Πριν από ακριβώς εκατό χρόνια στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν, που τότε ακόμη ήταν μέρος της ΕΣΣΔ, ένας ρώσος συνθέτης σκαρφάλωσε σε έναν ειδικά κατασκευασμένο πύργο. Παρακολουθώντας το αστικό τοπίο μπροστά του, ο 36χρονος Αρσένι Αβράμοφ σήκωσε δύο κόκκινες σημαίες και άρχισε να τις κυματίζει από τη μια άκρη στην άλλη. Αυτό που συνέβη στη συνέχεια ήταν ένα από τα πιο εκπληκτικά μουσικά γεγονότα του 20ού αιώνα. Κάτι που μέχρι πρόσφατα σχεδόν έμεινε στην αφάνεια, γράφει ο Αλεξ Σακαλής στο BBC Culture.
Επρόκειτο για την πρώτη εκτέλεση της «Συμφωνίας των Σειρήνων», που παρουσιάστηκε στις 7 Νοεμβρίου 1922, στον εορτασμό της πέμπτης επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ηταν ένα avant garde μουσικό έργο με ολόκληρη την πόλη του Μπακού να συμμετέχει στην ορχήστρα: ήταν εκεί ολόκληρος ο στολίσκος της Κασπίας, κανόνια, ατμομηχανές, συντάγματα πυροβολικού, υδροπλάνα, σειρήνες εργοστασίων, καμπάνες, σήματα ομίχλης, μπάντες πνευστών και μια τεράστια χορωδία. Ο Αβράμοφ δεν διηύθυνε απλώς μια ορχήστρα, διηύθυνε μια ολόκληρη πόλη, γράφει ο Αλεξ Σακαλής.
Ο κυματισμός της σημαίας σήμανε τον πρώτο κανονιοβολισμό, ο οποίος έδωσε το σύνθημα στις σειρήνες των βιομηχανικών εγκαταστάσεων· ο πέμπτος κανονιοβολισμός ήταν για τις σειρήνες στις αποβάθρες· ο 15ος απευθυνόταν στις σειρήνες του στολίσκου, ενώ μια στρατιωτική μπάντα πνευστών άρχισε να παίζει παρελαύνοντας προς το λιμάνι. Σύντομα προστέθηκαν κόρνες ατμομηχανής, μαζί με πυρά πολυβόλων και ακολούθησαν μελωδίες του μαγιστράλ, ενός οργάνου, το οποίο εφευρέθηκε από τον οραματιστή σοβιετικό συνθέτη ειδικά για αυτή την παράσταση, με 50 σφυρίχτρες ατμού προσαρτημένες σε σωλήνες, που μπορούσαν να λειτουργήσουν ανεξάρτητα, όπως τα πλήκτρα του πιάνου.
Ο Αβράμοφ κυμάτισε πάλι τη σημαία του. Αυτό ήταν το σύνθημα για να απογειωθούν τα υδροπλάνα καθώς μια χορωδία χιλιάδων ατόμων φώναζε «Ζήτω!». Ενας άλλος κανονιοβολισμός προκάλεσε σιωπή, εκτός από τις υποβλητικές μελωδίες του μαγιστράλ. Ξαφνικά άρχισε μόλις να ακούγεται το τραγούδι μιας χορωδίας. Προστέθηκαν κι άλλες φωνές και ο ύμνος της Διεθνούς αντηχούσε, πλέον, ξεκάθαρα. Καθώς η χορωδία μεγάλωνε, άρχισαν και πάλι να ηχούν οι σειρήνες και τα υδροπλάνα να κάνουν βόλτες πάνω από το λιμάνι. Το συγκρότημα χάλκινων πνευστών επέστρεψε, παίζοντας αυτή τη φορά μια άλλη γνώριμη μελωδία, τη Μασσαλιώτιδα.
Κανόνια εκτόξευαν τα πυρά τους στη θάλασσα και τα πολυβόλα στράφηκαν στον ουρανό. Σιωπηλές μέχρι τότε, οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν καθώς ο θόρυβος έφτανε στο αποκορύφωμά του. Επειτα σιωπή, για να ακολουθήσουν περισσότερες εκτελέσεις της Διεθνούς, και κατόπιν να επιστρέψουν οι σειρήνες, το μαγιστράλ, η μπάντα των πνευστών και η χορωδία για μια τελευταία εκστατική συγχορδία, που κατέκλυσε την πόλη.
Οπως γράφει στο BBC Culture ο Αλεξ Σακαλής, ήταν -από πολλές απόψεις- το αποκορύφωμα της εξαιρετικής καριέρας του Αβράμοφ. Οραματιστής, που προσπάθησε να συνθέσει την πολιτική και τη μουσική σε τέτοιο βαθμό που να μην ξεχωρίζει η μία από την άλλη, ο Αρσένι Αβράμοφ ήταν εφευρέτης, μοντερνιστής, φουτουριστής, επαναστάτης, συνθέτης και εκκεντρικός. Ελαμψε έντονα, αλλά τελικά θάφτηκε από το ίδιο πολιτικό σύστημα που τον γαλούχησε. Μετά τον θάνατό του το 1944, έπεσε στην αφάνεια, παρόλα αυτά οι καινοτομίες του προεικόνιζαν μερικές από τις πιο σημαντικές μουσικές τάσεις του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα.
Πολύ πριν ο Πιέρ Σεφέρ ηχογραφήσει τις ατμομηχανές στον σταθμό Μπατινιόλ, πολύ πριν ο Τζον Κέιτζ επαναπροσδιορίσει τις παραμέτρους της μουσικής, πολύ πριν ο ο Κάρλχαϊντς Στόκχαουζεν συνθέσει το κουαρτέτο εγχόρδων σε ελικόπτερα, υπήρξε ο Αβράμοφ και η πρωτοποριακή Συμφωνία του, «Симфония Гудков».
Ο Αρσένι Αβράμοφ γεννήθηκε το 1884 στο Νόβοσερκασκ της Ρωσίας, και από νωρίς η ζωή του σημαδεύτηκε από τη μουσική σύνθεση και τις συλλήψεις εξαιτίας της κομμουνιστικής του δράσης. Τα δύο του ενδιαφέροντα συγχωνεύτηκαν κάπως μετά τη Ρωσική Επανάσταση, όταν διορίστηκε υπουργός Πολιτισμού στην Λαϊκή Επιτροπεία Παιδείας. Ενα από τα πρώτα πράγματα που έκανε ήταν να ρωτήσει τον Βλαντιμίρ Λένιν αν μπορούσε να κάψει όλα τα πιάνα της χώρας, θεωρώντας τα σύμβολα της παλιάς πολιτικής και μουσικής τάξης. Η απάντηση του Λένιν δεν έχει καταγραφεί, ωστόσο τα πιάνα δεν εξαφανίστηκαν στη Σοβιετική Ενωση οπότε προφανώς η πρότασή του Αβράμοφ δεν έγινε δεκτή.
Ο Αβράμοφ αφιέρωσε μεγάλο μέρος του χρόνου του στην ανάπτυξη της δικής του μικροτονικής θεωρίας, πιστεύοντας ότι θα απελευθέρωνε τους ανθρώπους από τα δεσμά της δυτικής μουσικής παράδοσης η οποία βασίζεται στους 12 τόνους (ημιτόνια), της οκτάβας. Αργότερα αναδείχθηκε, μάλιστα, σε έναν από τους πρωτοπόρους της επεξεργασίας ήχου. Αφού εργάστηκε στο soundtrack για την πρώτη βωβή σοβιετική ταινία –το ντοκιμαντέρ του Αμπραμ Ρουμ «Plan velikikh rabot» («Σχέδιο Μεγάλων Εργων», 1930)– άρχισε να πειραματίζεται με τη δημιουργία ήχων μέσω του σχεδίου, με τον μουσικολόγο Αντρέι Σμιρνόφ να τον πιστώνει ως εφευρέτη του γραφικού ήχου. Ολα αυτά καθιστούν τον Αβράμοφ έναν από τους πρωτοπόρους του ευρύτερου είδους, που σήμερα ονομάζουμε ηλεκτρονική μουσική.
Ωστόσο, το πιο επαναστατικό έργο του ήταν η «Συμφωνία των Σειρήνων». Σύμφωνα με τη θεωρία του, ο νέος κόσμος απαιτούσε μια νέα μουσική, όχι μόνο νέα τονικά συστήματα και όργανα, αλλά μια εντελώς νέα αντίληψη της μουσικής, για το τι ήταν, για ποιον ήταν, πού εκτελέστηκε, πώς βιώθηκε.
Μεταμορφωτική εμπειρία
«Μετά τη Ρωσική Επανάσταση υπήρχε η ιδέα ότι έπρεπε να κάνουμε κάτι στον δρόμο, ότι έπρεπε να δραπετεύσουμε από την βαρετή αστική αίθουσα συναυλιών και να κάνουμε μουσική για τους ανθρώπους που εργάζονται στα εργοστάσια. Μουσική όχι για τους πλούσιους αλλά για όλους», λέει στο BBC Culture ο βραβευμένος συνθέτης και μουσικολόγος Σεργκέι Κισμάτοφ.
Στόχος του Αβράμοφ, λοιπόν, ήταν να δημιουργήσει ένα μουσικό έργο για το προλεταριάτο, χρησιμοποιώντας τους ήχους των μηχανών και των εργοστασίων, που ήταν πλέον υπό τον έλεγχο των εργατών. Αντί για θεατές, επιδίωξε την ενεργό συμμετοχή όλων στην παράσταση, προσφέροντας μια μεταμορφωτική εμπειρία, που συμβόλιζε την ενότητα, την ενέργεια και την επαναστατική δύναμη να αποφασίζει κανείς για την ιστορία του. Στο όραμά του, οι σειρήνες του εργοστασίου, που ρύθμιζαν την έναρξη και το τέλος της εργάσιμης ημέρας, μετατράπηκαν από σύμβολα καταπίεσης σε ήχους χειραφέτησης. Η «Συμφωνία των Σειρήνων» ήταν, από πολλές απόψεις, ο ήχος της γέννησης ενός νέου κόσμου.
Ο Αβράμοφ υποστήριξε ότι η δυτική μουσική – η θεωρία, η σύνθεση και η ερμηνεία της συνολικά– ενίσχυε την πολιτιστική ηγεμονία της άρχουσας τάξης και απομάκρυνε τους εργάτες από το να συνειδητοποιήσουν τις δυνατότητες της μουσικής ως τέχνης οργάνωσης και χειραφέτησης. Για τους σκοπούς της άρχουσας τάξης, υποστήριξε, ήταν σημαντική η απομάκρυνση των εργαζομένων από τα μέσα δημιουργίας και εμπειρίας της μουσικής.
«Η μουσική έχει, μεταξύ όλων των τεχνών, την υψηλότερη δύναμη κοινωνικής οργάνωσης», έγραψε, «Επρεπε να φτάσουμε στην Οκτωβριανή Επανάσταση για να πετύχουμε το concept της “Συμφωνίας των Σειρήνων”. Το καπιταλιστικό σύστημα γεννά αναρχικές τάσεις. Ο φόβος του να δει εργάτες να βαδίζουν ενωμένοι εμποδίζει τη μουσική του να αναπτύσσεται ελεύθερα».
Πέρα από το καθαρό θέαμα –κανείς δεν είχε προσπαθήσει μέχρι τότε να ενσωματώσει ολόκληρο το αστικό τοπίο σε μια μουσική παράσταση, πόσο μάλλον υδροπλάνα και θωρηκτά– ο Αβράμοφ έσπασε αρκετά μουσικά όρια προμηνύοντας την κατεύθυνση που θα έπαιρνε η μουσική στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Αντί για την παραδοσιακή παρτιτούρα, χρησιμοποίησε γραπτές οδηγίες και μουσική σημειογραφία τόσο απλοποιημένη, που μπορούσε να την καταλάβει ο καθένας.
Η επαναστατική Συμφωνία του ξαναπαρουσιάστηκε μόνο μια φορά, τον επόμενο χρόνο στη Μόσχα, αν και σε πολύ μικρότερη κλίμακα. Απτόητος, ωστόσο, ο Αβράμοφ άρχισε να σχεδιάζει το επόμενο έργο του: Δεν αρκείται πλέον στη συμμετοχή μιας πόλης, βάζει στο στόχαστρό του τους ουρανούς και θέλει να εγκαταστήσει ισχυρές ηλεκτροακουστικές συσκευές στα Ζέπελιν και να τα πετάξει πάνω από τη Μόσχα.
Υπήρχαν όμως δύο προβλήματα: πρώτον, ήταν άφραγκος και δεύτερον, η επαναστατική ατμόσφαιρα, που είχε καλλιεργήσει μια ριζοσπαστική, καλλιτεχνική πρωτοπορία, πλησίαζε στο τέλος της. Η «Συμφωνία των Σειρήνων» αντιπροσώπευε μια ουτοπία. Και παραγγέλθηκε σε μια εποχή που εξακολουθούσε να υποστηρίζει με αισιοδοξία ότι η μεγάλη, επαναστατική προοπτική της ισότητας της Σοβιετικής Ενωσης μπορούσε να λειτουργήσει χέρι-χέρι με την καλλιτεχνική πρωτοπορία, πράγμα που «δυστυχώς, καταργήθηκε την εποχή του Σταλινισμού» λέει στο BBC Culture ο Ντέιβιντ Σταμπς, συγγραφέας του «Mars by 1980: The Story of Electronic Music».
Το project «Zeppelin» δεν έφυγε ποτέ από το μυαλό του Αβράμοφ, που πέθανε τελικά στη φτώχεια και την αφάνεια. Το ενδιαφέρον για το έργο του επανεμφανίστηκε μόλις τη δεκαετία του 1990 και η πρώτη επανεκτέλεση της «Συμφωνίας των Σειρήνων» έλαβε χώρα το 2008. Την επόμενη χρονιά, ο Σεργκέι Χισμάτοφ παρουσίασε τη δική του εκδοχή (με τίτλο «Συμφωνία με βιομηχανικές κόρνες») σε ένα φρούριο στην Αγία Πετρούπολη.
Το καλοκαίρι του 2017, η «Συμφωνία των Σειρήνων» παρουσιάστηκε στην Documenta 14 ( ταυτόχρονα στο Κάσελ της Γερμανίας και στην Αθήνα) και συνέχισε να επηρεάζει μια νέα γενιά συνθετών ηλεκτρονικής, avant-garde και πολιτικής μουσικής. Ακόμη, το 2017, το BBC παρουσίασε το «Tunes for Tyrants», ένα ντοκιμαντέρ αφιερωμένο στον Αρσένι Αβράμοφ, με την παρουσιάστρια Σούζι Κλάιν να αναγγέλλει τον Ρώσο, σαν μια από τις ξεχασμένες ιδιοφυΐες της μουσικής.
Πολύ μετά τον θάνατό του, η αξία του Αβράμοφ αναγνωρίζεται επιτέλους: «Γνωρίζουμε τώρα ότι ήταν μια ιδιοφυΐα, αλλά εκείνη την εποχή οι άνθρωποι νόμιζαν ότι ήταν τρελός. Δεν μπορούσαν να δουν αυτό που έβλεπε εκείνος», λέει ο Χισμάτοφ.
Η τραγωδία του πρωτοπόρου ρώσου συνθέτη ήταν απλά ότι παραήταν μπροστά από την εποχή του, και το μουσικό οικοσύστημα, που δημιούργησε, δεν μπορούσε να επιβιώσει έξω από το πλαίσιο, στο οποίο εκκολάφθηκε. Λέγεται ότι οι 30.000 άνθρωποι, που αγόρασαν το πρώτο άλμπουμ των The Velvet Underground δημιούργησαν όλοι από ένα συγκρότημα. Οι 30.000 άνθρωποι, που βίωσαν την εμπειρία της πρώτης εκτέλεσης της «Συμφωνίας των Σειρήνων», γράφει ο ο Αλεξ Σακαλής στο BBC Culture, ήταν απλά πολύ σοκαρισμένοι για να ξέρουν τι να το κάνουν…