Ποιος είναι ο λόγος που ο αποπληθωρισμός –η μείωση του γενικού επιπέδου των τιμών– είναι ένα σπάνιο φαινόμενο; Γιατί οι τιμές που πέταξαν στα ύψη μετά την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν προβλέπεται να μειωθούν;
Η απόπειρα να απαντηθούν αυτά τα ερωτήματα ξεκινάει από την αποσαφήνιση των όρων. Οταν ακούμε και διαβάζουμε ότι ο πληθωρισμός μειώθηκε, αυτό δεν σημαίνει ότι μειώθηκαν οι τιμές. Σημαίνει ότι μειώθηκε ο ρυθμός της αύξησης των τιμών. Αρα, οι τιμές και πάλι αυξήθηκαν.
Μείωση των τιμών έχουμε μόνο όταν έχουμε αποπληθωρισμό. Ωστόσο, αυτό το φαινόμενο είναι σπάνιο. Το βιώσαμε στην Ελλάδα την εποχή της ύφεσης, της οικονομικής καχεξίας και της ανασφάλειας, τη δεκαετία των μνημονίων. Παρατηρήθηκε και στις ΗΠΑ την εποχή της Μεγάλης Υφεσης, κατά τη δεκαετία του 1930.
Ωστόσο, πέρα από τα παραδείγματα τόσο μεγάλων κρίσεων, όπου τα πράγματα ξεφεύγουν από κάθε έλεγχο, οι θεσμοί που επηρεάζουν τη λειτουργία του οικονομικού συστήματος σε ΕΕ και ΗΠΑ προσπαθούν να «κουρδίζουν» τις οικονομίες στην κατεύθυνση της ήπιας αύξησης των τιμών, ιδανικά κοντά στο 2%.
Υπάρχει λόγος που συμβαίνει αυτό και εξηγεί γιατί μετά από τόσες αυξήσεις τιμών δεν μπορούμε –δυστυχώς– να προσδοκούμε μείωση του γενικού επιπέδου των τιμών, παρά μόνο τη μείωση του ρυθμού αύξησης των τιμών σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Στις ΗΠΑ, όπως επισημαίνει η Κάθριν Ράμπελ στην Washington Post, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) «θέλει οι τιμές να αυξάνονται λιγότερο γρήγορα από ό,τι συνέβαινε τα τελευταία χρόνια, αλλά παρ’ όλα αυτά να αυξάνονται». Αντίστοιχα, ο στόχος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) για τον πληθωρισμό είναι να κινείται με ρυθμό έως 2%.
«Στη σύγχρονη εποχή, σχεδόν ποτέ δεν είδαμε την πορεία των τιμών να κινείται αρνητικά στις Ηνωμένες Πολιτείες» σημειώνει η Ράμπελ. Διευκρινίζει ότι δεν μιλάει για αυξομειώσεις τιμών (π.χ. σε τρόφιμα και καύσιμα λόγω φυσικών καταστροφών), αλλά στο πώς κινείται το γενικό επίπεδο των τιμών.
«Οι τιμές κινούνται προς τα πάνω βάσει σχεδίου» εξηγεί. Και αυτό γιατί «οι οικονομολόγοι θεωρούν ότι η ανοδική τάση των τιμών είναι καλό πράγμα, αρκεί να συμβαίνει με περιορισμένο, σταθερό και προβλέψιμο ρυθμό». H λογική που περιγράφει η Ράμπελ λέει ότι ένας περιορισμένος ρυθμός αύξησης των τιμών διευκολύνει της οικονομική ανάπτυξη, μειώνει τον κίνδυνο ύφεσης και βοηθά τις επιχειρήσεις και τους καταναλωτές να προγραμματίσουν τις κινήσεις τους.
Πού βασίζεται όμως αυτό συμπέρασμα που μας λέει και ότι δεν θα πρέπει να περιμένουμε ως καταναλωτές μειώσεις τιμών μετά από τόσες αυξήσεις;
Οπως εξηγεί η WP, αν οι τιμές συνολικά πέφτουν, αυτό συνεπάγεται προβλήματα για την οικονομία. Διότι όταν συμβαίνει αυτό «οι άνθρωποι αναβάλλουν τις αγορές τους επειδή περιμένουν ότι οι τιμές θα πέσουν ακόμη περισσότερο. Κανείς δεν θέλει να είναι το κορόιδο που αγόρασε σήμερα ένα νέο τηλέφωνο ή ένα χειμερινό παλτό μόνο και μόνο για να δει αύριο την τιμή του να πέφτει» εξηγεί η Ράμπελ.
Η αναβολή της πραγματοποίησης αγορών όταν κάποιος αναμένει μείωση των τιμών είναι ένας ορθολογικός υπολογισμός από την πλευρά του καταναλωτή. Αν, ωστόσο, όλοι σταματήσουν να αγοράζουν πράγματα ταυτόχρονα, η οικονομία θα πέσει σε ύφεση. «Οσο οι καταναλωτές θα τηρούν στάση αναμονής, τα καταστήματα δεν θα μπορούν να πουλήσουν τα προϊόντα τους, οπότε θα απολύουν εργαζόμενους, οι οποίοι με τη σειρά τους θα μειώνουν ακόμη περισσότερο τις δαπάνες, γεγονός που θα οδηγεί σε μεγαλύτερη μείωση των πωλήσεων, και ούτω καθεξής» εξηγεί την αλυσίδα η αμερικανική εφημερίδα.
Εχει παρατηρηθεί αυτό το φαινόμενο και σε άλλες περιπτώσεις, πέρα από τη Μεγάλη Υφεση στις ΗΠΑ και την περίοδο των μνημονίων στη χώρα μας; Ναι. Από το 1991 έως το 2001 η Ιαπωνία βίωσε μια περίοδο οικονομικής στασιμότητας και αποπληθωρισμού γνωστή ως «η χαμένη δεκαετία».
Εκτός από τον κίνδυνο ύφεσης που οδηγεί τους παράγοντες χάραξης πολιτικής σε συγκεκριμένες ενέργειες, υπάρχει και ένας ακόμη λόγος για τον οποίο είναι τεχνικά δύσκολο να υποχωρήσουν οι τιμές: διότι οι μισθοί επίσης αυξάνονται. Σύμφωνα με την Ράμπελ, παρότι οι μισθοί στις ΗΠΑ δεν έχουν αυξηθεί αρκετά (κάτι που σίγουρα ισχύει στην Ελλάδα), παρά ταύτα κινούνται ανοδικά. Κάποιοι δείκτες στην Αμερική δείχνουν πάντως ότι η αύξηση των μισθών φαίνεται να προσεγγίζει την αύξηση του γενικού επιπέδου των τιμών.
Γιατί όμως η αύξηση των μισθών κάνει δυσκολότερη τη μείωση των τιμών; Διότι το κόστος της εργασίας αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μέρος του κόστους των προϊόντων που αγοράζουμε. Αρα, πληρώνουμε ως τελικοί αγοραστές πιο ακριβά και την εργασία σε κάθετί που καταναλώνουμε.
Στους παραπάνω παράγοντες πρέπει να προστεθεί και ο «πληθωρισμός της απληστίας», ένα φαινόμενο ιδιαίτερο έντονο σε χώρες όπου ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί σωστά, όπως η Ελλάδα, ή οι έλεγχοι στην αγορά είναι πλημμελείς – στη χώρα μας το αρμόδιο Υπουργείο για αυτή τη διαδικασία είναι το υπουργείο Ανάπτυξης.
Η πλέον επίσημη μελέτη, αυτή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, δείχνει ότι για τον πληθωρισμό της Ευρωζώνης από τις αρχές του 2022, οι τιμές των εισαγόμενων αγαθών (ενέργεια, τρόφιμα) ευθύνονταν κατά 45%, η αύξηση των κερδών κατά 45%, και το κόστος εργασίας κατά 10%.
Το φαινόμενο αυτό ήταν ιδιαίτερα ορατό στα ράφια των ελληνικών σουπερμάρκετ κατά τους τελευταίους μήνες. Μετά, δε, από την καταστροφή που προκάλεσε ο μεσογειακός κυκλώνας Daniel στη Θεσσαλία, προστίθεται ένας ακόμη παράγοντας που πιέζει τις τιμές προς τα πάνω, ίσως τη χειρότερη στιγμή.
Διότι πάνω στη διαταραχή της εφοδιαστικής αλυσίδας από την Covid, την ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία και την αύξηση των τιμών λόγω του φαινομένου της επιχειρηματικής απληστίας (greed-flation), έρχεται να προστεθεί η πίεση από τις ελλείψεις των γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων που παράγονταν στη Θεσσαλία.
Το σκηνικό αυτό καθιστά επιτακτική την ένταση των προσπαθειών από την πλευρά της κυβέρνησης για να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός και να τιμωρηθούν παραδειγματικά τα φαινόμενα αισχροκέρδειας.