Το καλοκαίρι του 1972, μια μέρα μετά τον Δεκαπενταύγουστο, ο Στεφάνο Μαριοτίνι, ένας φαρμακοποιός από τη Ρώμη, που έκανε διακοπές στη Καλαβρία, βούτηξε με το ψαροντούφεκό του 300 μέτρα μακριά από την ακτή του Ριάτσε. Καί τότε, σε βάθος οκτώ μέτρων ανακάλυψε κάτι που έμοιαζε πάρα πολύ με ανθρώπινο χέρι. Κάποιος δολοφονημένος, άραγε, από τη Μαφία; Οχι. Με τη βοήθεια φίλων του, ο Μαριοτίνι εντόπισε στον πυθμένα της θάλασσας δύο μπρούντζινα αγάλματα. Ειδοποίησε τις αρχές, ήρθαν οι καραμπινιέροι και μια εβδομάδα αργότερα τα αρχαιολογικά ευρήματα ανελκύστηκαν. Την επόμενη χρονιά μια ομάδα ερευνητών έψαξε το μέρος αναζητώντας κάποιο ναυάγιο, αλλά το μόνο που βρήκαν ήταν μερικοί μολύβδινοι κρίκοι και η μπρούτζινη λαβή μιας ασπίδας.
Τα δύο αγάλματα δεν είχαν διαβρωθεί· ήταν σε άριστη κατάσταση, απλά είχαν καλυφθεί με φύκια και μαλάκια. Αρχικά μεταφέρθηκαν στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας, όπου και εκτέθηκαν για πρώτη φορά το 1981 (ήταν το πολιτιστικό γεγονός της χρονιάς), αφού τα επιμελήθηκαν φημισμένοι αρχαιολόγοι· κατόπιν παρουσιάστηκαν στο Ανάκτορο του Κυρηνάλιου, την επίσημη κατοικία του Προέδρου της Ιταλικής Δημοκρατίας στη Ρώμη, και στη συνέχεια τοποθετήθηκαν μόνιμα στο Εθνικό Μουσείο της Μεγάλης Ελλάδας στο Ρέτζιο Ντι Καλάμπρια.
Οι πολεμιστές του Ριάτσε, όπως λέγονται, θεωρούνται, πλέον, σύμβολα της Καλαβρίας. Είναι δύο μοναδικά έργα αρχαίας ελληνικής τέχνης πρώιμου κλασικού ρυθμού (από τα ελάχιστα που έχουν απομείνει), τα οποία χρονολογούνται στα μέσα του 5ου αιώνα π.Χ.. Μετά τον καθαρισμό τους, αποκαλύφθηκαν, μάλιστα, εξαιρετικές λεπτομέρειες, όπως ασημένιες βλεφαρίδες, χείλη και θηλές στήθους από κόκκινο χαλκό, ασημένια δόντια και ένθετα μάτια από ελεφαντόδοντο και γυαλί. Η ιστορία της ανακάλυψής τους παρουσιάστηκε δε στο πρώτο επεισόδιο της σειράς ντοκιμαντέρ του BBC«How Art Made the World» (2005), μαζί με συνέντευξη του Μαριοτίνι.
Ωστόσο από την ανακάλυψή τους και επί 50 χρόνια ένα μυστήριο κάλυπτε τα αγάλματα. Πώς βρέθηκαν στη θάλασσα του Ριάτσε; Ποιους αρχαίους ήρωες απεικονίζουν οι δύο πολεμιστές και ποιοι καλλιτέχνες τους είχαν δημιουργήσει; Τα δύο αγάλματα -ένας ηλικιωμένος και ένας νεότερος πολεμιστής- που ονομάζονται «Ριάτσε Α» και «Ριάτσε Β», έχουν ύψος 2,05 και 1,98 μέτρα αντίστοιχα (πολύ υψηλά για την εποχή τους) και ζυγίζουν 400 κιλά το καθένα. Η στάση του σώματός τους δείχνει ότι κρατούσαν ασπίδα στο αριστερό και σπαθί, δόρυ ή σφενδόνα στο δεξί. Ο ηλικιωμένος πολεμιστής Α φοράει ταινία στα μαλλιά, ενώ ο Β φέρει κράνος. Αν και πιστεύεται ότι προέρχονται από ναυάγιο, δεν βρέθηκαν ίχνη ναυαγίου στην περιοχή, με αποτέλεσμα να διατυπωθεί η θεωρία πως το πλοίο που μετέφερε τα αγάλματα από την Ελλάδα στην Ιταλία έπεσε σε θαλασσοταραχή και το πλήρωμα τα πέταξε στη θάλασσα για να απαλλαγεί από το βάρος τους.
Αποδίδονται σε διαφορετικούς καλλιτέχνες, με πιο δημοφιλείς τις θεωρίες που υποστηρίζουν ότι είναι έργα της σχολής του Πολύκλειτου, του Φειδία ή του εργαστηρίου του. Δημιουργήθηκαν με διαφορά 20-30 χρόνων μεταξύ τους, ο νεότερος (αυστηρού ρυθμού) πολεμιστής χρονολογείται στο 460 π.Χ. ενώ ο ηλικιωμένος (κλασικού ρυθμού) στο 430 π.Χ. Η ταυτότητά τους, δε, αποδόθηκε κατά καιρούς σε διαφορετικούς ήρωες της μυθολογίας: κάποιοι αρχαιολόγοι έχουν αναγνωρίσει στα πρόσωπά τους τους Τυραννοκτόνους Αρμόδιο και Αριστογείτονα, άλλοι τους Τυδέα και Αμφιαράο ή τους Ετεοκλή και Πολυδεύκη.
Τελικά, το μυστήριο της ταυτότητας των δύο διάσημων αρχαίων ελληνικών αγαλμάτων φαίνεται ότι λύθηκε οριστικά, χάρη στις πρόσφατες έρευνες, μετρήσεις και την πειραματική ανακατασκευή μέσω του ερευνητικού προγράμματος Liebieghaus των γερμανών αρχαιολόγων Βίντσεντζ Μπρίνκμαν και Ουλρίκε Κοχ-Μπρίνκμαν, με τη βοήθεια του ιταλού αρχαιολόγου Σαλβατόρε Σέτις και την υποστήριξη του ιταλικού υπουργείου Πολιτισμού.
Οπως αναφέρει ο ανταποκριτής των λονδρέζικων Times στη Ρώμη, Τομ Κρίγκτον, ο γερμανός καθηγητής Αρχαιολογίας έκανε σαρώσεις λέιζερ στα δύο αγάλματα και τα ξαναδημιούργησε σε μπρούτζο, στη Γερμανία, θέλοντας να τα μελετήσει σε βάθος. Και τότε ανακάλυψε ότι ο δείκτης στο αριστερό χέρι του πολεμιστή B ήταν παράξενα λυγισμένος: «Ο λόγος πρέπει να είναι ότι κάποτε κρατούσε ένα τόξο με αυτό το χέρι και με τον δείκτη του έπιανε ένα εφεδρικό βέλος, μια τεχνική που μπορεί να δει κανείς στην αρχαία τέχνη», παρατηρεί ο δρ Μπρίνκμαν, ο οποίος διδάσκει στο πανεπιστήμιο Γκαίτε της Φρανκφούρτης. Και εξηγεί στην βρετανική εφημερίδα ότι «συνήθως οι έλληνες ήρωες δεν χρησιμοποιούσαν τόξα στη μάχη, και αυτή ήταν η οριστική απόδειξη ότι ο Ριάτσε Β είναι Θρακιώτης, και όχι Ελληνας όπως υπέθεταν πολλοί».
Ο Μπρίνκμαν είχε ήδη συγκεντρώσει και άλλα στοιχεία, που αποδεικνύουν την καταγωγή του πολεμιστή B από την αρχαία Θράκη: υπάρχουν ίχνη που θα μπορούσαν να δείχνουν ότι στο κεφάλι του φορούσε κάποτε ένα θρακικό καπέλο από γούνα αλεπούς και ότι στο δεξί του χέρι κρατούσε τσεκούρι, χαρακτηριστικό των Θρακών πολεμιστών: «Η στάση του χεριού του υποδηλώνει ότι κουβαλούσε μια ελαφριά θρακιώτικη ασπίδα και οι πέτρες που χρησιμοποιήθηκαν στα μάτια του είναι γαλαζοπράσινες, χαρακτηριστικό χρώμα για έναν Θρακιώτη», λέει.
Μελετώντας την ελληνική μυθολογία με γερμανούς συναδέλφους του και τον ιταλό αρχαιολόγο Σαλβατόρε Σέτις, ο Βίντσεντζ Μπρίνκμαν κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο μόνος Θρακιώτης ήρωας της ελληνικής μυθολογίας που ξεχωρίζει για τις πολεμικές του ικανότητες είναι ο Εύμολπος, γιος του Ποσειδώνα και βασιλιάς της Θράκης, τον οποίο σκότωσε ο βασιλιάς της Αθήνας Ερεχθέας. Ο Ερεχθέας -κατά τον Ομηρο γιος του Ηφαίστου και της Γαίας, που τον μεγάλωσε η Αθηνά- βρέθηκε κάποτε σε πόλεμο με τους Ελευσίνιους και ο σύμμαχός τους Εύμολπος έσπευσε με πολυάριθμο στρατό να τους βοηθήσει απειλώντας την Αθήνα.
«Εσοχές στο κεφάλι του άλλου πολεμιστή υποδηλώνουν ότι φορούσε κορινθιακό κράνος, πράγμα που δείχνει ότι ήταν Ελληνας και πιθανότατα ο Ερεχθέας», παρατηρεί ο Μπρίνκμαν, επισημαίνοντας την χαμένη τραγωδία του Ευριπίδη «Ερεχθεύς». Από τα ελάχιστα αποσπάσματα, που έχουν σωθεί, μαθαίνουμε ότι όταν ο Εύμολπος εκστρατεύει με τους Θράκες εναντίον των Αθηνών, ο Ερεχθέας ζητάει χρησμό από το μαντείο των Δελφών για να μάθει πώς μπορεί να σώσει τη χώρα του. Ο Απόλλωνας του ζητάει να θυσιάσει μια από τις κόρες του, και ο Ερεχθέας, όπως και η σύζυγός του Πραξιθέα, συμφωνούν με τη θυσία, προκειμένου να σωθεί η Αθήνα.
Ο Παυσανίας, εξάλλου, στα «Αττικά» ((1.27.4), το πρώτο βιβλίο του έργου του «Ελλάδος περιήγησις», αναφέρει ότι στον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη υπήρχαν δύο μεγάλα χάλκινα αγάλματα, του Εύμολπου και του Ερεχθέα λίγο πριν από τη μονομαχία τους: «Πιστεύω ότι αυτά είναι τα μπρούντζινα αγάλματα του Ριάτσε, πιθανώς αγορασμένα από ρωμαίο αυτοκράτορα», υποστηρίζει ο γερμανός αρχαιολόγος.
Τα πειραματικά αντίγραφα τα οποία κατασκεύασε ο Βίντσεντζ Μπρίνκμαν, με πρωτότυπα χρώματα, κράνη, ασπίδες και τα όπλα, που πιστεύει ότι έφεραν τότε οι πολεμιστές, εκτίθενται προς το παρόν στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης. Και θυμίζουν πολύ «ταινία του Χόλιγουντ»…