Μούρη-ρύγχος καρχαρία, καμπύλες και σπανιότητα. Μόλις 252 αντίτυπα πέρασαν, μια φορά κι έναν καιρό, την πύλη της BMW. Είναι όσα περίπου χρειάζονται για να μπει ένα αυτοκίνητο στη λίγκα των υψηλών επενδυτικών στόχων. Η 507 Roadster, μοντέλο του ’57 η συγκεκριμένη, που βγαίνει σε δημοπρασία σε λίγες ημέρες, είναι μια τέτοια περίπτωση. Ανήκει και αυτή στην ιερή γερμανική τριάδα των συλλεκτικών κύκλων, μαζί με τις Mercedes-Benz 300 SL (ήδη το ακριβότερο αυτοκίνητο που έχει πωληθεί ποτέ) και την Porsche 356 Speedster – εντάξει, πάντα υπάρχει μία Porsche σε μια σχετική λίστα.
Ο Χόφμαν, ως τρελό εμπορικό δαιμόνιο της εποχής, με δυνατές άκρες στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, ικανός να πουλήσει ψυγεία σε Εσκιμώους, είχε δει ότι το αμερικανικό χρήμα διψούσε για σπορ, γρήγορα και τελείως διαφορετικά αυτοκίνητα από αυτά που κυκλοφορούσαν στους αντίστοιχους δρόμους. Το επίσης σημαντικό; Είχε πρόσβαση στα κεντρικά, στη Γερμανία. Μπορούσε να μιλάει με τα μεγάλα αφεντικά και να τα επηρεάζει για το τι θα μπορούσε να αρέσει στον πλούσιο κόσμο.
Ισως ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι: ακόμα και η Wikipedia τον καταχωρεί ως εκείνον που πρότεινε στους ανθρώπους της Mercdes-Benz την ιδέα της 300 SL. Αν σκεφτεί κανείς ότι περίπου το 80% της συνολικής παραγωγής των SL πουλήθηκε στις ΗΠΑ, τότε ήταν εκείνος που, όπως γράφεται, άλλαξε την αντίληψη που είχαν οι Αμερικανοί για τη φίρμα στη μεγαλύτερη αγοραστική δύναμη του πλανήτη – η Κίνα ήταν ακόμη βαθιά χωμένη στα κομμουνιστικά σπλάχνα, καμία σχέση με το σήμερα.
Τα παραπάνω, λοιπόν, συγκεκριμένα μοντέλα των BMW, Mercedes και Porsche δεν είχαν καμία, μα καμία σχέση με το μέγεθος, τα εκτάρια λαμαρίνας και τη δοκιμασμένη αλλά προβλέψιμη μηχανολογία που έβγαινε μαζικά από την αυτοκινητομάνα του Ντιτρόιτ. Ο Χόφμαν μπόρεσε και έπεισε τους γερμανούς ιθύνοντες ότι τέτοια αυτοκίνητα θα έφερναν τη μεγάλη επιτυχία.
Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι η BMW 507 Roadster δεν έκανε το ίδιο γκελ στην αγορά όσο οι άλλες δύο περιπτώσεις. Και, εδώ που τα λέμε, μπροστά στην υπερβατική 300 SL, το πιο γρήγορο αυτοκίνητο της εποχής, με αγωνιστικές δάφνες και τις πόρτες να ανοίγουν σαν φτερά γλάρου –εξ ου και το παρατσούκλι “Gullwing’’–, οτιδήποτε άλλο έδειχνε λίγο. Ή, έστω, λιγότερο.
Ωστόσο, αυτό ακριβώς το στοιχείο, τα μόλις 252 αντίτυπα που κατασκεύασε η BMW (παρότι τότε, μεταξύ 1956 και 1960, θα ήθελε να είχε φτιάξει περισσότερα), είναι που σήμερα την κάνει να χτυπάει ταβάνι. Και, αν την προσέξει κάποιος από σχεδιαστική πλευρά, είναι και αυτή που πιστοποιεί τα καντάρια ταλέντου που υπήρχαν στην μεταπολεμική Βαυαρία.
Στιλπνές γραμμές, τίποτα περιττό, σοφιστικέ και απλή ταυτόχρονα, ήταν εκείνη που επηρέασε αισθητικά ακόμα και την πανέμορφη Ζ8, με το μοτέρ της Μ5 κάτω από το καπό, πολλές δεκαετίες αργότερα. Κυκλοφορούσε κάποτε μια τέτοια, ασημί στο Κεφαλάρι και γύρναγε κεφάλια. Ε, αν σας άρεσε το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Πιρς Μπρόσναν ως Τζέιμς Μποντ, οφειλόταν στην πνευματική κληροδοσία της 507 Roadster.
Για την ιστορία, ο Χόφμαν υπολόγιζε να πουλιέται η 507 με τιμή γύρω στα 5.000 δολάρια. Τελικά, το κατασκευαστικό κόστος ανέβηκε, βάλτε μέσα και το πρωτοποριακό αλουμινένιο αμάξωμα, και έφτασε στις εκθέσεις στα διπλά λεφτά. Και, όπως συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις που δε βγαίνει σωστά η σούμα, η BMW άρχισε να χάνει λεφτά σε κάθε «κομμάτι» που πουλούσε.
Μη φαντάζεστε ότι η βαυαρική εταιρεία έπεσε στα χάπια. Ναι μεν έφτιαξε λιγότερα αντίτυπα από όσα υπολόγιζε, αλλά πήρε όλο το μπόνους, την υστεροφημία και το γκλαμ από τον Ελβις Πρίσλει και τον Φρεντ Αστέρ, που είχαν μια τέτοια στο γκαράζ τους. Υπάρχει καλύτερη διαφήμιση πριν καν ακόμη ανακαλυφθεί ο όρος «ινφλουένσερ»;
Κάπως έτσι, μια 507 Roadster του ’58 ετοιμάζεται σε λίγες ημέρες να βγει στο «σφυρί». Μπορεί να μη φτάσει τα 5 εκατ. δολάρια που είχε αγγίξει μια ίδια, που ανήκε στον μεγάλο οδηγό αγώνων Τζον Σέρτις, όμως μάλλον τα 2 εκατ. είναι ικανός στόχος για να αλλάξει χέρια.