα, επιχειρηματολογώντας υπέρ της ένταξης της χώρας στους κόλπους της ΕΟΚ. Περισσότερα από 150 χρόνια νωρίτερα, λίγους μήνες μετά το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, ο Πέρσι Σέλεϊ άρχισε να συνθέτει το «Hellas, A Lyrical Drama».

Το ποίημα που ο κορυφαίος άγγλος ρομαντικός ποιητής αφιέρωσε στον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο δεν συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων του. «Ομως ο πρόλογος του ποιήματος εμπεριέχει την πιο περιεκτική και ισχυρή περιγραφή στην αγγλική γλώσσα όσον αφορά το χρέος του δυτικού πολιτισμού προς τους αρχαίους Ελληνες», υποστηρίζει ο  Τόνι Μπάρμπερ των Financial Times, υπενθυμίζοντας πως ο Σέλεϊ έγραψε, μεταξύ, άλλων ότι «Είμαστε όλοι Ελληνες. Οι νόμοι μας, η λογοτεχνία μας, η θρησκεία μας, οι τέχνες μας έχουν τις ρίζες τους στην Ελλάδα».

Στο εκτενές κείμενό του ο βρετανός αρθρογράφος παρουσιάζει δύο ιστορικά συγγράμματα που εκδόθηκαν πρόσφατα και εστιάζονται αμφότερα στους Ελληνες και στην Ελλάδα. Το πρώτο με τον τίτλο «Οι Ελληνες – Μία Παγκόσμια Ιστορία» («Τhe Greeks- A Global History») φέρει την υπογραφή του Ρόντρικ Μπίτον, ομότιμου καθηγητή Νέας Ελληνικής και Βυζαντινής Ιστορίας, Γλώσσας και Λογοτεχνίας στο King’s College του Λονδίνου. Το δεύτερο το συνέγραψε ένας άλλος διακεκριμένος βρετανός ιστορικός και μελετητής της (σύγχρονης) ελληνικής ιστορίας, ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης Μαρκ Μαζάουερ. Πρόκειται για το «Ελληνική Επανάσταση: Το 1821 και η Δημιουργία της Σύγχρονης Ευρώπης».

Το εξώφυλλο του βιβλίου του  Ρόντρικ Μπίτον

Επιστρέφοντας στον 19ο αιώνα ο Τόνι Μπάρμπερ υπενθυμίζει πως «ο δυτικοευρωπαϊκός και ο αμερικανικός θαυμασμός» διαδραμάτισαν καίριο ρόλο στο να ευοδωθούν τα σχέδια των υποδουλωμένων Ελλήνων για ελευθερία και ανεξαρτησία.

Αντιμετώπιζαν σοβαρά προβλήματα έως την ημέρα (την 20η Οκτωβρίου του 1827) που οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής – η Βρετανία, η Γαλλία και η Ρωσία – κατέστρεψαν τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στη Ναυμαχία του Ναυαρίνου – «την τελευταία μεγάλη ναυμαχία της εποχής των ιστιοφόρων», σύμφωνα με τον Μαζάουερ. Η καθεμία από τις ξένες δυνάμεις είχε τους δικούς της λόγους για εμπλακεί στην επανάσταση «αλλά για τους απανταχού φιλέλληνες οπουδήποτε, η στήριξη των Ελλήνων ήταν στήριξη της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και του πολιτισμού», σημειώνει ο Μπάρμπερ.

Ο Μαζάουερ από την πλευρά του εξηγεί πώς η ελληνική επανάσταση, αρχικά και η ανεξαρτησία, στη συνέχεια, συνέθεσαν από κοινού ένα ιστορικό προηγούμενο που αποτέλεσε σημείο αναφοράς στην ευρωπαϊκή ιστορία επί δύο αιώνες, από τα μέσα του 19ου αιώνα έως τις ημέρες μας, στο πλαίσιο της δημιουργίας νέων εθνικών κρατών, είτε επρόκειτο για τις ενοποιήσεις της Ιταλίας και της Γερμανίας τις δεκαετίες του 1860 και του 1870 είτε για το Μαυροβούνιο και το Κόσοβο την τελευταία δεκαπενταετία.

Ωστόσο η ιστορία της Ελλάδας δεν ταυτίζεται με την ιστορία των Ελλήνων και το γεγονός αυτό αναδεικνύει με εξαιρετικό τρόπο στο δικό του βιβλίο  ο Ρόντρικ Μπίτον, προσφέροντας πληθώρα παραδειγμάτων όσον αφορά την τεράστια διασπορά και ακτίνα δράσης των Ελλήνων τα τελευταία 3.000 χρόνια.

Τα ελληνικά εμπορικά δίκτυα, για παράδειγμα, κατά τον 18ο αιώνα εκτείνονταν από τη Μασσαλία έως την Αζοφική Θάλασσα ενώ στα μέσα του 17ου αιώνα Ελληνες άνοιξαν τα πρώτα καφενεία του Λονδίνου, με την «Greek Street» στο Σόχο να μαρτυρά τη διαρκή, ανά τους αιώνες, παρουσία και συμμετοχή των Ελλήνων στη ζωή της βρετανικής πρωτεύουσας.

Το ότι η Ιστορία των Ελλήνων δεν ταυτίζεται με την Ιστορία της Ελλάδας αποδεικνύει επίσης ο βίος και η πολιτεία του Κωνσταντίνου Καβάφη που «γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου – την οποία ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος το ή γύρω στο 331 π.Χ. – και σπανίως επισκεπτόταν την Ελλάδα. Οταν τον συνάντησε ο βρετανός λογοτέχνης Εντουαρντ Μόργκαν Φόρστερ στη Αλεξάνδρεια το 1917, έγραψε πως “ήταν ένας αφοσιωμένος Ελληνας, αλλά η Ελλάδα για αυτόν δεν ήταν εδαφική… η φυλετική καθαρότητα του προκαλούσε ανία όπως και ο πολιτικός ιδεαλισμός. Και θα μπορούσε να γίνει καυστικός για τη σιωπηλή μικρή χερσόνησο πέρα από τη θάλασσα”», μας πληροφορεί ο Μπάρμπερ.

Πυρήνα του βιβλίου του Ρόντρικ Μπίτον αποτελούν οι Ελληνες και τα μεγάλα κέντρα του Ελληνισμού εκτός της ελληνικής επικράτειας, όπως η Αλεξάνδρεια, η Κωνσταντινούπολη και οι νότιες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ο ιστορικός, που κατείχε την έδρα Κοραή στο King’s College του Λονδίνου επί τρεις δεκαετίες (1988-2018) αφιερώνει το μεγαλύτερος μέρος του πολυσέλιδου συγγράμματός του στην αρχαία και στη μεσαιωνική εποχή.

Το εξώφυλλο του βιβλίου του Μαρκ Μαζάουερ.

Αντιθέτως ο Μαζάουερ επέλεξε να στρέψει την προσοχή του αποκλειστικά στην Ελληνική Επανάσταση, επιδιώκοντας, όμως, όχι τόσο να εξιστορήσει τον αγώνα των Ελλήνων για ελευθερία και ανεξαρτησία αλλά να εντάξει τα γεγονότα στο ευρύτερο πλαίσιο της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας. Ο βρετανός (και πολιτογραφημένος Ελληνας τιμητικά) ιστορικός υποστηρίζει, λόγου, χάρη πως η απελευθέρωση των Ελλήνων ανέδειξε «για πρώτη φορά στη σύγχρονη ιστορία την μεταμορφωτική παγκόσμια ισχύ της κοινής γνώμης».

Αμφότερες οι πλευρές διέπραξαν φρικαλεότητες κατά τη διάρκεια του πολέμου και ο Μαζάουερ επισημαίνει πως μερικοί Δυτικοευρωπαίοι φιλέλληνες που μετέβησαν στην Ελλάδα για να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων, συγκλονίστηκαν από συμβάντα όπως η σφαγή αμάχων μουσουλμάνων στην Ακροκόρινθο το 1822. Ωστόσο ήταν οι σφαγές των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης το 1821 και ο απαγχονισμός του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄ που συγκλόνισε την Ευρώπη.

Μπορεί ο υπερσυντηρητικός καγκελάριος της Αυστρίας Κλέμενς φον Μέτερνιχ να αδιαφορούσε για τις τύχες των Ελλήνων, αλλά «ο φιλελληνισμός και η δημόσια κατακραυγή για τις επαναλαμβανόμενες οθωμανικές θηριωδίες δημιούργησαν μία φιλελεύθερη ευρωπαϊκή συνείδηση, μια τάση για παρεμβατισμό που επανεμφανίστηκε κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφύλιου πολέμου τη δεκαετία του 1930 και των πολέμων στη Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του 1990», αναφέρει ο Τόνι Μπάρμπερ.

Σύμφωνα με τον Μαζάουερ, στο πλαίσιο της ελληνικής επανάστασης, οι Ελληνες και οι Ελληνίδες από τη Μικρά Ασία, την Πελοπόννησο και τα ευάλωτα νησιά που εγκατέλειπαν τις εστίες τους για να γλιτώσουν από τους Οθωμανούς, ακούσια «μεταμόρφωσαν και τις διεθνείς υποθέσεις, στρέφοντας την προσοχή του κόσμου σε ένα νέο θέμα, στους αμάχους που υποφέρουν».

Ωστόσο πολύ σύντομα αποδείχτηκε πως αρκούσαν ο έντονος φιλελληνισμός και η διεθνής κατακραυγή για τις σφαγές των Οθωμανών, ούτως ώστε να αρχίσει να γέρνει η πλάστιγγα προς την πλευρά των Ελλήνων. Οι εσωτερικές διχόνοιες οδήγησαν στο ξέσπασμα ενός εμφυλίου πολέμου (1823-1824) ο οποίος προεικόνισε παρόμοιες καταστάσεις που θα ταλάνιζαν τη χώρα κατά τη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και στον Εμφύλιο. «Το δημοκρατικό πνεύμα ήταν γνήσιο μεταξύ των Ελλήνων αλλά κατέστησε αδύνατη τη στρατιωτική οργάνωση και οδήγησε σε μία οξεία αίσθηση ανταγωνισμού που αποτέλεσε έναν από τους κύριους παράγοντες παράτασης του πολέμου», γράφει ο Μαζάουερ στο βιβλίο του.

Τόσο τραγική ήταν η κατάσταση μερικά χρόνια μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, που τον Φεβρουάριο του 1826 ο γάλλος στρατηγός, βετεράνος των Ναπολεόντειων Πολέμων, Σαρλ Φαμπβιέ (Κάρολος Φαβιέρος, εξελληνισμένο) που πολεμούσε με τους Ελληνες, έγραψε  πως «η Ελλάδα υπάρχει μόνον κατ’ όνομα. Καθώς ξεκινάει η νέα εκστρατευτική περίοδος δεν υπάρχουν, πλέον, προμήθειες, ούτε στρατιώτες, ούτε χρήματα».

Ομως την επόμενη χρονιά οι Βρετανοί, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι συμφώνησαν να δράσουν με στόχο να ανακηρυχθεί η ελληνική ανεξαρτησία υπό την επικυριαρχία των Οθωμανών. Οι τρεις μεγάλες δυνάμεις δεν απείλησαν ανοικτά με πόλεμο την Οθωμανική Αυτοκρατορία, αλλά κατέστησαν σαφές ότι εάν ο σουλτάνος δεν συμμορφωνόταν προς την επιθυμία τους, θα ακολουθούσε κάποιου είδους στρατιωτική παρέμβαση. «Το αποτέλεσμα ήταν η ναυμαχία του Ναυαρίνου, μία ήττα τόσο ολική για τους Οθωμανούς που κατέστησε την ελληνική ανεξαρτησία αναπόφευκτη», εξηγεί ο Μπάρμπερ.

Κατά τις συνομιλίες που διεξήχθησαν στην βρετανική πρωτεύουσα και ολοκληρώθηκαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου, την πρώτη επίσημη, διεθνή διπλωματική πράξη που αναγνώριζε την Ελλάδα ως «κυρίαρχο» και «ανεξάρτητο» κράτος, οι Ελληνες σχεδόν δεν συμμετείχαν. Ωστόσο παρά τις αντιξοότητες και τις ελάχιστες, εάν όχι ανύπαρκτες, πιθανότητες η Ελλάδα κατέστη το πρώτο νέο εθνικό κράτος που αναδύθηκε από τις πολυεθνικές αυτοκρατορίες που κυριαρχούσαν στον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης στις αρχές του 19ου αιώνα.

Ολοκληρώνοντας την βιβλιοπαρουσίασή του ο Τόνι Μπάρμπερ αναφέρεται και στη συμπλήρωση 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση, σημειώνοντας καταρχάς πως δεν εορτάστηκε δεόντως εξαιτίας της πανδημίας.  Αυτό, ωστόσο, δεν αλλάζει το γεγονός πως για τους Ελληνες η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας τους ήταν «το μεγαλύτερο από όλα τα θαύματα», γράφει, επικαλούμενος την άποψη  του Μαζάουερ.