«Ενα χτύπημα από τις καμπάνες ήταν το πρώτο σήμα, οξύ σαν την κραυγή μιας κουκουβάγιας. Aρπαξα τον γιο μου τον Ινάκι, ήταν 17 μηνών, κι άρχισα να τρέχω χωρίς σταματημό. Ενα ναζιστικό μαχητικό, ένα Heinkel 51, όπως έμαθα αργότερα, βάλθηκε να καταδιώκει εμένα και το παιδί, στο ποτάμι, γύρω από ένα πεύκο, ούρλιαζα “γιατί εμένα, γιατί εμένα;”», αφηγούταν η Μαρία Αγκίρε η οποία όταν 27 χρονών, ζούσε στη Γκερνίκα, την ιστορική βασκική πόλη την οποία επέλεξε ο Χέρμαν Γκέρινγκ για να δοκιμάσει στην πράξη τις δυνατότητες της νεοσύστατης Luftwaffe.
Την 26η Απριλίου του 1937 τα αεροσκάφη του ισοπέδωσαν την πόλη, με τον επικεφαλής της ναζιστικής πολεμικής αεροπορίας να εφαρμόζει για πρώτη φορά την τακτική του εναέριου τρόμου που συνέβαλε και ανέπτυξε ο ιταλός στρατηγός και θεωρητικός του πολέμου Τζούλιο Ντουέτ στην πραγματεία του «Il Dominio nell’ aria» (Η Κυριαρχία στον αέρα).
«Δεν είχαμε τίποτα για να υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας, ένα, δύο παλιά κανόνια, λίγα επαναληπτικά τυφέκια, μερικές κυνηγετικές καραμπίνες», είχε σημειώσει ο Χοσέ Λαρουθέα Λαρινάγα, ένας άλλος επιζών της Γκερνίκα. «Επεσα σε ένα χαντάκι μαζί με τα εγγόνια μου, οι Γερμανοί πετούσαν τόσο χαμηλά που κοιτούσα τους πιλότους στα μάτια».
Ο εφημέριος Χοσέ Λουίς Αμπαούνθα συγκέντρωσε τα πιστοποιητικά βάφτισης, ούτως ώστε να καταστεί δυνατή η καταμέτρηση των θυμάτων, 1600 νεκροί και 900 τραυματίες σε σύνολο 6.000 κατοίκων σύμφωνα με τον αμερικανό ιστορικό, ειδικό στον ισπανικό Εμφύλιο και στη δικτατορία του Φράνκο, Χέρμπερτ Σάουθγουορθ. Σήμερα η Γκερνίκα εξακολουθεί να είναι, χάρη και στο ομώνυμο σπαρακτικό αριστούργημα του Πάμπλο Πικάσο, η κατεξοχήν μαρτυρική πόλη των πολέμων της σύγχρονης εποχής.
Αρχικά, ωστόσο, η αλήθεια όσον αφορά την ανείπωτη σφαγή παραποιήθηκε, με τους προπαγανδιστές του φασίστα Φρανθίσκο Φράνκο, τον οποίο στήριζε η ναζιστική Γερμανία και η Ιταλία του Μουσολίνι, να επιρρίπτουν την ευθύνη στον τοπικό πληθυσμό και σε αριστερούς βάσκους «τρομοκράτες», υποστηρίζοντας πως εκούσια ανατίναξαν την πόλη με δυναμίτη στο πλαίσιο της αποκαλούμενης τακτικής της «καμένης γης». Μάλιστα, σύμφωνα με τον Ρικάρντο δε λα Θιέβρα, τον «επίσημο ιστορικό» του φρανκικού καθεστώτος, καμιά δεκαριά ήταν οι νεκροί της Γκερνίκα. Τρεις ημέρες μετά την αεροπορική επιδρομή οι δυνάμεις του Φράνκο εισήλθαν στην κατεστραμμένη πόλη, ολοκληρώνοντας τη σφαγή.
Τα παραπάνω υπενθυμίζει σε άρθρο του στην Repubblica ο ιταλός δημοσιογράφος και μέλος του αμερικανικού Council on Foreign Relations Τζάνι Ριότα, με αφορμή όλα όσα τραγικά κατέγραψαν τις προηγούμενες ημέρες οι πολεμικοί ανταποκριτές στην Μπούτσα, στα περίχωρα του Κιέβου, μετά την αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων: δεκάδες άμαχοι βρέθηκαν στους δρόμους δολοφονημένοι (κάποιοι με τα χέρια τους και τα πόδια τους δεμένα) και εκατοντάδες άλλοι ριγμένοι σε ομαδικούς τάφους.
Πλέον η Μπούτσα περιλαμβάνεται στη λίστα με τις μαρτυρικές πόλεις της Ιστορίας, γράφει ο Ριότα, μαζί με την Γκερνίκα αλλά και τη Δρέσδη, την πόλη εναντίον της οποίας από την 13η έως την 15η Φεβρουαρίου του 1945 οι βρετανικές και αμερικανικές δυνάμεις εξαπέλυσαν τέσσερις αεροπορικές επιδρομές, ισοπεδώνοντάς την και προκαλώντας τον φριχτό θάνατο έως και 40.000 ανθρώπων.
Μερικές εβδομάδες νωρίτερα στη Δρέσδη είχε φτάσει ως αιχμάλωτος πολέμου ο αμερικανός μετέπειτα συγγραφέας Κερτ Βόνεγκατ. Κρατούνταν σε ένα σφαγείο που είχε μετατραπεί σε φυλακή ενώ κατάφερε να επιζήσει από τους βομβαρδισμούς, καταφεύγοντας σε υπόγειο ψυγείο κρεάτων. Από την τραγωδία της Δρέσδης ο Βόνεγκατ εμπνεύστηκε στη συνέχεια το «Σφαγείο Νο 5», το αριστούργημά του. Στην πόλη δεν υπήρχαν εργοστάσια όπλων ούτε στρατηγικοί στόχοι αλλά ο βρετανός πτέραρχος Αρθουρ Χάρις, ο επονομαζόμενος «Bomber Harris», Βομβιστής Χάρις, ήθελε να τσακίσει το ηθικό της Γερμανίας και, έχοντας μανία με τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς, αποφάσισε να τη μετατρέψει σε στάχτη.
Ο Γουίνφριντ Γκέοργκ Ζέμπαλντ, συγγραφέας του εξαιρετικού «Η φυσική ιστορία της καταστροφής», γράφοντας για την ισοπέδωση της Δρέσδης, θα σημειώσει πως «το πρωτόγνωρο αίσθημα εθνικής ταπείνωσης που υπέστησαν εκατομμύρια Γερμανοί… δεν θα μπορεί πλέον να εκφραστεί λεκτικά και όποιος υπέστη αυτήν την εμπειρία, δεν θα είναι σε θέση να την εκφράσει στις επόμενες γενιές».
«Θα συμβεί το ίδιο και με τη Μπούτσα;», διερωτάται ο ιταλός δημοσιογράφος, υπενθυμίζοντας πως για να αποδοθούν ευθύνες για τη σφαγή στη Γκερνίκα, έπρεπε να τερματιστεί πρώτα ο φρανκισμός ενώ όσον αφορά τη Δρέσδη η επονείδιστη πράξη, εάν όχι έγκλημα, που έλαβε χώρα άργησε εξίσου να αναγνωριστεί.
Αντιθέτως η Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, που αφανίστηκαν από τους Αμερικανούς την 6η και την 9η Αυγούστου του 1945, αντίστοιχα, μαζί με έως και 220.000 ανθρώπους, κατέστησαν γρήγορα τραγικά σύμβολα κατά των ατομικών όπλων, συμβάλλοντας στο να μετατραπεί ο Ψυχρός Πόλεμος σε μια Μακρά Περίοδος Ειρήνης, σύμφωνα με τον αμερικανό ιστορικό Τζον Λιούις Γκάντις, τον «πρύτανη των ιστορικών του Ψυχρού Πολέμου», όπως έχουν αποφανθεί οι New York Times.
«Η λίστα με τις μαρτυρικές πόλεις είναι μακρά», σημειώνει ο ιταλός αρθρογράφος, αναφερόμενος στο Λένινγκραντ (Αγία Πετρούπολη), το οποίο οι Γερμανοί πολιορκούσαν επί μία τριετία σχεδόν, από τον Σεπτέμβριο του 1941 έως τον Ιανουάριο του 1944. Ο Χάρισον Σόλσμπερι, πρώτος τακτικός ανταποκριτής των New York Times στη Μόσχα μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου (και συγγραφέας του βιβλίου «Οι 900 Ημέρες») αποκάλυψε πως κατά την πολιορκία της πόλης από τις ναζιστικές δυνάμεις κάποιοι από τους πολίτες της κατέφυγαν ακόμη και στον κανιβαλισμό για να επιβιώσουν, φτάνοντας στο σημείο να σκοτώνουν ανθρώπους για να τραφούν. Οσον αφορά τις απώλειες (νεκροί, τραυματίες και αγνοούμενοι) 600.000 για τους Γερμανούς, 4,5 εκατομμύρια για τους Ρώσους, μεταξύ των οποίων ένα εκατομμύριο άμαχοι.
Μαρτυρικές πόλεις υπήρξαν επίσης η Ατλάντα των ΗΠΑ την οποία πυρπόλησε τον Νοέμβριο του 1864 ο στρατηγός της Ενωσης Γουίλιαμ Σέρμαν, το Κόβεντρι της Βρετανίας το οποίο ισοπέδωσαν οι Γερμανοί το βράδυ της 14ης Νοεμβρίου του 1940, το Βερολίνο τον Απρίλιο του 1945, κατά την είσοδο των Σοβιετικών στην πόλη, με αρκετούς από αυτούς να προβαίνουν σε φρικαλεότητες κατά αμάχων, γυναικών κυρίως αλλά και το δικό μας Δίστομο, ή στα Καλάβρυτα, όπου οι Ναζί αφάνισαν εκατοντάδες αμάχους. Πιο πρόσφατα, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, μαρτυρική πόλη κατέστη επίσης η Σρεμπρένιτσα, στη Βοσνία, όπου τον Ιούλιο του 1995 σφαγιάστηκαν περισσότεροι από 8.000 Μουσουλμάνοι από τους Σερβοβόσνιους του Μλάντις και του Κάρατζιτς.