Η Ανγκελα Δωροθέα Μέρκελ ανέλαβε τη διακυβέρνηση της Γερμανίας τον Νοέμβριο του 2005 σε ηλικία 51 ετών (διαδεχόμενη τον σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ) και παρέμεινε στην καγκελαρία επί σχεδόν δεκαέξι συναπτά έτη, γεγονός που εξηγεί γιατί γίνεται ευρέως λόγος, τόσο στη Γερμανία όσο και στον υπόλοιπο κόσμο, για την εποχή της Μέρκελ.
Εχοντας αυτό κατά νου ο Πάολο Βαλεντίνο, ανταποκριτής επί σειρά ετών της Corriere della Sera στο Βερολίνο, επέλεξε να γράψει ένα βιβλίο για την απερχόμενη γερμανίδα καγκελάριο και να το τιτλοφορήσει έτσι ακριβώς: «L’ età di Merkel». Το βιβλίο του ιταλού δημοσιογράφου δεν είναι ούτε πολιτικό ούτε βιογραφικό. Περισσότερο αποτελεί, όπως επισημαίνει ο ίδιος ο συγγραφέας στον πρόλογό του, «μία απόπειρα αφήγησης της περιόδου που την εξουσία κατείχε μία γυναίκα η οποία ενηλικιώθηκε πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα και με επιμονή και αποφασιστικότητα, με προσαρμοστικότητα και σκληρότητα, με διακριτικότητα και γενναιότητα, σημάδεψε όσον κανένας άλλος ένα σημαντικό χρονικό διάστημα της γερμανικής και ευρωπαϊκής ιστορίας».
Με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου στην Ιταλία η Corriere della Sera προέβη στη προδημοσίευση δύο χαρακτηριστικών αποσπασμάτων του. Το πρώτο αφορά τη σχέση μεταξύ της γερμανίδας καγκελαρίου και του προέδρου της Ρωσίας Βλαντίμιρ Πούτιν ενώ το δεύτερο εστιάζεται σε μία συζήτηση που είχε η Ανγκελα Μέρκελ με τον αμερικανό πρώην πρόεδρο Τζορτζ Μπους τον νεότερο.
H G20 στη Ρωσία
Είναι δύσκολο να αντισταθείς στον πειρασμό να περιγράψεις τη σχέση ανάμεσα στην Ανγκελα Μέρκελ και τον Βλαντίμιρ Πούτιν, χρησιμοποιώντας τα λόγια του Οβιδίου, “nec sine te, nec tecum vivere possum” (ούτε χωρίς εσένα ούτε με σένα μπορώ να ζήσω). Τον Σεπτέμβριο του 2013, στην Αγία Πετρούπολη, ο Πούτιν φιλοξένησε ως εκ περιτροπής πρόεδρος τη σύνοδο κορυφής των G20 στο μεγαλοπρεπές Παλάτι του Κωνσταντίνου που βλέπει στον Φινλανδικό Κόλπο.
Στη σύνοδο κυριάρχησε ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία και η αντιπαλότητα ανάμεσα στον Πούτιν και τον αμερικανό πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, ο οποίος ήθελε το ελεύθερο από την Κίνα και τη Ρωσία για μια στρατιωτική επιχείρηση κατά του καθεστώτος του Ασαντ, ο οποίος είχε κριθεί ένοχος χρήσης χημικών όπλων.
Οπως αφηγείται ένας από τους συμμετέχοντες, σε εκείνη την περίπτωση ήταν εμφανής μια σχέση συνενοχής, παρότι ακούσια, μεταξύ της Μέρκελ και του Πούτιν. Πράγματι η καγκελάριος κράτησε ίσες αποστάσεις και, μαζί με πολλούς άλλους, δεν εκφράστηκε υπέρ μιας επέμβασης. Επρόκειτο για μία στάση που εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τον ρώσο ηγέτη.
Ακριβώς λόγω των διαφωνιών το δείπνο που ήταν αφιερωμένο στο συριακό ζήτημα συνεχίστηκε πολύ μετά τις επτά το απόγευμα, την προκαθορισμένη ώρα ολοκλήρωσής του. Στο επίσημο πρόγραμμα εκείνη την ώρα προβλεπόταν μία υπαίθρια παράσταση του μπαλέτου του περίφημου θεάτρου Μαριίνσκι.
Τελείωσαν μετά τη μία και οι περισσότεροι ηγέτες αποφάσισαν να πάνε για ύπνο. Οχι, όμως, η Μέρκελ. Είπε στον Πούτιν ότι δεν μπορούσαν να απογοητεύσουν τους καλλιτέχνες και ότι ευχαρίστως θα παρακολουθούσε την παράσταση. Ο Πούτιν δεν ήθελε τίποτα παραπάνω. Οπερ και εγένετο. Παρευρέθησαν τρεις: ο οικοδεσπότης, η Ανγκελα Μέρκελ και ο ιταλός πρωθυπουργός Ενρίκο Λέτα.
Εκανε ήδη αρκετό κρύο τη νύχτα στη Βαλτική. Και ο Βλαντίμιρ Βλαντιμίροβιτς, ευγενικός και με σχεδόν πατρική φροντίδα, πήγε ο ίδιος να φέρει δύο κουβέρτες, τις οποίες άπλωσε μία στην πλάτη και μία στα πόδια της Ανγκελα Μέρκελ.
Κάποτε στη Δύση…
«Ανγκελα, γιατί όσον αφορά τα πιο σημαντικά ζητήματα δεν αποφασίζεις ποτέ μόνη σου;», ρώτησε ο Τζορτζ Μπους. «Επειδή δεν μπορώ», απάντησε η Ανγκελα Μέρκελ. «Μα γιατί, Ανγκελα;», ανταπάντησε εκείνος. «Επειδή αυτό θέλατε εσείς», είπε εκείνη χαμογελώντας και ανασηκώνοντας τους ώμους της. Η σκηνή εκτυλίχθηκε το φθινόπωρο του 2007 στο Κρόφορντ του Τέξας, στο ράντσο που από το 2001 έως το 2008 αποκαλούταν Western White House.
Ο πρόεδρος των ΗΠΑ είχε προσκαλέσει την γερμανίδα καγκελάριο και τον σύζυγό της στο αγαπημένο του μέρος. Επρόκειτο για ένα προνόμιο που απολάμβανε μια περιορισμένη ομάδα ξένων ηγετών, μεταξύ άλλων ο Βλαντίμιρ Πούτιν και ο Τόνι Μπλερ, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι και ο βασιλιάς Αμπντάλα της Ιορδανίας, ο Αριέλ Σαρόν, ο Τζιανγκ Ζεμίν και ο Χοσέ Μαρία Αθνάρ.
Η πρόσκληση προς τη Μέρκελ δεν ήταν μόνο μία πολιτική και φιλική ενέργεια. Πίσω της υπήρχε ο θαυμασμός για εκείνη τη γυναίκα που ήρθε από το πουθενά, από το σκοτάδι μίας κομμουνιστικής δικτατορίας και κατέστη ηγέτιδα του πιο σημαντικού ευρωπαίου συμμάχου της Αμερικής, ακολουθώντας τα βήματα ενός γίγαντα όπως ο Χέλμουτ Κολ, τον οποίο ο Μπους ο νεότερος είχε γνωρίσει καλά ως φίλο του πατέρα του.
Η παράδοξη συνομιλία έλαβε χώρα στην κουζίνα. Παρόντες, πέρα από τον Μπους, την Μέρκελ και τον καθηγητή Σάουερ (σύζυγο της Μέρκελ), ήταν δύο συνεργάτες της καγκελαρίου και η Κοντολίζα «Κόντι» Ράις, υπουργός Εξωτερικών και έμπιστη σύμβουλος του προέδρου, γκουρού στην εξωτερική πολιτική και οικογενειακή φίλη. Η απάντηση της Μέρκελ άφησε άναυδο τον οικοδεσπότη. «Γιατί εμείς; Τι σχέση έχει η Αμερική;», ρώτησε ο Μπους.
Ηταν εκείνη η στιγμή που η Ράις, καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο πανεπιστήμιο Στάνφορντ, άρχισε να διδάσκει. Και μέσα σε λίγα λεπτά εξήγησε, με τη σαφήνεια και την απλότητα ενός ακαδημαϊκού που απευθύνεται σε πρωτοετείς φοιτητές, πως μετά τη νίκη στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικές συμμαχικές δυνάμεις ήθελαν να προστατέψουν τη νεοσύστατη Ομοσπονδιακή Δημοκρατία από κάθε κατάχρηση εξουσίας, ξορκίζοντας τον κίνδυνο μίας νέας δικτατορίας μετά τη ναζιστική τραγωδία. Οπότε φόρεσαν στο νέο κράτος τον κορσέ ενός Συντάγματος που κατακερμάτιζε τις δομές της εξουσίας οριζοντίως και καθέτως μέσω ενός αδύναμου εκτελεστικού, ενός κοινοβουλίου με λόγο επί παντός επιστητού και ενός ισχυρού και παρεμβατικού ανώτατου δικαστηρίου.
Στο τέλος του επέβαλαν και το ΝΑΤΟ, μια στρατιωτική συμμαχία που σχεδιάστηκε για να κρατάει «τους Αμερικανούς μέσα, τους Ρώσους έξω και τους Γερμανούς κάτω».
Ο Τζορτζ Μπους άκουσε συνεπαρμένος την εξήγηση της «Κόντι». Στη συνέχεια χαμογέλασε και αναφώνησε «Now I know!».