Τη ζωή του Νικόλα Κροτσέτι τη σημάδεψαν δύο πράγματα, ήδη από την παιδική ηλικία του: η αγάπη για την ελληνική γλώσσα και η αγάπη για την ποίηση, γεγονός που εξηγεί γιατί εξακολουθεί να ασχολείται με πάθος με αμφότερες. H ελληνική γλώσσα ήταν η πρώτη που μίλησε, του την έμαθε η ελληνίδα μητέρα του, ονόματι Αριστέα, ενώ στην ποίηση μυήθηκε χάρη σε μία ποιητική συλλογή του Τζοβάνι Πάσκολι που του χάρισαν όταν ήταν μικρό παιδί ακόμα.
Ο ελληνιστής, μεταφραστής, δημοσιογράφος και εκδότης Νικόλα Κροτσέτι γεννήθηκε στην Πάτρα τον Αύγουστο του 1940, αλλά σε ηλικία πέντε χρόνων βρέθηκε να ζει στη Φλωρεντία, όπου μεγάλωσε και μετά σπούδασε, ενώ στη συνέχεια μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου εξακολουθεί να ζει και να εργάζεται.
Στη νέα, δεύτερη πατρίδα του ερωτεύτηκε, φυσικά, και την ιταλική γλώσσα, και κάπως έτσι άρχισε να μεταφράζει μανιωδώς ελληνική ποίηση στα ιταλικά, συλλογές των Καβάφη, Ρίτσου, Σεφέρη, Ελύτη, Αναγνωστάκη και Φωστιέρη, μεταξύ πολλών άλλων.
Κάποια στιγμή αποφάσισε να αρχίσει και να τους εκδίδει, ιδρύοντας το 1981 τον εκδοτικό οίκο Crocetti Editore, από τους πιο αναγνωρισμένους σήμερα στην Ιταλία, καθώς εστιάζει κυρίως στην ποίηση, ενώ είναι και ο μοναδικός που ασχολείται συστηματικά τα τελευταία σαράντα χρόνια με την ελληνική ποίηση και πεζογραφία, εκδίδοντας περισσότερα από 100 βιβλία.
Το πρώτο βιβλίο του οίκου Crocetti ήταν «Τα ερωτικά» του Γιάννη Ρίτσου (ο οποίος υπήρξε στενός φίλος του εκδότη) ενώ πέρυσι κυκλοφόρησε στην Ιταλία (σημειώνοντας, μάλιστα, εκδοτική επιτυχία) και η «Οδύσσεια» του Νίκου Καζαντζάκη, το σύγχρονο έπος των 33.333 στίχων, για τη μετάφραση και την επιμέλεια των οποίων ο Κροτσέτι αφιέρωσε μία επταετία.
Κατά τη διάρκεια της εβδομάδας, αυτός ο ακάματος μελετητής και πρεσβευτής της νεοελληνικής γλώσσας και λογοτεχνίας αποφάσισε να αφηγηθεί μέσα από τις σελίδες της Corriere della Sera (της οποίας υπήρξε συνεργάτης επί σειρά ετών) μία ακόμη ελληνική ιστορία.
«Ενα βράδυ του 1964 ο Μίκης Θεοδωράκης περπατούσε σε μια ακρογιαλιά του Πειραιά, μαζί με έναν αγαπητό του φίλο, τον δημοσιογράφο Γιώργο Γάτο (1931 – 2010) ο οποίος μετά από τρία χρόνια, όντας πολέμιος του καθεστώτος των συνταγματαρχών, κατέφυγε στην Ιταλία, όπου έζησε επί μία επταετία ως ανιθαγενής επειδή η στρατιωτική δικτατορία του αφαίρεσε την υπηκοότητα. Εκείνο το βράδυ ο Μίκης φαινόταν ανήσυχος και ο Γιώργος τον ρώτησε γιατί. “Ο φίλος μου ο Μιχάλης Κακογιάννης μου ζήτησε να γράψω τη μουσική για την ταινία του “Αλέξης Ζορμπάς” αλλά δεν ξέρω από πού να αρχίσω”, απάντησε ο Μίκης», σύμφωνα, πάντα, με την αφήγηση του Κροτσέτι.
Ο οποίος ενημερώνει το ιταλικό αναγνωστικό κοινό ότι το «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» («Zorba il greco» στα ιταλικά, όπως και στις περισσότερες γλώσσες που έχει μεταφραστεί) είναι ένα μυθιστόρημα του «κρητικού συγγραφέα και ποιητή» Νίκου Καζαντζάκη το οποίο είχε εκδοθεί πριν από χρόνια στην Ιταλία δίχως μεγάλη επιτυχία. Οσον αφορά τον Μιχάλη Κακογιάννη, τον συστήνει ως έναν από τους πιο γνωστούς έλληνες σκηνοθέτες θεάτρου, αλλά και ως τον άνθρωπο που «φωταγώγησε» τον Παρθενώνα. Σχετικά με τον «Αλέξη Ζορμπά» αναφέρει μόνον πως ο έλληνας σκηνοθέτης είχε επιλέξει ως ερμηνευτές τον «τότε ήδη διάσημο» Αντονι Κουίν και «μία νεότατη» Ειρήνη Παπά.
Επιστρέφοντας στον ανήσυχο «Μίκη» στην ακρογιαλιά, προσθέτει τα εξής: «Εναν χρόνο πριν, το 1964, ο Θεοδωράκης είχε συνθέσει ένα τραγούδι πάνω σε στίχους του γνωστού έλληνα δραματουργού Ιάκωβου Καμπανέλλη. Οι στίχοι του τραγουδιού με τον τίτλο “Στρώσε το στρώμα σου για δυο”, που ήταν πολύ δημοφιλές, ανέφεραν “Στρώσε το στρώμα σου για δυο για σένα και για μένα ν’ αγκαλιαστούμε απ’ την αρχή να ’ν’ όλα αναστημένα”. Πριν από την πρώτη στροφή υπήρχε μία εισαγωγή που παιζόταν με μπουζούκι, το γνωστό έγχορδο που συνοδεύει όλα τα ελληνικά λαϊκά τραγούδια. Εκείνο το βράδυ στην ακρογιαλιά του Πειραιά, ο μουσικός, ελλείψει έμπνευσης, έβγαλε το σημειωματάριό του, ξανάπιασε την εισαγωγή εκείνου του τραγουδιού του, πρόσθεσε κάποιες παραλλαγές πάνω στο ίδιο θέμα, και σε δέκα λεπτά “Ο χορός του Ζορμπά” ήταν έτοιμος. Ετσι γεννήθηκε, απρόθυμα και στα όρθια, περπατώντας σε μια ακρογιαλιά του Πειραιά, η μουσική για την ταινία του Κακογιάννη, η οποία στον απόηχο της συγκλονιστικής επιτυχίας του φιλμ έμελλε να καταστεί μια από τις πιο διάσημες μουσικές συνθέσεις στον κόσμο και να πουλήσει εκατοντάδες εκατομμύρια δίσκους», καταλήγει ο Κροτσέτι.