Οι κίνδυνοι της κατανάλωσης αλκοόλ στη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι γνωστοί εδώ και δεκαετίες. Για πρώτη φορά, όμως, μια νέα επιστημονική έρευνα επισημαίνει ότι ακόμα και μικρή ποσότητα αλκοόλ λίγο πριν από τη σύλληψη και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να επιφέρει αλλοιώσεις στα χαρακτηριστικά του προσώπου του παιδιού που θα γεννηθεί.
Οι επιστήμονες προειδοποιούν ότι το πρόσωπο του βρέφους λειτουργεί ως «καθρέφτης υγείας», κάτι σαν χάρτης της μελλοντικής υγείας του στη ζωή. Αναλύσεις στα χαρακτηριστικά του βρεφικού προσώπου έδειξαν πως κάποιες ατέλειες ίσως συνδέονται με την κατανάλωση αλκοόλ κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Η επιστημονική ονομασία της επίπτωσης των αλκοολούχων ποτών στην εγκυμοσύνη, που είναι γνωστή από τη δεκαετία του ’70, είναι «αλκοολούχα διαταραχή του εμβρυϊκού φάσματος» (FASD) και οδηγεί σε ψυχικά και σωματικά αναπτυξιακά προβλήματα του παιδιού. Τώρα η επιστήμη προσθέτει στη λίστα των επιπτώσεων και τις αλλοιώσεις των χαρακτηριστικών του προσώπου του.
Το βρετανικό Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) αναφέρει ότι δεν είναι γνωστό ποια ποσότητα αλκοόλ –αν όχι οποιαδήποτε– είναι σε θέση να αντέξει το έμβρυο στη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Το συκώτι του εμβρύου δεν είναι ανεπτυγμένο σε σημείο ώστε να επεξεργάζεται σωστά τις χημικές ουσίες του αλκοόλ. Οι γιατροί συστήνουν στις εγκύους να μην καταναλώνουν αλκοολούχα ποτά, για να αποφύγουν το ρίσκο στην υγεία του παιδιού τους.
Φωτογραφίες περισσότερων από 3.000 εννιάχρονων και σχεδόν 2.500 13χρονων παιδιών τοποθετήθηκαν σε έναν αλγόριθμο τεχνητής νοημοσύνης, που εντόπισε 200 σημεία στο πρόσωπο, γνωστά ως χαρακτηριστικά προσώπου. Οι μητέρες τους ερωτήθηκαν πόσο έπιναν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και λίγο πριν από αυτήν, πόσο τακτικά κατανάλωναν αλκοόλ και μέχρι ποιο σημείο της εγκυμοσύνης τους.
«Για αυτή την έρευνα, αναπτύξαμε έναν αλγόριθμο βασισμένο σε τεχνητή νοημοσύνη, ο οποίος λαμβάνει τρισδιάστατες εικόνες υψηλής ανάλυσης του προσώπου και παράγει 200 μοναδικές μετρήσεις ή “χαρακτηριστικά”», εξηγεί στην Telegraph ο καθηγητής Γενάντι Ροστσούπκιν, του Ιατρικού Κέντρου Erasmus, στο Ρότερνταμ.
«Κάναμε αυτή την ανάλυση για να αναζητήσουμε συσχετίσεις με την προγεννητική έκθεση στο αλκοόλ και αναπτύξαμε χάρτες θερμότητας για να εμφανίσουμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του παιδικού προσώπου που σχετίζονται με την κατανάλωση αλκοόλ της μητέρας» λέει ο Ροτσούπκιν. Οι μητέρες που δεν έπιναν για τρεις μήνες πριν μείνουν έγκυοι ή σε οποιοδήποτε σημείο πριν από τη γέννηση του παιδιού τους, ήταν η ομάδα ελέγχου της έρευνας.
Τα στοιχεία αυτά τέθηκαν σε σύγκριση με εκείνα γυναικών που έπιναν αλκοόλ πριν από τη σύλληψη και σταμάτησαν όταν έμειναν έγκυοι, αλλά και με αυτά γυναικών που συνέχισαν να πίνουν κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι ακόμη και γυναίκες που κατανάλωναν λιγότερα από 12 γραμμάρια αλκοόλ την εβδομάδα –που ισοδυναμεί με μια μπίρα 330 ml ή ένα ποτήρι κρασί 175 ml– κατά τους τρεις μήνες πριν από την εγκυμοσύνη, είχαν μωρά με ελαφρώς αλλοιωμένα χαρακτηριστικά προσώπου.
Ο καθηγητής Ροτσούπκιν είπε στην Telegraph ότι βρέθηκε σημαντική σύνδεση ανάμεσα στην κατανάλωση μικρής ποσότητας αλκοόλ πριν από την εγκυμοσύνη και στην αλλοίωση των χαρακτηριστικών προσώπου του παιδιού. Οσο περισσότερα αλκοολούχα ποτά κατανάλωναν οι έγκυοι, τόσο στατιστικά σημαντικότερες ήταν οι αλλοιώσεις.
Ο αλγόριθμος διαπίστωσε ότι τα παιδιά που εκτέθηκαν σε αλκοόλ στη μήτρα είχαν περισσότερες πιθανότητες να έχουν γυρισμένη προς τα πάνω μύτη, κοντή μύτη, γυρισμένο προς τα έξω πιγούνι και γυρισμένες προς τα μέσα περιοχές που σχετίζονται με τα κάτω βλέφαρα. Οι αλλοιώσεις αυτές ήταν εμφανείς σε παιδιά ηλικίας μέχρι εννέα ετών και γίνονταν δυσκολότερα αντιληπτές όταν τα παιδιά ξεπερνούσαν τα 13 χρόνια.