Τελικά κέρδισε ο καπιταλισμός, καθώς η Τρίτη Βιομηχανική Επανάσταση, καθοδηγούμενη από την τεχνολογία, κατέστησε παρωχημένο τον κόσμο που παρήχθη από τη Δεύτερη Βιομηχανική Επανάσταση – των μεγάλων εργοστασίων, του χάλυβα, του ηλεκτρισμού και των σιδηροδρόμων. Ωστόσο, η Αριστερά εξακολουθεί να αρνείται αυτή την αλήθεια. Τουλάχιστον αυτό υποστηρίζει ο Αλντο Σκιαβόνε, ένας από τους πιο πολυμεταφρασμένους ιστορικούς της Ιταλίας, καθηγητής Ρωμαϊκού Δικαίου σε διάφορα πανεπιστήμια και ιδρυτής του Ιταλικού Ινστιτούτου Ανθρωπιστικών Σπουδών.
Στο νέο του βιβλίο, «Sinistra! Un Mainifesto» («Αριστερά! Ενα Μανιφέστο»), γράφει πως η τεχνολογία έφερε το κεφάλαιο σε θέση «να μη χρειάζεται πια, όπως πριν, μεγάλες ποσότητες χειρωνακτικής εργασίας για να στηρίξει την οικονομία της αγοράς και, επομένως, για να αποκομίζει κέρδη. Με άλλα λόγια, εξαφάνισε την εργατική τάξη». Κατά συνέπεια, η εποχή της εργασίας έχει παρέλθει.
Φυσικά, ο Σκιαβόνε δεν αναφέρεται στο τέλος της εργασίας ως ανθρώπινη δραστηριότητα, αλλά στο τέλος ενός συγκεκριμένου τρόπου εργασίας, «ενός ιστορικού τρόπου εργασίας, που αποτέλεσε βασικό συστατικό της νεωτερικότητας και του τρόπου σκέψης της, και που είχε καταλήξει να περιλαμβάνει στην αντανάκλασή του ακόμη και εκείνους που δεν εργάζονταν με αυτόν».
«Το τέλος της εργασίας ως ενωτικής αξίας επέφερε, κατά συνέπεια, και το τέλος του σοσιαλισμού, ο οποίος ήταν το εργαλείο και ο στόχος της πάλης των τάξεων» συνοψίζει ο Αντόνιο Πολίτο, αρθρογράφος της Corriere della Sera, γράφοντας για το βιβλίο του Σκιαβόνε.
Ο ιταλός ιστορικός και νομικός (ο οποίος κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του διετέλεσε και διευθυντής του μαρξιστικού Ινστιτούτου Γκράμσι στη Ρώμη) υποστηρίζει πως η Αριστερά δεν αποδέχτηκε ποτέ αυτή τη μεγάλη αλλαγή, που προκλήθηκε από δύο γεγονότα που άλλαξαν την Ιστορία: την επανάσταση της τεχνολογίας και το τέλος του κομμουνισμού – «το οποίο οι εναπομείναντες εργάτες της Ιταλίας το αντιλήφθηκαν, αντιθέτως, πολύ καλά, αν αληθεύει ότι στις τελευταίες εκλογές ψήφισαν στην πλειονότητά τους τα Αδέλφια της Ιταλίας» συμπληρώνει ο Πολίτο.
Η Αριστερά επέλεξε να αρνηθεί την πραγματικότητα επειδή φοβόταν ότι θα καθίστατο άχρηστη. Κατέφυγε, λοιπόν, σε «μια σειρά από μικρά τεχνάσματα, αβάσιμες διαβεβαιώσεις, αρνήσεις και παραποιήσεις –σε καθετί–, ούτως ώστε να παραμείνει ζωντανή. Η πάλη των τάξεων δεν είχε τελειώσει (άρχισε να λέγεται). Χρειαζόταν μόνο να αλλάξει η τάξη στην οποία θα στηριζόταν: δεν θα ήταν πλέον οι εργάτες, αλλά οι περιθωριοποιημένοι, οι άνεργοι, οι εκμεταλλευόμενοι των νέων θέσεων ανειδίκευτης ή χαμηλής εξειδίκευσης εργασίας, οι μετανάστες τελευταίας γενιάς» γράφει ο Αλντο Σκιαβόνε στο βιβλίο του.
Ομως, η Αριστερά δεν κατάφερε να αντιληφθεί εγκαίρως πως οι εν λόγω άνθρωποι, «λόγω της αστάθειας των υλικών τους συνθηκών, αποτελούσαν κάθε άλλο παρά μια τάξη». Ούτε ότι ήταν απαραίτητο «η τάξη να αντικατασταθεί από το φύλο, όπως υποστήριζε μερίδα φεμινιστικών κινημάτων, ή τα κοινωνικά δικαιώματα του παρελθόντος από τα λεγόμενα δικαιώματα ελευθερίας, ή, γενικά οι εργάτες από τους “φτωχούς”, και ούτω καθεξής».
Αντιθέτως, η Αριστερά το μοναδικό που επιδίωξε ήταν να αποκρύψει την «έλλειψη ιδεών» και να δικαιολογήσει μια πολιτική τακτική, εστιασμένη αποκλειστικά στη διακυβέρνηση και τη διαχείριση της εξουσίας. Αλλά η Αριστερά δεν μπορεί να συνεχίσει να υπάρχει δίχως νέες ιδέες, υπογραμμίζει ο Σκιαβόνε. Γιατί, ενώ η Δεξιά βρίσκει στην παράδοση και κατ’ επέκταση στο παρελθόν τις όποιες αξίες της, η Αριστερά είτε συμμετέχει στην όποια αλλαγή είτε δεν υπάρχει. Αλλά από αυτή την άποψη, σύμφωνα με τον ιταλό ιστορικό, μπορεί ακόμα να ελπίζει, καθώς η Αριστερά δεν πρέπει να είναι συνώνυμο του σοσιαλισμού.
«Η θεμελιώδης ιδέα της Αριστεράς, που περικλείει όλη την πορεία της και εκφράζει μια αρχή που ενυπάρχει στην ψυχή της Δύσης από την Αρχαία Ελλάδα, είναι η χειραφέτηση του ανθρώπου, του κάθε πράγματος που είναι ανθρώπινο, όχι ο σοσιαλισμός, που υπήρξε μόνον ένα μέσο για την επίτευξη αυτού του στόχου, αλλά όχι ο σκοπός» γράφει ο Σκιαβόνε. Ο οποίος θεωρεί πως σήμερα αυτός ο στόχος έχει καταστεί, παραδόξως, περισσότερο ρεαλιστικός από κάθε άλλη φορά, χάρη στα νέα εργαλεία που προσφέρει στην ανθρωπότητα η τεχνολογία.
Οπότε, πλέον, όχι μόνο είναι δυνατό, αλλά επείγει, μάλιστα, «να αποσπαστεί οριστικά η ιδέα της Αριστεράς από την ιδέα του σοσιαλισμού, με την οποία είχε ταυτιστεί λίγο πολύ κάθε προοδευτική πολιτική από τη γένεσή της». Οσον αφορά το πώς μπορεί να συμβεί αυτό ο Αλντο Σκιαβόνε θεωρεί ιδιαίτερα σημαντικό, καταρχάς το να μη συγχέεται «το τέλος του ταξικού αγώνα με το τέλος της κριτικής στάσης απέναντι στη σύγχρονη πραγματικότητα».
Συγχρόνως δεν πρέπει να θεωρείται αναπόφευκτη η «τεχνοκαπιταλιστική πειθαρχία» στην οποία εμπίπτει ο κόσμος σήμερα. Προς το παρόν, υποστηρίζει ο ιταλός διανοούμενος, άλλη επιλογή πέρα από τον καπιταλισμό δεν υπάρχει. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η Αριστερά πρέπει να υιοθετήσει «μια απολογητική ή υποδεέστερη στάση».
Ενυπάρχει στην «ανθρώπινη περατότητα» μια λαχτάρα για απεραντοσύνη, μια αίσθηση «μη εκπλήρωσης» που έχει μια «αμιγώς πολιτική πτυχή», η οποία έγκειται στην επιθυμία του ανθρώπου να υπερβαίνει τον εαυτό του, βελτιώνοντάς τον. Κατά τον Αλντο Σκιαβόνε, αυτή την πανανθρώπινη επιθυμία μόνον η Αριστερά μπορεί να την ερμηνεύσει και να την εκφράσει (με στόχο να την πραγματώσει) χάρη σε μια «δημοκρατική οικουμενικότητα» η οποία είναι ασύμβατη με τη Δεξιά, επειδή η Δεξιά εδράζεται εκ φύσεως στην «αριστεία» και δεν είναι ποτέ «πλήρως περιεκτική». Αναπάντεχη σύμμαχος της Αριστεράς σε αυτή τη νέα πάλη της με το κεφάλαιο θα μπορούσε να είναι η «τεχνική», της οποίας η «αύξηση ισχύος» δύναται «να αυξήσει την ελευθερία μας και την ικανότητά μας να αυτοκαθοριζόμαστε».
Τελικός στόχος θα πρέπει να είναι το ξεπέρασμα της «αντίθεσης μεταξύ ατομικότητας και ισότητας, μέσω της μετατόπισης της ισότητας από το επίπεδο της οικονομίας, όπου την είχε τοποθετήσει η καπιταλιστική ανάπτυξη του παρελθόντος, στο επίπεδο της ηθικής και των συνειδήσεων» γράφει ο Σκιαβόνε, το οποίο σημαίνει ότι, παρότι θεωρεί τον σοσιαλισμό ξεπερασμένο, εξακολουθεί να οραματίζεται το ξεπέρασμα του καπιταλισμού, με τη λογική ότι ένας νέος «τρίτος δρόμος» είναι καλύτερος από τον παλιό «δρόμο του σοσιαλισμού».