To 1114, ένας τρομερός σεισμός χτύπησε την περιοχή που σήμερα είναι η νότια Τουρκία και η βόρεια Συρία. Ο Ματθαίος ο Εδαισσαίος, ένας αρμένιος χρονικογράφος, περιέγραψε με πολύ γλαφυρό, σχεδόν αποκαλυπτικό τρόπο το συμβάν: «Ο θόρυβος ήταν σαν να ερχόταν ένας τεράστιος στρατός. Από τον φόβο της για τη δύναμη του Κυρίου Θεού μας, όλη η πλάση κουνήθηκε και έτρεμε σαν μια θάλασσα που έβραζε», έγραψε.
«Ολες οι πεδιάδες και τα βουνά αντηχούσαν σαν μπρούτζινα κύμβαλα, τινάζονταν και ανακινούνταν σαν δέντρα σε τυφώνα. Οπως ένα άτομο άρρωστο για πολύ καιρό, όλη η πλάση έβγαζε κραυγές και στεναγμούς καθώς, με μεγάλο τρόμο, περίμενε την καταστροφή της».
Ο Ματθαίος περιέγραψε με λεπτομέρειες πώς η «πολυπληθής» πόλη του Μαράς «καταστράφηκε εντελώς και περίπου 40.000 ψυχές χάθηκαν». Στη διήγησή του δεν υπήρξαν επιζώντες.
Τη Δευτέρα, οι διασώστες στο Καραμάνμαράς της Τουρκίας, το σημείο όπου βρίσκεται το ιστορικό Μαράς, μετρούσαν τους νεκρούς και αναζητούσαν επιζώντες. Η επαρχιακή πόλη βρίσκεται κοντά στο επίκεντρο του σεισμού εντάσεως 7,8 βαθμών που χτύπησε τη νότια Τουρκία και τη βόρεια Συρία και έγινε αισθητός σε όλη την Ανατολική Μεσόγειο, στην Κύπρο και στην Αίγυπτο. Δεκάδες πολύ ισχυροί μετασεισμοί ακολούθησαν τον κύριο σεισμό, με συνέπεια να καταρρεύσουν χιλιάδες κτίρια στην ευρύτερη περιοχή.
Ο αριθμός των νεκρών στη Συρία και στην Τουρκία εκτιμάται ως τώρα σε πολλές χιλιάδες.
Ο τούρκος πρόεδρος Ταγίπ Ερντογάν καλωσόρισε τη διεθνή βοήθεια, αν και πολλές από τις πόλεις και τα χωριά δεν είναι προσβάσιμα, καθώς δρόμοι και γέφυρες έχουν καταστραφεί.
Η κατάσταση είναι ακόμη πιο περίπλοκη στη βόρεια Συρία, όπου πολλές από τις πληγείσες περιοχές βρίσκονται υπό τον έλεγχο των ανταρτών. Εκατομμύρια άνθρωποι που ήδη είχαν φύγει από τα σπίτια τους λόγω του πολέμου, τώρα πρέπει να αντιμετωπίσουν και αυτή την καταστροφή, την ώρα που το καθεστώς της Δαμασκού συνεχίζει να εμποδίζει την πρόσβαση της διεθνούς βοήθειας στις περιοχές αυτές.
Τα νοσοκομεία των περιοχών αυτών έχουν ήδη ξεπεράσει τα όριά τους μετά το ξέσπασμα επιδημίας χολέρας και, όπως λένε οι ανθρωπιστικές οργανώσεις που δρουν στην περιοχή, οι συνθήκες είναι «πέρα και από καταστροφικές».
Το σημείο τριβής τριών τεκτονικών πλακών
Η νότια Τουρκία και η βόρεια Συρία βρίσκονται στο σημείο όπου τέμνονται τρεις τεκτονικές πλάκες. Η αραβική, η αφρικανική και της Ανατολίας. «Καθώς “τρίβονται” μεταξύ τους και σπρώχνονται μεταξύ τους, δημιουργούν εντάσεις που απελευθερώνονται με τη μορφή σεισμών», εξηγεί η Κάρολιν Τζόνσον, επιστημονική συνεργάτης της Washington Post.
Στην πρόσφατη ιστορία, οι χειρότεροι σεισμοί στην Τουρκία έγιναν από το ρήγμα της βόρειας Ανατολίας, το οποίο διατρέχει τη βόρεια ακτή της χώρας και τη θάλασσα του Μαρμαρά κοντά στην Κωνσταντινούπολη, όπως καταγράφει στην ανάλυσή του ο Ishaan Tharoor, της Washington Post.
Οι επιστήμονες λένε ότι αυτός είναι ο πρώτος σεισμός μεγαλύτερος των 7 βαθμών που χτυπάει τα νότια της χώρας, στα όρια της αραβικής τεκτονικής πλάκας και εκείνης της Ανατολίας, και που έχει καταγραφεί, από τις αρχές του περασμένου αιώνα, όταν και αποκτήσαμε τη δυνατότητα να μετράμε με ακρίβεια τους σεισμούς. Ο κοντινότερος σεισμός τέτοιου μεγέθους καταγράφηκε 200 χιλιόμετρα βορειότερα, το 1939.
Οπως, όμως, μας υπενθυμίζει και η διήγηση του Ματθαίου, αυτό δεν ισχύει. Σε βάθος χρόνου, οι περιοχές που σήμερα αποτελούν τη νότια Τουρκία και τη βόρεια Συρία, μέρη που κατοικούνται από το λυκόφως της ανθρώπινης παρουσίας στη Γη και λίκνα των αρχαιότερων ανθρώπινων πολιτισμών, πρωτογνώρισαν την οργή του Εγκέλαδου πριν από χιλιάδες χρόνια, τότε που οι Χιτίτες και οι Μεσοποτάμιοι έχτιζαν εκεί τις πόλεις τους.
Οι αρχαίες μητροπόλεις γίνονται ερείπια ξανά και ξανά
Το 115 μ.Χ., η αρχαία μητρόπολη της Αντιόχειας καταστράφηκε από έναν σεισμό τον οποίο οι επιστήμονες εκτιμούν στους 7,5 βαθμούς της κλίμακας Ρίχτερ. Κατά τον σεισμό παραλίγο να σκοτωθεί ο ρωμαίος αυτοκράτορας Τραϊανός, ο οποίος περνούσε στην πόλη τον χειμώνα του, μετά από μια στρατιωτική εκστρατεία. Η σύγχρονη πόλη της Αντάκιας, χτισμένη πάνω στα ερείπια της Αντιόχειας, συγκλονίστηκε από τον σεισμό της Δευτέρας.
Ο ρωμαίος ιστορικός Δίων Κάσσιος κατέγραψε τη στιγμή της καταστροφής: «Πρώτα ακούστηκε ένας τρομερός θόρυβος και μετά τον ακολούθησε μια τρομακτική δόνηση», έγραψε στις «Ιστορίες της Ρώμης».
«Ολόκληρη η γη αναδεύτηκε και τα κτίρια αναπήδησαν στον αέρα· μερικά πετάχτηκαν ψηλά και διαλύθηκαν και έσπασαν σε κομμάτια, ενώ άλλα πετάχτηκαν μακριά, σαν να τα πήρε η θάλασσα, αναποδογύρισαν και τα συντρίμμια σκορπίστηκαν σε όλη την περιοχή».
Οι εκτιμήσεις της εποχής έκαναν λόγο για 260.000 νεκρούς, αν και οι αριθμοί αυτοί δεν είναι πολύ αξιόπιστοι. Παρόμοιος αριθμός νεκρών, πάντως, αναφέρεται και για το 526 μ.Χ., όταν ένας άλλος σεισμός χτύπησε τη βυζαντινή, τότε, πόλη της Αντιόχειας.
Οι σεισμοί χτυπούν την περιοχή συστηματικά και σε ολόκληρο τον 19ο αιώνα. Το 1822, το Χαλέπι της Συρίας βρέθηκε κοντά στο επίκεντρο ενός σεισμού που κατέστρεψε την πόλη, σκοτώνοντας χιλιάδες ανθρώπους και αφήνοντας πίσω του σωρούς ερειπίων. Οι επιζήσαντες εγκατέλειψαν την πόλη, καθώς οι επιδημίες και οι λεηλασίες θέριζαν.
Το Χαλέπι έχει υποστεί διαχρονικά πολλές καταστροφές. Τη Δευτέρα, η πόλη, που τα τελευταία χρόνια έχει διαλυθεί από τον πόλεμο, χτυπήθηκε και από τον σεισμό. Τον 12ο αιώνα, όμως, η πόλη και η ευρύτερη περιοχή βρέθηκαν στο επίκεντρο αυτού που αποκλήθηκε από έναν ακαδημαϊκό «σεισμικός παροξυσμός», ένα κύμα φονικών και αλλεπάλληλων σεισμών, από εκείνον του 1114 ως έναν το 1170, που χτύπησε την ακτή του Λεβάντε.
Οι σεισμοί αυτοί επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της περιοχής, που εκείνη την περίοδο βρισκόταν στο επίκεντρο των Σταυροφοριών.
Ενα από τα σημαντικότερα γεγονότα εκείνης της περιόδου ήταν ο σεισμός του Οκτωβρίου του 1138, τον οποίο ακολούθησαν θανατηφόροι μετασεισμοί που διήρκεσαν ένα έτος. Ο αραβας χρονικογράφος Ιμπν αλ-Αθίρ περιέγραψε τον αρχικό σεισμό, ο οποίος σύμφωνα με τους ιστορικούς του Μεσαίωνα στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 300.000 ανθρώπους.
«Εγοναν πολλοί (σεισμοί), κάθε βράδυ και ένας ή περισσότεροι. Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής καταστράφηκε, αλλά πιο πολύ το Χαλέπι», έγραψε. «Οι άνθρωποι άφησαν τα σπίτια τους και πήγαν στην εξοχή, δεν μπορούσαν να αντέξουν. Μέσα σε ένα βράδυ μετρήθηκαν 80 σεισμοί».
Το 1157, ένας άλλος σεισμός χτύπησε τη Συρία, καταστρέφοντας τα τείχη και τις οχυρώσεις του Χαλεπίου, όπως και άλλων πόλεων τις οποίες ήλεγχαν, είτε οι Σταυροφόροι είτε οι Μουσουλμάνοι. Ολόκληρες πόλεις, όπως η Σαϊζάρ, στη Συρία, καταστράφηκαν.
Ο Ουσάμα ιμπν Μουνκίντ, σύρος ευγενής και ποιητής, ο οποίος ήταν ανιψιός του Εμίρη της Σαϊζάρ, γλίτωσε από τον σεισμό επειδή ο θείος του τον είχε στείλει σε μια αποστολή στη Δαμασκό. Θρήνησε την απώλεια όλης της οικογένειάς του: «Ο θάνατος δεν ήρθε βήμα-βήμα για να πάρει τους ανθρώπους της φυλής μου, έναν-έναν ή δύο-δύο», έγραψε. «Πέθαναν όλοι μέσα σε μια στιγμή και τα παλάτια τους έγιναν οι τάφοι τους».