Στις ημέρες μας, η κλίμακα στην κινηματογραφική οθόνη είναι ένα από τα πιο εύκολα πράγματα που μπορεί να επιτύχει το Χόλιγουντ. Χάρη στις καινοτομίες της τεχνολογίας των οπτικών εφέ, το κοινό παρακολουθεί τη μία επική μάχη μετά την άλλη και είναι συνηθισμένο να βλέπει δεκάδες υπερήρωες να τριγυρίζουν άσκοπα. Ο Τζέιμς Κάμερον, από την άλλη, είναι ένας σκηνοθέτης που εκμεταλλευόταν ανέκαθεν τις τελευταίες εξελίξεις στο CGI για να ξυπνήσει συγκινήσεις· ωστόσο, με το «Avatar: The Way of Water», την πρώτη του ταινία ύστερα από 13 χρόνια, αντιμετωπίζει μια αναμφισβήτητη πρόκληση.
Μπορεί ακόμα να εντυπωσιάσει το κοινό, που έχει στο μεταξύ συνηθίσει να βλέπει έναν συνεχή χείμαρρο θεαμάτων στην μεγάλη οθόνη; Και υπάρχουν, άραγε, νέες απολαύσεις στον κόσμο των εξωγήινων της Πανδώρας, τόσα χρόνια μετά το αρχικό «Avatar»;
Η απάντηση και στα δύο είναι ένα ηχηρό ναι, γράφει στο περιοδικό The Atlantic ο Ντέιβιντ Σιμς. Και δεν αποτελεί έκπληξη, λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό του Κάμερον: ο καναδός σκηνοθέτης μάς έχει συνηθίσει σε υπερπαραγωγές που αποτελούν υποδείγματα της φόρμας, ενώ ταυτόχρονα είναι θορυβώδεις και ξεχωριστές· δημιούργησε, επίσης, δύο από τα καλύτερα σίκουελ όλων των εποχών («Aliens» και «Terminator 2»).
Παρ’ όλα αυτά, ο Σιμς ομολογεί στο άρθρο του στο Atlantic ότι στην αρχή ένιωσε τρόμο: τα πρώτα 45 λεπτά του «The Way of Water» ασχολούνται με λεπτομέρειες της πλοκής, ενημερώνοντας το κοινό για την περασμένη δεκαετία και τη ζωή στην Πανδώρα. Το πρώτο «Avatar» λειτούργησε επειδή αξιοποίησε γνωστά είδη αφήγησης, θέτοντάς τα στην υπηρεσία τρισδιάστατων γραφικών που προκαλούν δέος, και βοήθησε τους θεατές να βυθιστούν σε έναν νέο κόσμο, μέσω μιας εξαιρετικά οικείας αφήγησης. Αλλά έπειτα από ένα αργό ξεκίνημα, λέει, το «The Way of Water» καταφέρνει να επαναλάβει αυτή τη φόρμουλα χωρίς να κουράζει. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Η ιστορία εξακολουθεί να επικεντρώνεται στον Τζέικ Σάλι (Σαμ Γουόρθινγκτον), έναν πεζοναύτη που διείσδυσε στον πολιτισμό των γαλάζιων ανθρωποειδών Να’βι στον πλανήτη της Πανδώρας, μπαίνοντας –στην πρώτη ταινία– στο εξωγήινο σώμα ενός Αβαταρ, το οποίο τώρα είναι το μοναδικό όχημα του πνεύματός του. Στα χρόνια που πέρασαν έχει αποκτήσει τη φήμη εξεγερμένου πολεμιστή, που πολεμάει τους ανθρώπους αποικιστές και μεγαλώνει τα παιδιά του με τη σύντροφό του Νεϊτίρι (Ζόε Σαλντάνα).
Η πρώτη πράξη του σίκουελ απλώνει τον περίπλοκο ιστό των σχέσεων γύρω από τον Τζέικ: Εχει τρία παιδιά και μια υιοθετημένη κόρη Να’βι που ονομάζεται Κίρι (Σιγκούρνεϊ Γουίβερ), η οποία έχει μια παράξενη συγγένεια με την Γκρέις Ογκιστίν (επίσης η Γουίβερ) το παλιό αφεντικό του Τζέικ· ακόμη, μεγαλώνει τον Σπάιντερ (Τζακ Τσάμπιον), ένα λευκό ορφανό παιδί ανθρώπων, με κοτσιδάκια, χωρίς πουκάμισο, του οποίου η συνολική παρουσία είναι κατά κάποιον τρόπο αμφισβητήσιμη.
Αυτά είναι αρκετά για αρχή, πριν καν εξηγήσουν ο Κάμερον και οι τέσσερις συν-σεναριογράφοι του, πώς επέστρεψε ο κακός συνταγματάρχης Κουάριτς (Στίβεν Λανγκ) της πρώτης ταινίας, τώρα πλέον σε σώμα Να’βι, για να συνεχίσει τη μοχθηρή αποικιακή αποστολή των ανθρώπων να κάνουν εξορύξεις στη γη της Πανδώρας και να κυνηγήσουν τους ιθαγενείς που ζουν εκεί. Το «The Way of Water» διευρύνει τον αναζωογονητικό σκεπτικισμό του πρώτου «Avatar» για την ανθρώπινη φυλή.
Σχεδόν κάθε χαρακτήρας της ταινίας είναι τώρα Na’vi και δεν υπάρχει ανάγκη για μια ιστορία του τύπου «Χορεύοντας με τους Λύκους», όπου ο ήρωας ερωτεύεται μια νέα κουλτούρα. Στο «The Way of Water», ο Τζέικ και η οικογένειά του εγκαταλείπουν τη ζωή τους στο δάσος της Πανδώρας για να ξεφύγουν από τον Κουάριτς και μετακομίζουν σε μια κοινότητα δίπλα στον ωκεανό, όπου μαθαίνουν να ζουν στο νερό.
Η φυλή των υδρόβιων έχει αρχηγούς δύο γαλάζιους Να’βι (Κλιφ Κέρτις και Κέιτ Γουίνσλετ), που είναι διπλωματικοί αλλά δύσπιστοι. Τα χέρια τους είναι σαν πτερύγια, κάνουν με ευκολία ελεύθερες καταδύσεις και ιππεύουν φτερωτούς ιχθυόσαυρους, οπότε ο Τζέικ και η οικογένειά του έχουν πολλούς νέους κανόνες να μάθουν, με πιο σημαντικό τη συμβιωτική σχέση της φυλής με ένα ευαίσθητο είδος τεράστιας φάλαινας, που ονομάζεται τούλκουν. Ο Κάμερον, γράφει ο Ντέιβιντ Σιμς στο Atlantic, καταφέρνει να κάνει οτιδήποτε παλιό να φαίνεται και πάλι φρέσκο, αναγκάζοντας βετεράνους όπως ο Τζέικ και η Νεϊτίρι να μάθουν νέα κόλπα, ενώ και το θαλάσσιο περιβάλλον του σίκουελ είναι εξίσου εκθαμβωτικό με τα πλωτά βουνά και τα γιγάντια δέντρα της πρώτης ταινίας.
Ο διάσημος σκηνοθέτης πετυχαίνει πραγματικά να επαναλάβει την επιτυχία του «Avatar» χωρίς να φανεί ότι επαναλαμβάνεται, πράγμα εντυπωσιακό, δεδομένου ότι το σίκουελ «The Way of Water» έχει την ίδια βασική δομή με την αρχική ταινία. Η πρώτη πράξη κάνει όλη την απαραίτητη οικοδόμηση του κόσμου, η δεύτερη επικεντρώνεται στην εκμάθηση περισσότερων στοιχείων για την κουλτούρα των Να’βι και τη συνάντηση περίεργων πλασμάτων όλων των ειδών, ενώ στο κυριολεκτικά «ηλεκτρισμένο» φινάλε, ο φυσικός κόσμος ξεσηκώνεται ενάντια στην ανθρώπινη εισβολή.
Οι περισσότεροι από τους νέους χαρακτήρες του «The Way of Water» είναι γοητευτικοί (αν και είναι δύσκολο να διακρίνεις τις διαφορές ανάμεσα στους δύο γιους του Τζέικ), αλλά όπως και με το πρώτο «Avatar», τα πραγματικά ενδιαφέροντα εδώ είναι τα πλάσματα και τα περιβάλλοντα, όλα γεμάτα φαντασία. (Δείτε το trailer του πρώτου «Avatar»)
Ωστόσο, το «The Way of Water» δεν θα λειτουργούσε χωρίς το καθηλωτικό τέλος του. Οπτικά, ο Κάμερον είναι όσο ακριβής χρειάζεται να είναι ο αφηγητής μιας ταινίας δράσης μεγάλης κλίμακας. Και ναι, οι ταινίες του απαιτούν χρόνια για να γίνουν, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή ο σπουδαίος σκηνοθέτης δεν ακολουθεί καμία από τις συντομεύσεις που χρησιμοποιούν πολλές σύγχρονες υπερπαραγωγές. Οι τελικές μάχες στο «The Way of Water» σε ξεσηκώνουν, αλλά αποτελούν επίσης εκπληκτικά γεωγραφικά κατορθώματα, με τον τρόπο που καταφέρνουν να κρατούν το κοινό συγκεντρωμένο σε ένα τεράστιο σύνολο χαρακτήρων, οι οποίοι πηδούν ανάμεσα σε διάφορες τοποθεσίες.
Ο θεατής, ωστόσο, χρειάζεται υπομονή, καθώς το «The Way of Water» διαρκεί τρεις ώρες. Οσοι δεν θυμούνται με αγάπη την αρχική ταινία, δεν είναι σίγουρο ότι θα αλλάξουν γνώμη με την οδυνηρά ειλικρινή προσέγγιση του Κάμερον. Αλλά αν σκεφτούμε ότι οι λάτρεις του σινεμά έχουν στερηθεί –εξαιτίας των περιορισμών της πανδημίας– το αυθεντικό θέαμα, το σίκουελ του Κάμερον προσφέρει, επιτέλους, «ένα υπέροχο γεύμα τριών πιάτων», γράφει παραστατικά στο Atlantic o Ντέιβιντ Σιμς…