Ο Εουτζένιο Σκάλφαρι είναι ένας από τους πιο σημαντικούς δημοσιογράφους της μεταπολεμικής Ιταλίας. Γεννήθηκε στην Τσιβιταβέκια της Ρώμης τον Απρίλιο του 1924, ενώ με τη δημοσιογραφία άρχισε να ασχολείται υπό το φασιστικό καθεστώς, στο πανεπιστήμιο, ως φοιτητής Νομικής, στις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Πρωταγωνιστώντας ποικιλοτρόπως στα δημοσιογραφικά δρώμενα της πατρίδας του κατά τις επόμενες τρεις δεκαετίες, το 1976 προέβη στην ίδρυση της κεντροαριστερής La Repubblica, η οποία με τον Σκάλφαρι διευθυντή κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να κερδίσει τους ιταλούς αναγνώστες και να καταστεί μία εκ των κορυφαίων δύο εφημερίδων της Ιταλίας, μαζί με την ιστορική, ιδρυθείσα το 1876, κεντροδεξιά Corriere della Sera.
Σήμερα αυτή η σεβάσμια μορφή της ιταλικής δημοσιογραφίας διανύει τη δέκατη δεκαετία της, φέροντας στις πλάτες της περισσότερα από 97 χρόνια ζωής. Λόγω της προχωρημένης ηλικίας του, δεν εγκαταλείπει συχνά το σπίτι του, σπάνια συναντάται με κάποιους, λίγους, φίλους του, αλλά περιβάλλεται από ανθρώπους που τους αγαπάει και τον αγαπάνε εξίσου, διανύοντας τα τελευταία χρόνια της ζωής του γαλήνια και αρμονικά.
Πρόσφατα, ωστόσο, «πέρασα μία ανήσυχη νύχτα, γεμάτη σκέψεις και προβληματισμούς και διερωτήθηκα εάν η αιτία θα μπορούσαν να είναι τα γηρατειά», αποκαλύπτει ο γηραιός δημοσιογράφος σε κείμενό του στην εφημερίδα που ίδρυσε.
Ανατρέχοντας στο πυκνό παρελθόν του, θυμήθηκε ότι κατά τη διάρκεια της πολυετούς καριέρας του αντιμετώπισε πολλές φορές το ζήτημα του γήρατος, συνομιλώντας με σημαντικές, πολιτικές και καλλιτεχνικές προσωπικότητες της ιταλικής κοινωνίας.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990, για παράδειγμα, για τα γηρατειά αντάλλαξε απόψεις με δύο εκ των κορυφαίων εκπροσώπων του ιταλικού κινηματογράφου, τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τον Βιτόριο Γκάσμαν.
«Το 1996 είχα προσκαλέσει τον Γκάσμαν και τον Μαστρογιάνι σε μία αίθουσα του Grand Hotel της Ρώμης για μία ανοιχτή κουβέντα που θα ολοκληρωνόταν στη συνέχεια με ένα πρόγευμα. Ημασταν περίπου συνομήλικοι, γύρω στα εβδομήντα. Θυμάμαι να τους χαιρετάω, λέγοντας πως από κοινού ξεπερνούσαμε τους δύο αιώνες, αλλά εκείνοι δεν το έπιασαν το υπονοούμενο. Δεν είχαμε συναντηθεί ξανά, παρότι εκείνοι γνώριζαν πολλά για μένα και εγώ σχεδόν τα πάντα για εκείνους, τις ταινίες τους, τα θεατρικά τους, τους μεγάλους έρωτες τους, τις φευγαλέες περιπέτειες, τα χαρακτηριστικά των προσώπων, τη χροιά της φωνής τους», αναφέρει ο Σκάλφαρι.
Ο Μαστρογιάνι περπατούσε με μικρά βήματα, ελαφρώς καμπουριαστός, φορούσε γυαλιά με σκελετό από ταρταρούγα και «ήταν εμφανώς αδυνατισμένος και γερασμένος». Ο Γκάσμαν ήταν επίσης αδύνατος, αλλά γυμνασμένος, ενώ το πρόσωπό του ήταν «αυλακωμένο από εκατό λεπτές ρυτίδες, σαν αυτές του μήλου στο απόγειο της ωριμότητάς του». Ωστόσο, δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να περάσουν το πρωινό τους συζητώντας για τα γηρατειά, για τον χρόνο που περνά, για τη σημασία της μνήμης.
Από εκείνη την πρώτη συνάντησή τους, που εξελίχθηκε σε συζήτηση διάρκειας τριών ωρών, ο Σκάλφαρι θυμάται τον Μαστρογιάνι να υποστηρίζει ότι τα γηρατειά έρχονται όταν δεν το περιμένεις: «Κάποια στιγμή αρχίζουν να σε αποκαλούν δάσκαλο. “Δάσκαλος τίνος;”, λέω εγώ. Και μου απαντούν: “Πρόκειται περί σεβασμού”», είχε πει.
Οσον αφορά τα σημάδια του περάσματος στην τρίτη ηλικία, ο κατεξοχήν γόης του ιταλικού κινηματογράφου είχε αναφέρει: «Θα είναι κάποιο γρανάζι που δεν λειτουργεί πια όπως παλιά, θα είναι μια πτυχή στο στόμα, μία ρυτίδα στη μέση του μετώπου, δεν ξέρω, ένας διαφορετικός τρόπος που σε κοιτάνε οι γυναίκες, πιο γλυκός, λιγότερο επιθετικός».
«Εχεις παρατηρήσει πώς ενώ ήσουν πάντα, επί πολλά χρόνια, ο μικρότερος της παρέας, κάποια στιγμή, μέσα σε έξι μήνες, γίνεσαι ξαφνικά ο μεγαλύτερος; Και αντιλαμβάνεσαι πως από εκείνη τη στιγμή και μετά θα είναι πάντα έτσι, θα είσαι ο πιο ηλικιωμένος, θα σε αντιμετωπίζουν με σεβασμό, εάν σου ταιριάζει και εάν οι νέοι είναι καλοπροαίρετοι, ή με κάποια συμπόνια, ακόμη και με προστατευτική διάθεση, επιθυμώντας να σε στείλουν για ύπνο νωρίς, φοβούμενοι μην τυχόν κουραστείς ή ίσως επειδή εκείνοι κουράζονται από εσένα», είχε συμπληρώσει ο Γκάσμαν.
Ο Σκάλφαρι θυμάται επίσης τους δύο άνδρες να παραπονιούνται για «μητρικά» βλέμματα των γυναικών, αλλά και για τα παιδιά τους, που τους αντιμετώπιζαν ολοένα πιο προστατευτικά.
Αναπολώντας τες σήμερα, σχεδόν τρεις δεκαετίες μετά και με τους δύο ηθοποιούς να έχουν εγκαταλείψει τα εγκόσμια εδώ και καιρό, ο Σκάλφαρι δηλώνει πως «εκείνες οι σκέψεις για τα γηρατειά σχεδόν με κάνουν να χαμογελάω». Κατανοεί επίσης την απροθυμία του Μαστρογιάνι και του Γκάσμαν να αποφύγουν τη συζήτηση.
«Είναι αλήθεια ότι ο χρόνος περνούσε γρήγορα, όπως για τον καθένα μας, αλλά εκείνοι είχαν επινοήσει ένα σύστημα για να τον εξαπατήσουν. Το οποίο είναι βασικά το σύστημα που όλοι υιοθετούμε, κάποιοι με περισσότερη τύχη από άλλους. Και αυτό το σύστημα είναι η δουλειά. Σήμερα ξαναδιάβασα τα λόγια του Μαστρογιάνι εκείνης της ημέρας με άλλα μάτια: “Η δική μας δουλειά, του ηθοποιού, είναι πάνω από όλα ένα παιχνίδι. Επιπλέον οι Γάλλοι λένε ‘jouer’, οι Αγγλοι ‘play’, παιχνίδι, παίζω. Αυτό είναι το θέατρο, είτε είναι κωμωδία είτε τραγωδία ή κινηματογράφος, είναι πάντα παιχνίδι”. “Η ζωή είναι επίσης ένα παιχνίδι”. “Είμαι πεπεισμένος για αυτό”. “Δηλαδή η ζωή είναι θέατρο;”. ”Από πολλές απόψεις, πιστεύω πως ναι”», είχε σημειώσει ο Μαστρογιάνι.
Ολοκληρώνοντας το κείμενό του, ο Σκάλφαρι συμφωνεί πως η ζωή είναι πολύ σύντομη, πως κάποιος θυμάται ακόμα τα λόγια των γονιών του και την «ευλογημένη» παιδική του ηλικία «ωσάν να ήταν χθες», αλλά κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται πως πέρασε ο χρόνος και άσπρισαν τα μαλλιά του. Λαμβάνοντας αυτό υπόψη ο Βιτόριο Γκάσμαν είχε παραπονεθεί στον Θεό ότι μας προσέφερε μία και, μάλιστα, σύντομη ζωή ενώ εκείνος θα ήθελε τουλάχιστον δύο.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι τρεις άνδρες, κατά την πρώτη τους συνάντηση, είχαν επίσης μιλήσει για τις προόδους της επιστήμης που θα μπορούσαν να συμβάλουν στην παράταση της ζωής. «Διάβασα μόλις πριν από λίγες μέρες ότι ο Τζεφ Μπέζος, ο ιδιοκτήτης της Amazon επενδύει δισεκατομμύρια για αυτόν τον σκοπό. Αλλά εξακολουθώ να διερωτώμαι ακόμη σήμερα τι θα άλλαζε; Τριάντα, πενήντα χρόνια ακόμα, θα περνούσαν αστραπιαία», υποστηρίζει ο Σκάλφαρι.
Οσον αφορά τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι και τον Βιτόριο Γκάσμαν, «ποιος ξέρει εάν εσείς, φίλοι ηθοποιοί, είχατε δίκιο που δεν πήρατε πολύ στα σοβαρά αυτήν την ιστορία των γηρατειών, γνωρίζοντας ότι καμία ζωή στη σκηνή, κανένας χαρακτήρας κλεμμένος από τη φαντασία δεν μπορεί να ξεγελάσει τον χρόνο ή τη ζωή. Και ποιος ξέρει αν τώρα έχετε κάπου υλοποιήσει εκείνο το σχέδιο ενός οίκου ευγηρίας για παλιούς ηθοποιούς και παλιούς σκηνοθέτες, για να κουβεντιάζετε λίγο μεταξύ σας, να συνεχίζετε να παίζετε, να παραμένετε πάση θυσία παιδιά», γράφει ο Σκάλφαρι.