Θέματα

Από τον Τσικλητήρα και τον Ρουμπάνη, στον Πετρούνια και τη Στεφανίδη

Η Ολυμπιακή ιστορία της Ελλάδας δεν έχει να παρουσιάσει εντυπωσιακό αριθμό μεταλλίων, αν εξαιρέσουμε τα 46 που κατακτήθηκαν στους «ιδιαίτερους» Αγώνες της Αθήνας το 1896. Αλλά είναι γεμάτη από ηρωϊκές μορφές και υπερβάσεις. Στον στίβο, την άρση βαρών, τη γυμναστική, την ιστιοπλοΐα, τη σκοποβολή...
Sportscaster

Με 83 αθλητές και αθλήτριες θα εκπροσωπηθεί στο μεγάλο αθλητικό ραντεβού του Τόκιο η Ελλάδα, η οποία έχει συμμετάσχει σε όλους τους προηγούμενους Ολυμπιακούς Αγώνες. Από το 1896, όταν και αναβίωσαν στην Αθήνα, μέχρι το 2016 στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Αλλοτε με πολλούς αθλητές (436 το 2004), κι άλλοτε με πολύ λίγους (τέσσερις, το 1900 στο Παρίσι).

Δεν είμαστε, ούτε από τις πολυπληθέστερες χώρες απ’ όσες έχουν λάβει μέρος έστω μια φορά (210 στο σύνολο), ούτε από τις πλουσιότερες. Κι όμως, τα 116 μετάλλια (33 χρυσά, 43 αργυρά και 40 χάλκινα) που έχουμε κατακτήσει, σε 15 αθλήματα, είναι μια αξιοπρεπέστατη συγκομιδή, που μας κατατάσσει στις 30 με τις περισσότερες διακρίσεις στη διοργάνωση. Με την υποσημείωση -για να είμαστε δίκαιοι- οτι τα 46 από αυτά τα μετάλλια τα κερδίσαμε στους πρώτους σύγχρονους Αγώνες, το 1896 στην Αθήνα, όπου ο ανταγωνισμός από ξένους αθλητές ήταν μικρός.

Τότε υπήρχαν μόνο δύο μετάλλια -για τον πρώτο και τον δεύτερο νικητή σε κάθε αγώνισμα- και στον τελικό πίνακα είχαμε καταλάβει τη δεύτερη θέση, με μόλις ένα λιγότερο από εκείνα των ΗΠΑ. Για να κερδίσουμε ξανά διψήφιο αριθμό μεταλλίων, έπρεπε να περιμένουμε έναν αιώνα (και βάλε): τους Αγώνες του Σίδνεϊ το 2000. Εκείνα τα 13 μετάλλια παραμένουν η τρίτη καλύτερή μας επίδοση μετά τα 16 στην Αθήνα το 2004 (6 χρυσά, 6 αργυρά και 4 χάλκινα). Στο Πεκίνο οι έλληνες αθλητές κατέκτησαν τέσσερα μετάλλια, στο Λονδίνο, δύο και στο Ρίο, έξι. Τις περισσότερες διακρίσεις μας τις έχουμε πετύχει στον στίβο (29 μετάλλια), την άρση βαρών (15), τη σκοποβολή (13), την πάλη (11), τη γυμναστική (11), την ιστιοπλοΐα (8) και την κολύμβηση (8).

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής, το πρώτο ελληνικό μετάλλιο κατακτήθηκε στις 9 Απριλίου 1896 από τον Ιωάννη Μητρόπουλο, που πρώτευσε στους κρίκους και ανέβηκε στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου. Το αγώνισμα ήταν -τότε- πολύ διαφορετικό από το σημερινό, στο οποίο κυριαρχεί ο Λευτέρης Πετρούνιας. Γενικώς, οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1896 ήταν πολύ ιδιαίτεροι. Αθλήματα διεξάγονταν εκτός σταδίου, στο Ζάππειο, ή και στους δρόμους της Αθήνας, ενώ οι ελλανοδίκες επέτρεπαν ακόμη και συμμετοχές της τελευταίας στιγμής στα διάφορα αγωνίσματα.

Το πρώτο χρυσό Ολυμπιακό μετάλλιο εκτός Ελλάδας κατακτήθηκε το 1904 στο Σεντ Λούις των ΗΠΑ από τον Περικλή Κακούση στην άρση βαρών. Υστερα εμφανίστηκε ο πρώτος έλληνας «υπεραθλητής»: ο Κωνσταντίνος Τσικλητήρας. Πολλοί τον γνωρίζουν από τα βιβλία της ιστορίας του ποδοσφαίρου ως τον πρώτο τερματοφύλακα του Παναθηναϊκού (που ίδρυσε το 1908 ο Γεώργιος Καλαφάτης με την επωνυμία Ποδοσφαιρικός Ομιλος Αθηνών). Γεννημένος από αριστοκρατική οικογένεια, προοριζόταν να σπουδάσει στην Εμπορική Ακαδημία, όμως τον κέρδισε ο αθλητισμός. Ασχολήθηκε με πολλά σπορ, αλλά κατέληξε στο μήκος και το ύψος άνευ φοράς, που από μικρός είχε αγαπήσει. Στη μεγάλη αυλή του πατρικού του σπιτιού, στην Πύλο, υπάρχει ακόμη το σκάμμα, στο οποίο έκανε την προπόνησή του.

Σε αυτά τα δύο αθλήματα το 1908, σε ηλικία 20 ετών, κατέκτησε δυο αργυρά μετάλλια. Και στα δύο, βρέθηκε πίσω από τον διάσημο αμερικανό άλτη εκείνης της εποχής, Ρέι Γιούρι. Αλλά τέσσερα χρόνια αργότερα στη Στοκχόλμη, πιο έμπειρος πλέον, έπειτα από μια συναρπαστική μάχη με τους αδελφούς Ανταμς, από τις ΗΠΑ, κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στο μήκος άνευ φοράς. Στην ίδια διοργάνωση (1912) ανέβηκε στην τρίτη θέση του βάθρου στο ύψος άνευ φοράς. Ο Τσικλητήρας και ο Πύρρος Δήμας είναι οι έλληνες αθλητές με τα περισσότερα Ολυμπιακά μετάλλια (από τέσσερα). Ισως, ο μεσσήνιος αθλητής να έγραφε ακόμη πιο λαμπρή ιστορία, εάν δεν είχε πεθάνει τόσο νέος (πριν κλείσει τα 25).

Χρειάστηκε να περάσουν 44 ολόκληρα χρόνια για να ξαναδούμε ελληνικό μετάλλιο στον Ολυμπιακό στίβο. Στους Αγώνες της μακρινής Μελβούρνης η φτωχή Ελλάδα του 1956 δεν μπορούσε να στείλει περισσότερους από 12 αθλητές, και δεν έτρεφε προσδοκίες για διάκριση. Κανένας δεν υπολόγιζε στον Γιώργο Ρουμπάνη. Γεννημένος το 1929 στη Θεσσαλονίκη, ο αθλητής του Πανελληνίου είχε καταπιαστεί (λόγω ύψους) με το μπάσκετ, προτού αφοσιωθεί στον στίβο. Πρώτα στις ρίψεις, κι έπειτα στο επί κοντώ – ένα αγώνισμα στο οποίο η Ελλάδα δεν είχε παράδοση. Ενα χρόνο νωρίτερα ο Ρουμπάνης είχε φύγει για σπουδές στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου προετοιμάστηκε για τους Αγώνες, αλλά και έμαθε τα μυστικά του νέου, επαναστατικού κονταριού από fiberglass. Στις 26 Νοεμβρίου 1956, ύστερα από έναν αγώνα που διάρκεσε οκτώ (και κατ’ άλλους 11 ώρες), χωρίς φαγητό και νερό, καθώς δεν είχε προνοήσει, κατέκτησε το χάλκινο μετάλλιο πίσω από δύο Αμερικανούς.

Οπως έχει αφηγηθεί ο ίδιος, η τύχη του είχε παίξει ένα πολύ άσχημο παιχνίδι. Είχε κατορθώσει να πηδήσει ακόμη ψηλότερα, όμως την ώρα που προσγειωνόταν στα σακιά ο σφοδρός άνεμος που έπνεε εκείνη τη στιγμή έριξε τον πήχη. Οι κριτές έβγαλαν την προσπάθειά του άκυρη, κι εκείνος έβαλε τα κλάματα. Θεωρούσε ότι είχε αποτύχει, μέχρι που είδε το πλήθος το οποίο τον περίμενε κατά την επιστροφή του στην Αθήνα για να τον αποθεώσει. Οταν γύρισε σπίτι, βρήκε και το συγχαρητήριο τηλεγράφημα του Βασιλέως Παύλου: «Σάββαν Ρουμπάνην, Πατησίων 97, ενταύθα. Υμάς και κυρίαν Ρουμπάνη συγχαίρω θερμώς δια λαμπράν επίδοσιν του υιού σας, τιμήσαντος ελληνικόν αθλητισμόν».

Το 1960, στη Ρώμη, το πλήρωμα διάδοχος Κωνσταντίνος – Εσκιτζόγλου – Ζαΐμης επρώτευσε στην ιστιοπλοΐα. Το 1980, στη Μόσχα, ο Στέλιος Μηγιάκης θριάμβευσε στην ελληνορωμαϊκή πάλη. Αλλά για να φτάσουμε στην πρώτη κατάκτηση μεταλλίου από Ελληνίδα, έπρεπε να περιμένουμε μερικά χρόνια ακόμη. Στις 5 Αυγούστου 1992, στη Βαρκελώνη, η Βούλα Πατουλίδου στέφθηκε «χρυσή» Ολυμπιονίκης στα 100μ. εμπόδια, για να αναφωνήσει το περίφημο «Για την Ελλάδα, ρε γαμώτο!». Το μετάλλιό της, στον «σκληρό πυρήνα» του στίβου, είχε ιδιαίτερο βάρος. Οπως και εκείνο του Κώστα Κεντέρη στα 200μ. στο Σίδνεϊ.

Στους Αγώνες της Βαρκελώνης, άρχισε να ανατέλλει ο ήλιος του πιο επιτυχημένου, από πλευράς Ολυμπιακών μεταλλίων, αθλητή στην ιστορία του ελληνικού αθλητισμού. Ο Πύρρος Δήμας χάρισε στην ελληνική άρση βαρών το πρώτο της «χρυσό» έπειτα από 86 χρόνια, και ηγήθηκε της «ντριμ-τιμ» που είχε άσχημο τέλος, μιάμιση δεκαετία αργότερα: με 11 θετικά δείγματα ντόπινγκ και 25 κατηγορούμενους.

Ο Πύρρος έχει κατακτήσει τα περισσότερα χρυσά μετάλλια στην Ολυμπιακή ιστορία της Ελλάδας (Βαρκελώνη, Ατλάντα, Σίδνεϊ), και είναι ο μόνος που ανέβηκε στο πόντιουμ σε τέσσερις διαφορετικές διοργανώσεις (κέρδισε κι ένα «χάλκινο» στην Αθήνα το 2004). Ο δεύτερος αθλητής μας που κατάφερε να ανέβει στο ψηλότερο σκαλί του βάθρου για περισσότερες από μια φορές είναι, κι αυτός, αρσιβαρίστας: ο Κάχι Καχιασβίλι, που θριάμβευσε στην Ατλάντα και στο Σίδνεϊ.

Στο Τόκιο μπορεί να γραφτεί κι ένα τρίτο όνομα σε αυτή τη μικρή λίστα. Ο Λευτέρης Πετρούνιας, ο «άρχοντας των κρίκων» τα τελευταία χρόνια, είναι -και πάλι- φαβορί. Αξιος συνεχιστής της παράδοσης επιτυχιών που δημιούργησαν οι πρόγονοί του στη γυμναστική: ο Γιάννης Μητρόπουλος και ο Νίκος Ανδριακόπουλος το 1896, ο Ιωάννης Μελισσανίδης το 1996, και ο Δημοσθένης Ταμπάκος το 2004. Τον τίτλο της θα υπερασπιστεί και η Κατερίνα Στεφανίδη, στο επί κοντώ: μια, επίσης, παγκόσμιας κλάσης αθλήτρια που «έλαμψε» στην προηγούμενη διοργάνωση. Την ίδια ευκαιρία θα έχει και η Αννα Κορακάκη, «χρυσή» Ολυμπιονίκης του Ρίο στη σκοποβολή.

Οι προβλέψεις για την Team Hellas -έτσι ονομάζονται οι ελληνικές αποστολές στους Ολυμπιακούς Αγώνες- του Τόκιο 2020 είναι αρκετά αισιόδοξες, με παλιούς και νέους υποψήφιους πρωταγωνιστές. Ενας από τους καινούργιους είναι ο Στέφανος Τσιτσιπάς: πλασάρεται ως δεύτερο φαβορί για την κατάκτηση του χρυσού μεταλλίου στο τένις, πίσω από τον Νόβακ Τζόκοβιτς.