Ορόσημο χαρακτηρίστηκε μια νέα κλινική μελέτη για την αντιμετώπιση του καρκίνου, στο πλαίσιο της οποίας συμμετείχαν 16 εθελοντές με μη θεραπεύσιμους τύπους της νόσου. Και αυτό διότι οι επιστήμονες κατάφεραν επιτυχώς να επανασχεδιάσουν το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών, ώστε να επιτίθεται στους δικούς τους όγκους, όπως γράφει το BBC.
Μετέτρεψαν, δηλαδή, το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενούς σε ατομικό φάρμακο. Αυτό σημαίνει ότι κάθε ένας από αυτούς είχε στη διάθεσή του μια θεραπεία, η οποία αναπτύχθηκε μόνο γι’ αυτόν και στόχευε τα συγκεκριμένα αδύναμα σημεία του κακοήθους όγκου.
Η μελέτη επικεντρώνεται σε κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος και συγκεκριμένα στα Τ-κύτταρα, τα οποία περιπολούν στον οργανισμό και επιθεωρούν όλα τα υπόλοιπα κύτταρα.
Στο πλαίσιο της μελέτης, και σε πρώτη φάση, οι ερευνητές αναζήτησαν στο αίμα των ασθενών σπάνια Τ-κύτταρα, που είχαν ήδη υποδοχείς και μπορούσαν να ανιχνεύσουν τον καρκίνο.
Στη συνέχεια, συγκέντρωσαν άλλα Τ-κύτταρα, που δεν μπορούσαν να αποκαλύψουν τον καρκίνο, και τα επανασχεδίασαν. Οι αρχικοί υποδοχείς τους, οι οποίοι μπορεί να βρουν άλλα προβλήματα ή λοιμώξεις, αντικαταστάθηκαν με εκείνους από τα Τ-κύτταρα, που αναζητούν τον καρκίνο. Τέλος, τα τροποποιημένα Τ-κύτταρα τοποθετήθηκαν ξανά στον ασθενή, για να αναζητήσουν τον όγκο.
Η αλλαγή των Τ-κυττάρων σε μια μορφή που μπορεί να κυνηγήσει τον καρκίνο απαιτεί σημαντικό γενετικό χειρισμό, ώστε να αφαιρεθούν οι γενετικές οδηγίες για την κατασκευή των παλαιών υποδοχέων τους και να τους δοθούν οι οδηγίες για τους νέους.
Το πείραμα κατέστη δυνατό χάρη στην τεράστια πρόοδο της τεχνολογίας γονιδιακής επεξεργασίας που ονομάζεται Crispr και επιτρέπει στους επιστήμονες να χειρίζονται το DNA. Αλλωστε, οι ερευνητές που ανέπτυξαν τη μέθοδο Crispr κέρδισαν το Νομπέλ Χημείας το 2020.
Η ιδέα της νέας θεραπευτική προσέγγισης είναι να αυξήσει τα επίπεδα προσαρμογής των Τ-κυττάρων, που εντοπίζουν τον καρκίνο, σε κάθε ασθενή ξεχωριστά, καθώς κάθε όγκος είναι μοναδικός.
Στην κλινική δοκιμή συμμετείχαν άτομα με καρκίνο του παχέος εντέρου, του μαστού και του πνεύμονα, που είχαν αποτύχει να ανταποκριθούν σε άλλες θεραπείες.
Ο δρ Μάνελ Χουάν, επικεφαλής της υπηρεσίας ανοσολογίας στην Clinic Hospital της Βαρκελώνης, ανέφερε ότι ήταν εξαιρετική δουλειά και αναμφίβολα μια από τις πιο προηγμένες στον τομέα της.
«Ανοίγει την πόρτα στη χρήση αυτής της εξατομικευμένης προσέγγισης σε πολλούς τύπους καρκίνου και ενδεχομένως σε πολλές άλλες ασθένειες», σχολίασε ο ίδιος. Να σημειωθεί, πάντως, ότι είναι πολύ νωρίς για να αξιολογηθεί πλήρως η αποτελεσματικότητα της θεραπείας, ενώ είναι δαπανηρή και χρονοβόρα.