Τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά στην Condé Nast, έναν από τους πιο επιτυχημένους εκδοτικούς ομίλους με περιοδικά όπως τα Traveler, The New Yorker, Vanity Fair και Vogue, ο οποίος κατάφερε να φτάσει στην κορυφή πουλώντας glossy ελιτισμό που συνδυάζει τέλεια το glamour του παλιού κόσμου με την ορμή και τη ζωτικότητα του νέου. Ομως τώρα αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα, τα οποία επιδεινώθηκαν ακόμα περισσότερο εξαιτίας των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
Καταστήματα έκλεισαν, εκδηλώσεις ακυρώθηκαν, η διαφήμιση καταβαραθρώθηκε, ενώ εδώ και μήνες έχουν κυριολεκτικά παγώσει μετακινήσεις, ταξίδια, πασαρέλες και γενικά όλο το life style, που υποστηρίζει και στο οποίο βεβαίως στηρίζεται ο glossy Τύπος. Ο όμιλος Condé Nast, ο οποίος από το 1959 διοικείται από την οικογένεια Νιουχάουζ, ίσως δεν βρίσκεται στη δεινή θέση άλλων εκδοτών, έχει όμως ήδη ξεσπάσει και εκεί μεγάλος θόρυβος. Σύμφωνα με πληροφορίες των New York Times, το αμερικανικό τμήμα του ομίλου έχασε περίπου 100 εκατ. δολάρια σε ακαθάριστα έσοδα περίπου 900 εκατ. δολαρίων ενώ απώλειες σημείωσε και ο ευρωπαϊκός κλάδος του.
Το Απρίλιο ανακοινώθηκαν περικοπές μισθών σε όλους τους υπαλλήλους με ετήσια έσοδα άνω των 100.000 δολαρίων, ακολούθησαν απολύσεις -χάθηκαν 100 θέσεις εργασίας από τις περίπου 6.000, ενώ είχαν προηγηθεί εκατοντάδες άλλες απολύσεις διεθνώς- και αναμένονται νέα ακόμα πιο δραστικά μέτρα.
Στο πλαίσιο, μάλιστα, μιας τεράστιας επιχείρησης εσωτερικής αναδιάρθρωσης του Condé Nast (με στόχο την ενοποίηση λειτουργιών περιεχομένου υπό έναν υπεύθυνο, τις περικοπές δαπανών και την αύξηση των κερδών από τα Μέσα που αποδίδουν περισσότερο) μετά από διαβουλεύσεις περίπου έξι μηνών η Αννα Γουίντουρ αναλαμβάνει δύο νέους ρόλους: η «σιδηρά κυρία» της αμερικανικής Vogue είναι πλέον Επικεφαλής Περιεχομένου του συνόλου των εκδόσεων του ομίλου σε όλο τον κόσμο και ταυτόχρονα παγκόσμια Διευθύντρια Σύνταξης της Vogue.
Αναμενόμενο θα μπορούσε να πει κανείς. Εδώ και χρόνια, οι περισσότερες ειδήσεις για την Γουίντουρ αφορούν συνήθως προαγωγές της, αύξηση αρμοδιοτήτων και ισχυροποίηση της εξουσίας της μέσα στον όμιλο και έξω από αυτόν με αποκορύφωμα την ακόμα μεγαλύτερη συγκέντρωση εξουσιών στα χέρια της χάρη στους δύο νέους τίτλους. Κάποιοι, όμως, αναρωτιούνται μήπως η τελευταία αναβάθμισή της, στην πραγματικότητα, είναι ένα βήμα πιο κοντά την έξοδο («έργο» δηλαδή που έχουμε ξαναδεί στον επιχειρηματικό κόσμο).
Η αλήθεια είναι ότι η τελευταία χρονιά ήταν annus horribilis για την Γουίντουρ. Μετά από 20 χρόνια σχέσης και 16 χρόνια γάμου χώρισε με τον τεξανό επενδυτή Σέλμπι Μπράιαν. Εζησε επίσης μερικές από τις χειρότερες στιγμές της καριέρας της, πράγμα που δεν μπορούσε να φανταστεί τον Νοέμβριο του 2019, όταν έκλεισε τα 70 μπαίνοντας σε μια δεκαετία που αναμφίβολα όλοι αναζητούν περισσότερη ηρεμία και γαλήνη. Η Λονδρέζα επαναστάτρια της μόδας με το ανεπανάληπτο στυλ γεννήθηκε το 1949 στο Χάμστεντ του Λονδίνου, όπου έζησε τα Swinging Sixties (τα περίφημα χρόνια της πολιτιστικής άνθησης της δεκαετίας του 1960) για να μετακομίσει, στη συνέχεια (πριν από περίπου πέντε δεκαετίες) στη Νέα Υόρκη, και να εξελιχθεί στο πιο επιδραστικό πρόσωπο στη βιομηχανία της μόδας.
Ανέκαθεν ήταν γνωστό ότι η Γουίντουρ ήταν άτεγκτη στη δουλειά της, και μπορούσε να ανεβάζει και να κατεβάζει όποιον σχεδιαστή ήθελε. Τελευταία όμως τα στόματα στο εργασιακό της περιβάλλον άρχισαν να ανοίγουν, πράγμα που χωρίς αμφιβολία πυροδότησε η πρόσφατη κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του Αντρέ Λεόν Τάλεϊ, «The Chiffon Trenches: A Memoir».
Παλαιότερος συνεργάτης της, στενός φίλος και έμπιστός της, και ένας από τους ελάχιστους αφροαμερικανούς εργαζόμενους της Vogue, ο Τάλεϊ γράφει ότι η Γουίντουρ «δεν είναι ικανή για ανθρώπινη καλοσύνη». Σε αποσπάσματα, που δημοσίευσε η Daily Mail, περιγράφει πώς τον απομάκρυνε από τη δουλειά επειδή ήταν «πολύ μεγάλος σε ηλικία, υπέρβαρος και πολύ ψυχρός» για τα δικά της δεδομένα. Ακόμη, ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια «ατελείωτη» λίστα από συντάκτες, στυλίστες και μοντέλα, στους οποίους η Γουίντουρ έχει φερθεί άθλια.
Σε ένα σημείο του βιβλίου του, ο 70χρονος Τάλεϊ γράφει: «Είναι αδιάφορη για οποιονδήποτε άλλον από εκτός από τους ισχυρούς και διάσημους ανθρώπους, που μπαίνουν στις σελίδες της Vogue. Είναι ανελέητη. Πιο στενούς της φίλους κάνει μόνο τους καλύτερους στο είδος τους. Η Σερένα Γουίλιαμς, ο Ρότζερ Φέντερερ, ο κύριος και η κυρία Τζορτζ Κλούνεϊ είναι, γι’ αυτήν, φίλοι. Εγώ δεν έχω πλέον καμία αξία γι’ αυτήν».
Η πίκρα του είναι ακόμα μεγαλύτερη επειδή ήταν πολύ δεμένοι για ένα διάστημα, μάλιστα η Γουίντουρ τον βοήθησε στην καριέρα του. Οταν η Γουίντουρ τον τοποθέτησε στην παλιά της θέση του δημιουργικού διευθυντή, ο Τάλεϊ έγινε ο πρώτος έγχρωμος συντάκτης μόδας στην ιστορία και ο πιο σημαντικός δημοσιογράφος στον τομέα του απολαμβάνοντας άνευ προηγουμένου κύρος και σεβασμό.
Ηρθε όμως η στιγμή, που τα πράγματα άλλαξαν: «Για χρόνια η Αννα ήταν η πιο σημαντική γυναίκα στο σύμπαν μου», γράφει, μέχρι που τον «πέταξε στα σκουπίδια», προκαλώντας του «τεράστια ψυχολογικά τραύματα», όπως και σε άλλους: «Εχει πληγώσει πάρα πολλούς κατά τη διάρκεια της ισχυρής κυριαρχίας της», αναφέρει.
Ο Τάλεϊ την χαρακτηρίζει «αδίστακτη», άλλοι μαύροι δημοσιογράφοι, όμως, που έχουν συνεργαστεί με την Γουίντουρ την κατηγορούν επιπλέον ότι καλλιέργησε ρατσιστική κουλτούρα στη Vogue και χρησιμοποιούσε προσβλητική γλώσσα σε επαγγελματικά emails.
Κάνοντας μια αριστοτεχνική στροφή, με επιστολή της που έστειλε στις 9 Ιουνίου με email στο προσωπικό του περιοδικού, η Γουίντουρ αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη και παραδέχεται ότι η Vogue υπήρξε «βλαβερή και μη ανεκτική» και ότι η ίδια δεν έκανε αρκετά για να προωθήσει μαύρους εργαζομένους και σχεδιαστές. «Θέλω να ξεκινήσω αναγνωρίζοντας τα συναισθήματά σας και εκφράζοντας την ενσυναίσθησή μου απέναντι σ’ αυτό που πολλοί από εσάς περνάτε: θλίψη, πόνο και επίσης θυμό. Θέλω να πω, ιδίως στους μαύρα μέλη της ομάδας μας, ότι μόνο να φανταστώ μπορώ πώς ήταν εκείνες οι μέρες. Αλλά επίσης ξέρω ότι ο πόνος και η βία και η αδικία, που βλέπουμε και συζητάμε, υπάρχουν ολόγυρα εδώ και πολύ καιρό. Η αναγνώρισή τους και το να γίνει κάτι γι’ αυτά ήρθαν με καθυστέρηση» σημειώνει μεταξύ άλλων στην επιστολή την οποία έχει στην κατοχή της η ιστοσελίδα Page Six.
Σε πρόσφατη έρευνά τους για αυτή την αλλαγή στάσης της Vogue οι New York Times αναρωτιούνται μήπως είναι «πολύ αργά» για μια τέτοια προσπάθεια. Η Γουίντουρ κατηγορείται ότι ενθάρρυνε ένα «λεπτό, πλούσιο και λευκό» πρότυπο ομορφιάς, στις σελίδες του περιοδικού αλλά και πέραν αυτού, που της έδωσε τεράστια επιρροή στη βιομηχανία της μόδας.
Πράγματι, 11 διαφορετικές πηγές (συνεργάτες της που μίλησαν στους New York Times ανώνυμα φοβούμενοι την τιμωρία) δήλωσαν ότι η Γουίντουρ πρέπει να παραιτηθεί από τον έλεγχο της Vogue και να εγκαταλείψει τη σημαντική της θέση στον όμιλο Condé Nast.
Στο πνεύμα του κινήματος Black Lives Matter, εξάλλου μετά τη δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ, πρώην υπάλληλοι της Vogue μίλησαν δημόσια για τις εμπειρίες τους στο περιοδικό. Η Σέλμπι Αϊβι Κρίστι έγραψε στο Twitter ότι το διάστημα που εργάστηκε ως media planner στην αμερικανική Vogue το 2016 ήταν «το πιο δύσκολο και άθλιο» της καριέρας της, προσθέτοντας ότι το bulling που υπέστη από λευκούς συναδέλφους ήταν «εξαντλητικό». Υπήρξε επίσης έντονη κριτική, ότι ο Condé Nast, γενικά, – η Γουίντουρ είναι επίσης καλλιτεχνική διευθύντρια του ομίλου- απασχολούσε πολύ λίγους μαύρους στα περιοδικά του και σπάνια τους ανέφερε.
Κάπως έτσι μέσα σε λίγες μέρες, γράφει η Telegraph, η φήμη της Αννα Γουίντουρ καταβαραθρώθηκε, και από ιέρεια της μόδας και οπαδός του αριστερού φιλελευθερισμού κατέληξε να θεωρείται μπέιμπι μπούμερ απελπιστικά μακριά από τις αξίες των μιλένιαλ και της ακόμα νεότερης γενιάς Z (οι γεννημένοι μεταξύ 1996-2015).
Καθώς όμως συσσωρεύονταν οι κατηγορίες εναντίον της, αυξάνονταν οι εικασίες ότι ο Εντουαρντ Ενινφουλ -ο μαύρος αρχισυντάκτης της βρετανικής Vogue- ήταν έτοιμος να αναλάβει τη θέση της. Ο Ενινφουλ εργάζεται εδώ και χρόνια για τη βελτίωση της διαφορετικότητας στη βιομηχανία της μόδας, μάλιστα μετά τη δολοφονία του Φλόιντ ξέσπασε δηλώνοντας: «Ο ρατσισμός είναι ένα παγκόσμιο ζήτημα. Ο ρατσισμός είναι ένα βρετανικό ζήτημα. Δεν περιορίζεται μόνο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής- είναι παντού και είναι συστημικό»
Θα μπορούσε λοιπόν να δει κανείς τη ριζική αναδιάρθρωση του Condé Nast και από ένα εντελώς διαφορετικό πρίσμα. Ο Ρότζερ Λιντς, διευθύνων σύμβουλος του ομίλου και αφεντικό της Γουίντουρ γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι η απομάκρυνση του πιο διάσημου στελέχους του μετά από μια χρονιά, όπως αυτή, θα έκανε την εταιρεία να φαίνεται αδύναμη επιβεβαιώνοντας ότι αντιμετωπίζει σοβαρά οικονομικά προβλήματα. Μήπως όμως σπρώχνοντας την Γουίντουρ ακόμα πιο ψηλά στο οργανόγραμμα της επιχείρησης, δίνοντάς της ένα ακόμη μεγαλύτερο γραφείο και δύο τίτλους ακόμα πιο φανταστικούς, αδειάζει στην πραγματικότητα μια θέση στη Νέα Υόρκη για τον Ενινφουλ; Ο χρόνος θα δείξει.