Ο Μπάιντεν δείχνει να συμπάσχει με την αγωνία του Σολτς (αριστερά) για την επάρκεια φυσικού αερίου τον χειμώνα | REUTERS/Lukas Barth
Θέματα

Ανάλυση: Ποιος θα είναι ο πραγματικός νικητής του ενεργειακού πολέμου

Η Γερμανία ζητεί την αλληλεγγύη της Ευρώπης καθώς ο Πούτιν κλείνει τη στρόφιγγα του φυσικού αερίου. Και οι δύο πλευρές ωστόσο, ΕΕ και Ρωσία, θα βγουν χαμένες από την ενεργειακή κρίση που φαίνεται ότι θα αποφέρει μεσοπρόθεσμα σημαντικά κέρδη για τις Ηνωμένες Πολιτείες
Protagon Team

«Μόλις υπέγραψα ένα μνημόνιο κατανόησης με τους Ευρωπαίους και Ανατολικοευρωπαίους συναδέλφους μου ότι επιθυμούμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον σε ό,τι αφορά την ενεργειακή ασφάλεια» δήλωσε την Δευτέρα ο ο υπουργός Οικονομίας και αντικαγκελάριος της Γερμανίας Ρόμπερτ Χάμπεκ. 

Το μνημόνιο που υπογράφηκε στο Λουξεμβούργο μεταξύ της Γερμανίας, της Αυστρίας, της Τσεχίας, της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Σλοβακίας αποτελεί ουσιαστικά μια δέσμευση αλληλοβοήθειας για την επάρκεια ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου αν υλοποιηθεί το χειρότερο σενάριο που προβλέπει την πλήρη διακοπή της ροής αερίου από τη Ρωσία στην Ευρώπη τον χειμώνα που έρχεται.

Η γερμανική πολιτική ηγεσία χορεύει ήδη στους ρυθμούς του πανικού που προκαλεί το σταδιακό κλείσιμο της στρόφιγγας από τον Πούτιν με τη σοβιετικής εμπνεύσεως δικαιολογία, που ουδείς πιστεύει, ότι τάχα εκτελούνται εργασίες συντήρησης στους αγωγούς.  

«Ενα μάθημα που προκύπτει από τον πόλεμο στην Ουκρανία είναι το πόσο επικίνδυνο είναι για μια χώρα να εξαρτάται από έναν γεωπολιτικό της αντίπαλο για την παροχή ενέργειας» σχολίασε την Τρίτη στους Financial Times o βρετανός δημοσιογράφος Γκίντεον Ράχμαν, σε μια ανάλυση που εξηγεί «γιατί οι ΗΠΑ μπορεί να είναι ο πραγματικός νικητής των ενεργειακών πολέμων»  

Καθώς η Ρωσία κλείνει τη στρόφιγγα και η Γερμανία ζητεί την αλληλεγγύη της Ευρώπης για τον χειμώνα που έρχεται, οι παρενέργειες του εναγκαλισμού και της εξάρτησης από τον Πούτιν δεν σκιάζουν απλώς την κληρονομιά της Μέρκελ. Απειλούν να σβήσουν το «φουγάρο» της οικονομικής ατμομηχανής της Ευρώπης ρίχνοντάς την πάλι, μετά τον κορονοϊό, σε ύφεση. 

Παράλληλα, η ευρύτερη εικόνα, όπως αποτυπώνεται από τον Ράχμαν, δείχνει ότι και αυτός ο ενεργειακός πόλεμος θα έχει κερδισμένους και χαμένους. 

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. 

Η πετρελαϊκή κρίση της δεκαετίας του 1970 δίδαξε στους πολιτικούς της Δύσης ένα πικρό μάθημα για την ισχύ των ενεργειακών υπερδυνάμεων του κόσμου. Μισό αιώνα αργότερα, τα διδάγματα αυτά επαναλαμβάνονται. 

Την ώρα που η Γερμανία βρίσκεται σε πανικό, ο Μπάιντεν, ενόψει και των ενδιάμεσων εκλογών του Νοεμβρίου, βάζει νερό στο κρασί του σε ό,τι αφορά τη ρητορική έναντι της Σαουδικής Αραβίας και θα μεταβεί στο Ριαντ τον επόμενο μήνα για να ζητήσει από τους Σαουδάραβες να αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου.

«Το μάθημα μοιάζει απλό όσο και αποκαρδιωτικό. Το 2022, όπως και το 1973, οι μεγάλοι παραγωγοί πετρελαίου του πλανήτη μπορούν ακόμα να κάνουν τις μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις του κόσμου να χορεύουν στο μελωδικό τους ρυθμό» σημειώνει ο Ράχμαν. 

Ωστόσο, το ποιος θα βγει τελικά κερδισμένος από τον νέο ενεργειακό πόλεμο δεν φαίνεται με την πρώτη ματιά. Για παράδειγμα, ο Πούτιν δείχνει αυτή την ώρα να είναι ισχυρός καθώς εκβιάζει τους Ευρωπαίους με τη στρόφιγγα αλλά «η θέση της Ρωσίας θα επιδεινωθεί δραματικά τα επόμενα τρία χρόνια», σχολιάζουν αναλυτές.

Η Αμερική αντιμετωπίζει όντως πρόβλημα βραχυπρόθεσμα, και με πολιτικές διαστάσεις, αλλά βρίσκεται σε ισχυρή θέση σε ό,τι αφορά τόσο τον μεσοπρόθεσμο όσο και τον μακροπρόθεσμο ορίζοντα. 

Και η ΕΕ; Εδώ εντοπίζεται η κληρονομιά του κοντόφθαλμου εναγκαλισμού με τον Πούτιν. Η Ευρώπη αντιμετωπίζει αυτή τη στιγμή τα μεγαλύτερα προβλήματα τόσο βραχυπρόθεσμα όσο και σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα. 

Γιατί; Γιατί δεν είναι μόνο ο Πούτιν. Είναι και η απουσία στέρεης και άμεσα εφαρμόσιμης εναλλακτικής. «Παρά τις γενναίες εξαγγελίες για την ενεργειακή διαφοροποίηση και την απαλλαγή από τον άνθρακα, οι Ευρωπαίοι απέχουν ακόμη πολύ από την εύρεση μιας βιώσιμης νέας ενεργειακής στρατηγικής» διαπιστώνει ο Ράχμαν.

Αλλά και για τον Πούτιν, το παιχνίδι είναι επικίνδυνο. Γιατί ακόμα και αν καταφέρει να εκβιάσει βραχυπρόθεσμα τους Ευρωπαίους, αναμένοντας παραχωρήσεις στο μέτωπο της Ουκρανίας, μακροπρόθεσμα καταστρέφει έναν από τους βασικούς πυλώνες της ρωσικής ισχύος. «Διότι, ενώ πριν από τον πόλεμο η Ρωσία είχε μπροστά της 30 ακόμα χρόνια εγγυημένων εσόδων από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, τώρα το πολύ να έχει τρία» αναφέρει ανώτερος γερμανός αξιωματούχος.  

Αλλά και βραχυπρόθεσμα, η ολική διακοπή των εξαγωγών φυσικού αερίου στην Ευρώπη σημαίνει και την απώλεια του 1 δισ. ευρώ που ρέει ημερησίως στα ταμεία της Ρωσίας, κυρίως από τη Γηραιά Ηπειρο. 

Η Ρωσία μπορεί να βρει εναλλακτικές αγορές για να πουλήσει το πετρέλαιό της, κυρίως στην Ινδία και την Κίνα, αλλά το αέριο της εξάγεται με αγωγούς. Και οι μεγάλοι αγωγοί κατευθύνονται στην Ευρώπη. Η κατασκευή νέων προς την Κίνα θα απαιτούσε χρόνια και επομένως η Ρωσία κινδυνεύει να βρεθεί σύντομα με ένα περιουσιακό στοιχείο που δεν θα έχει πού να το πουλήσει.

Και οι Ευρωπαίοι, από την πλευρά τους, τρέχουν. Η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν επισκέφθηκε το Ισραήλ και την Αίγυπτο και υπέγραψε μια νέα συμφωνία για το φυσικό αέριο. Ο καγκελάριος της Γερμανίας Ολαφ Σολτς βρέθηκε πρόσφατα στη Σενεγάλη και στήριξε την ανάπτυξη ενός νέου κοιτάσματος αερίου στην περιοχή. 

Το ερώτημα όμως είναι πόσο γρήγορα και πόσο ομαλά μπορεί η Ευρώπη να αντικαταστήσει τη ρωσική ενέργεια. Στελέχη της ενεργειακής βιομηχανίας διατηρούν επιφυλάξεις. Λένε ότι τα επόμενα πέντε χρόνια θα είναι δύσκολα και ότι η ανάγκη για ρωσική ενέργεια μπορεί να μειωθεί, αλλά όχι να εξαλειφθεί. 

Αρα υπάρχει ο κίνδυνος οι ευρωπαίοι καταναλωτές να συνεχίζουν να βλέπουν αυξημένες τιμές και η βιομηχανία να αντιμετωπίσει προβλήματα για την εξασφάλιση των απαραίτητων προμηθειών.

«Οι ΗΠΑ ήδη εκτόπισαν τη Ρωσία, έγιναν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ενέργειας»

Για την Αμερική, αντίθετα, τα πράγματα είναι σαφώς καλύτερα. Οπως σημειώνει ο διάσημος οικονομικός αναλυτής και συγγραφέας Ντάνιελ Γιέργκιν, η Αμερική έχει εκτοπίσει τη Ρωσία και είναι πλέον ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ενέργειας στον κόσμο. Και οι υψηλότερες τιμές ενέργειας που πλήττουν τους καταναλωτές στις ΗΠΑ, είναι όφελος για τους αμερικανικούς κολοσσούς εξόρυξης σχιστολιθικού αερίου. 

Βεβαίως, η παραγωγή των ΗΠΑ δεν αρκεί από μόνη της να προστατεύσει τους αμερικανούς καταναλωτές από την αύξηση των τιμών του πετρελαίου διεθνώς. Και η επιθυμία της Ουάσιγκτον να απομονώσει όχι μόνο τη Ρωσία αλλά και το Ιράν και τη Βενεζουέλα, ενίσχυσε μοιραία τη θέση της Σαουδικής Αραβίας. 

«Είναι αδύνατο, ακόμη και για τις ΗΠΑ, να αντιμετωπίζουν ταυτόχρονα όλους τους μεγάλους πετρελαιοπαραγωγούς του κόσμου ως παρίες» σχολιάζει ο Ράχμαν. Και σε αντίθεση με τη Ρωσία ή το Ιράν, η Σαουδική Αραβία είναι σύμμαχος των ΗΠΑ εδώ και πολύ καιρό.

Η εξάρτηση από τους Σαουδάραβες θα σταματήσει μόνο αν η Δύση υλοποιήσει την πράσινη μετάβαση και απαλλαγεί από τον άνθρακα για να προστατεύσει το περιβάλλον. Αν πάψει δηλαδή να χρειάζεται αυτό που πουλάνε οι Σαουδάραβες.

Βραχυπρόθεσμα, ωστόσο, η παγκόσμια ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο στην Ουκρανία αυξάνει τη ζήτηση για όλα τα ορυκτά καύσιμα που δεν προέρχονται από τη Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου και του άνθρακα, του πιο βρώμικου από όλα. Η Γερμανία ξανανοίγει τα εργοστάσια και η Κίνα αγκαλιάζει ακόμη πιο σφιχτά τη δική της και πιο αξιόπιστη πηγή ενέργειας, τον άνθρακα.

Και όλοι αντιλαμβανόμαστε ότι ο φετινός χειμώνας για την Ευρώπη, μαζί με τα ρίσκα και τους κινδύνους θα έχει και στιγμές σουρεαλισμού. Καθώς δίπλα στα φουγάρα των εργοστασίων παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος που θα καίνε άνθρακα και αναγκαστικά ανοίγουν ξανά, θα παρκάρουν «καθαρά» ηλεκτρικά αυτοκίνητα, επιδοτούμενα από την ΕΕ στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης…