«Με έχετε διακόψει πάρα πολλές φορές. Κατά τη γνώμη μου, τηλεόραση έτσι δεν γίνεται». Με αυτά τα λόγια έβαλε, το 2019, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι κατά της παρουσιάστριας της τηλεοπτικής ενημερωτικής-πολιτικής εκπομπής «Cartabianca» του Rai3, του τρίτου καναλιού της ιταλικής τηλεόρασης, στην οποία ήταν καλεσμένος, κατηγορώντας την ότι δεν τον είχε αφήσει να μιλήσει αρκετά. Και μια άλλη φορά, περί τα τρία χρόνια νωρίτερα, το 2016, δυσανασχετώντας και στριφογυρίζοντας στη θέση του, την είχε απειλήσει στον αέρα ότι θα εγκατέλειπε το στούντιο.
«Οχι, δεν ήταν ειδυλλιακή», γράφει η Αντονέλα Μπακάρο της Corriere della Sera, αναφερόμενη στη σχέση του πρόσφατα εκλιπόντος Καβαλιέρε με την Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ, θυγατέρα του ιστορικού ηγέτη του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ιταλίας, ενός από τους πιο σημαντικούς εκφραστές του αποκαλούμενου ευρωκομμουνισμού. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να ήταν ειδυλλιακή η σχέση τους, όχι μόνον λόγω του επιθέτου και των πολιτικών απόψεων της ιταλίδας δημοσιογράφου, αλλά και επειδή ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι πίστευε σοβαρά πως έσωσε «την Ιταλία από τους κομμουνιστές και δεν μου το έχουν συγχωρέσει».
Ωστόσο, λίγες εβδομάδες μετά τον θάνατο του Καβαλιέρε και έπειτα από περισσότερες από τρεις δεκαετίες στη Rai, η Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ επέλεξε να εγκαταλείψει την κρατική τηλεόραση της Ιταλίας και να συνεχίσει την καριέρα της στα κανάλια της Mediaset, της μιντιακής αυτοκρατορίας της οικογένειας Μπερλουσκόνι. Η καταξιωμένη ιταλίδα δημοσιογράφος, ηλικίας 69 ετών, κοινοποίησε την απόφαση την περασμένη Δευτέρα, ευχαριστώντας τη Rai για «34 χρόνια δουλειάς, πάντα με απόλυτη αυτονομία».
Η Μπερλινγκουέρ πείστηκε να «μεταγραφεί» στoν μιντιακό όμιλο του «κομμουνιστοφάγου» Μπερλουσκόνι, χάρη σε ένα πολυετές συμβόλαιο που θα τη βγάλει στη σύνταξη, απολαβές που ξεπερνούν τις 240.000 ευρώ τον χρόνο (πόσο που αποτελεί ανώτατο όριο στη Rai) και, φυσικά, ένα πρόγραμμα αντίστοιχο των προσόντων και του διαμετρήματός της.
Οσον αφορά το βιογραφικό της, παραδόξως η πρωτότοκη κόρη του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ δεν έκανε τα πρώτα της βήματα σε κάποια εφημερίδα της Αριστεράς, αλλά στο Adista, ένα έντυπο που εστιάζεται στον καθολικισμό. Στη συνέχεια άρχισε να συνεργάζεται με την εφημερίδα Il Messaggero και το περιοδικό L’Espresso, ενώ στον κόσμο της τηλεόρασης, και στην οικογένεια της Rai, εισήλθε στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Το 1991 εντάχθηκε στη δημοσιογραφική ομάδα που επιμελούνταν τα δελτία ειδήσεων του τρίτου καναλιού της ιταλικής τηλεόρασης, κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που στην Ιταλία λεγόταν (και τραγουδιόταν από τον αντισυμβατικό τραγουδοποιό-ηθοποιό Τζόρτζιο Γκάμπερ) πως «κάποιος ήταν κομμουνιστής επειδή παρακολουθούσε μόνο τα δελτία ειδήσεων του Rai 3».
Εκεί η Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ άρχισε κάποια στιγμή να παρουσιάζει το κεντρικό βραδινό δελτίο ειδήσεων, ενώ το 2006 ανέλαβε χρέη αρχισυντάκτριας και έπειτα από μία τριετία, το 2009, προήχθη σε διευθύντρια. Οταν, όμως, άρχισε να παρουσιάζει την ενημερωτική-πολιτική εκπομπή «Cartabianca», παρότι δεν σταμάτησε να δίνει το στίγμα της, επέλεξε να προσδώσει «μια πιο πραγματιστική διάσταση στην εκπομπή της», όπως αναφέρει η δημοσιογράφος της Corriere στο ρεπορτάζ της. «Στο τηλεοπτικό της σαλόνι φιλοξενούνταν όλα τα κόμματα, χαίροντας ισότιμης μεταχείρισης», προσθέτει.
Ωστόσο, αυτή η πραγματιστική προσέγγιση, αυτό το άνοιγμα της Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ προς πάσα κατεύθυνση, άρχισε σταδιακά να προκαλεί δυσαρέσκειες στην Αριστερά. Το ποτήρι ξεχείλισε όταν, μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, επέλεξε να φιλοξενεί, επ’ αόριστον στην εκπομπή της, ως σχολιαστή τον Αλεσάντρο Ορσίνι, έναν πολιτικό επιστήμονα που θεωρείται ότι διάκειται ευνοϊκά απέναντι στον Πούτιν. Κάπως έτσι η Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ άρχισε να βάλλεται ολοένα και περισσότερο από το παραδοσιακά φιλικό απέναντί της κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα (PD), επικεφαλής του οποίου τότε ήταν ο πρώην πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα, που είχε αμέσως ταχθεί ρητά υπέρ της Ουκρανίας.
Ομως η Μπιάνκα Μπερλινγκουέρ συνέχισε να συνομιλεί με την Κεντροδεξιά. Το ότι η Mediaset την κόρταρε εδώ και χρόνια ήταν γνωστό, ωστόσο, μέχρι την τελευταία στιγμή, κυριολεκτικά, ώρες πριν ανακοινώσει την απόφαση της να εγκαταλείψει τη Rai, η διοίκηση της ιταλικής ραδιοτηλεόρασης ευελπιστούσε πως θα παρέμενε στο δυναμικό της. «Ομως ο χαμός του δυσκίνητου πατριάρχη ενδέχεται να έπεισε τη δημοσιογράφο ότι ήρθε η ώρα να προσφέρει στον εαυτό της μια νέα περιπέτεια στην τηλεόραση και στη Mediaset ένα ουδέτερο και πιο ευρωπαϊκό προφίλ», αναφέρει στο ρεπορτάζ της Αντονέλα Μπακάρο.