Από τότε που το κόμμα του Ταγίπ Ερντογάν ανέβηκε στην εξουσία, το 2002, η Αγκυρα έχει διαχρονικά τρεις στόχους: στρατηγική αυτονομία, αναζήτηση ισχύος και ευημερίας.
Στο πλαίσιο αυτό, όλα τα χρόνια του Ερντογάν, η τουρκική εξωτερική πολιτική, με μια σειρά ελιγμών και υπαναχωρήσεων αναζητεί την επίτευξη των στόχων αυτών, είτε προσεγγίζοντας την ΕΕ –κάτι στο οποίο απέτυχε– είτε επιδιώκοντας να παίξει ουσιαστικό περιφερειακό ρόλο στην περιοχή της Μέσης Ανατολής –κάτι στο οποίο επίσης απέτυχε– είτε ενισχύοντας τις σχέσεις της με τη Ρωσία και, εσχάτως, επιστρέφοντας στην αναζήτηση των στόχων αυτών, και πάλι στη Δύση.
Αυτό εξηγεί ο Στίβεν Κουκ, μέλος του αμερικανικού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, σε ανάλυσή του στο Foreign Policy, η οποία αναφέρεται στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας υπό τη διακυβέρνηση Ερντογάν. Ο ίδιος σημειώνει ότι οι τέσσερις βασικοί κύκλοι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ξεκίνησαν το 2002, με στόχο την ένταξη στην ΕΕ. Κάτι τέτοιο τελείωσε γρήγορα, εξαιτίας της ευρωπαϊκής αντίθεσης και των υπαναχωρήσεων της Τουρκίας. Αφού, λοιπόν, αυτό δεν επετεύχθη, στη συνέχεια στράφηκε στον στόχο της ανάδειξης της Τουρκίας σε περιφερειακή δύναμη στη Μέση Ανατολή.
Στην προσπάθειά του να επιτύχει κάτι τέτοιο επιχείρησε να παρουσιαστεί ως ο διαπραγματευτής που επιλύει προβλήματα, παρεμβαίνοντας στη Γάζα και υποστηρίζοντας τους Αδελφούς Μουσουλμάνους στην Αίγυπτο. «Λάθος επιλογές» γράφει ο Κουκ, που οδήγησαν στην αλλαγή πολιτικής, με αποτέλεσμα να υπάρξει προσπάθεια προσέγγισης με την Αίγυπτο, το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Παράλληλα, όπως ανέφερε, «μια συμμαχία Αιγύπτου, Ελλάδας, Κύπρου, Ισραήλ, Γαλλίας, ΗΑΕ και Σαουδικής Αραβίας εναντιώθηκε στην άσκηση ισχύος εκ μέρους της Τουρκίας. Εν μέρει, αυτή η προσπάθεια εξισορρόπησης έλαβε τη μορφή του Eastern Mediterranean Gas Forum, στο οποίο συμμετέχουν η Αίγυπτος, η Ελλάδα, η Κύπρος και το Ισραήλ.
»Αυτό το φόρουμ αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, μια ad hoc μορφή πολυμερούς συντονισμού ασφαλείας, υπό τον μανδύα της οικονομικής/ ενεργειακής συνεργασίας. Σίγουρα, υπάρχει πολύ φυσικό αέριο για εκμετάλλευση στην περιοχή και κίνητρα για περιφερειακή συνεργασία για τη μεταφορά του στις αγορές, αλλά δεν μπορεί παρά να παρατηρήσει κανείς ότι οι πολεμικές αεροπορίες της Σαουδικής Αραβίας, των Εμιράτων, του Ισραήλ και της Ελλάδας έκαναν κοινές ασκήσεις στην Μεσόγειο, ενώ το γαλλικό Ναυτικό περιπολούσε στην περιοχή, κοντά στην Κύπρο.
»Απομονωμένος και ταλαιπωρημένος από μια νομισματική κρίση που προκάλεσε ο ίδιος, ο Ερντογάν αποφάσισε να αλλάξει και πάλι προσανατολισμό, επιδιώκοντας την αποκατάσταση των σχέσεων με την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία, το Ισραήλ και τα Εμιράτα, και παράλληλα, επιδιώκοντας επενδύσεις και καλύτερες σχέσεις με την Ουάσινγκτον».
Ο τούρκος πρόεδρος μπορεί να άλλαξε πορεία στη Μέση Ανατολή, αλλά παρέμεινε συνεπής στην προσέγγισή του με την Ρωσία, μια πορεία που έχει αφετηρία την επιδίωξή του για μια αδέσμευτη εξωτερική πολιτική και την αύξηση του γοήτρου της Τουρκίας. Ετσι φτάσαμε, σημειώνει ο αρθρογράφος, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ, η οποία προσέφερε στον Ερντογάν μια ευκαιρία να παρουσιάσει την Τουρκία ως ισχυρή δύναμη, που μπορεί να ακολουθήσει μια αδέσμευτη πολιτική.
Ο τούρκος πρόεδρος προσπάθησε να αναστείλει τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ για αρκετό καιρό, ώστε να αποσπάσει μια δέσμευση από τον Τζο Μπάιντεν για την πώληση των F-16, αλλά και να πείσει τους ηγέτες της ΕΕ να ανανεώσουν τη συνεργασία τους με την Τουρκία, η οποία ενδεχομένως να οδηγήσει σε μια ενισχυμένη συμφωνία τελωνειακής ένωσης. Αφού πέτυχε αυτούς τους στόχους, στη συνέχεια συμφώνησε για την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.