| CreativeProtagon
Θέματα

Αν η Στάζι είχε φάκελο στο όνομά σας, θα θέλατε να τον δείτε;

Αμέτρητα θύματα του διαβόητου υπουργείου Κρατικής Ασφαλείας της Ανατολικής Γερμανίας επιλέγουν συνειδητά να μην ασχοληθούν και να συνεχίσουν να αγνοούν ποιοι ήταν οι καταπιεστές τους. Η Γερμανία έχει και εκείνη τις δικές της «ζώνες λήθης», όπως συμβαίνει με όλες τις χώρες...
Protagon Team

Το υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας της Ανατολικής Γερμανίας, η Στάζι, είχε θέσει τον φωτογράφο Ζίγκφριντ Βίτενμπουργκ υπό επιτήρηση από το 1972 σχεδόν μέχρι τη διάλυσή της. Η τελευταία καταχώρηση της υπηρεσίας στον φάκελο του, η οποία αφορούσε φωτογραφίες από την ερειπωμένη παλιά πόλη του Ρόστοκ που είχε εκθέσει –καθότι ήταν πιο ασφαλές το να τραβήξεις φωτογραφίες από το να επικρίνεις το καθεστώς της κουμμουνιστικής περιόδου με τα λόγια, έστω και με μικρή διαφορά– είχε ημερομηνία 27 Νοεμβρίου 1989. Το Τείχος του Βερολίνου είχε γκρεμιστεί σχεδόν τρεις εβδομάδες νωρίτερα.

Ο Βίτενμπουργκ βρέθηκε σε θέση να γνωρίζει τα παραπάνω, καθώς αιτήθηκε πρόσβαση στον φάκελο του το 1999. Εχοντας ανακαλύψει τις ταυτότητες των πληροφοριοδοτών του, συμφιλιώθηκε με έναν από αυτούς –υπήρξε θύμα εκβιασμού της Στάζι και ο ίδιος– ενώ τερμάτισε τις σχέσεις του με τους άλλους. «Από τότε που απελευθερώθηκα από το παρελθόν μου, νιώθω ελεύθερος» λέει ο 69χρονος. «Εγινα πιο ανοιχτός, πιο χαρούμενος, πιο ζεστός – και επιτυχημένος».

Την παραπάνω προσωπική ιστορία παρέθεσε στην εισαγωγή του άρθρου της στον Guardian υπό τον τίτλο «Εάν οι υπηρεσίες πληροφοριών είχαν έναν φάκελο για εσάς, γιατί να μη θέλατε να τον δείτε; Ρωτήστε τους Γερμανούς που κατασκόπευε η Στάζι», η δημοσιογράφος του επιστημονικού ρεπορτάζ Λόρα Σπίνεϊ.

Η Σπίνεϊ θα προσπαθήσει στη συνέχεια να απαντήσει στο ερώτημα αυτό καθώς, παρότι «πολλοί πρώην πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας αφηγούνται παρόμοιες ιστορίες», μια νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Cognition ήρθε να προκαλέσει ανησυχία, καταγράφοντας ότι η πλειονότητα των ανθρώπων για τους οποίους η Στάζι διατηρούσε αρχεία, δεν τα έχει ανοίξει.

Τουλάχιστον σε αυτό το συμπέρασμα έφθασαν η ιστορικός του Τεχνικού Πανεπιστημίου της Δρέσδης, Ντάγκμαρ Ελερμπροκ, και ο ψυχολόγος στο Ινστιτούτο Μαξ Πλανκ για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη, Ραλφ Χέρτβιγκ. Και τα ευρήματα τους αυτά «άγγιξαν μια ευαίσθητη χορδή στη Γερμανία, η οποία μπορεί μερικές φορές να μοιάζει σαν ένα ανοιχτό μουσείο για τη φρίκη του ναζισμού, αλλά έχει και εκείνη τις δικές της ζώνες λήθης, όπως συμβαίνει με όλες τις χώρες», έγραψε η δημοσιογράφος και συγγραφέας.

Εν παραδείγματι, «η Γερμανία δεν έχει συμφιλιωθεί ακόμη με τη βία που επικράτησε στις πρώην αποικίες της, όπως και η Βρετανία, η Γαλλία ακόμη παλεύει να διαχειριστεί την εμπλοκή της στον πόλεμο της Αλγερίας, ενώ η Ισπανία διέλυσε τη συμφωνία της λήθης που είχε συναφθεί μετά την εποχή του Φράνκο πολύ πρόσφατα».

Την ώρα, λοιπόν, που η Ιστορία εργαλειοποιείται στην Ουκρανία και καθώς η πανδημία αρχίζει να σβήνει από τη μνήμη, η εν λόγω μελέτη ήρθε να τροφοδοτήσει μια ευρύτερη συζήτηση σχετικά με το πώς οι κοινωνίες –αλλά και τα άτομα– αντιμετωπίζουν τα τραύματα του παρελθόντος, συνέχισε ο Guardian.

«Δεν δικαιολογώ τη σκόπιμη άγνοια, όμως θέλω να την κατανοήσω» λέει ο Χέρτβιγκ. Ο ίδιος έχει ακούσει πολλές ιστορίες όπως αυτή του Βίτενμπουργκ, αλλά και αρκετά διαφορετικές αφηγήσεις.

Οταν ο Χέλμουτ Σμιτ ανέφερε, το 2002, ότι θα επιθυμούσε την καταστροφή του αρχείου της Στάζι –«το ένστικτό μου θα ήταν να κάψω οτιδήποτε δεν είχε διαβαστεί»–, ο πρώην καγκελάριος της Δυτικής Γερμανίας εξέφραζε την άποψη της πλειονότητας της δυτικογερμανικής πολιτικής ελίτ την εποχή της επανένωσης.

Ο συγγραφέας Γκύντερ Γκρας αρνήθηκε δημοσίως να δει τον φάκελό του, με το σκεπτικό ότι με αυτή την κίνησή του θα ανακάλυπτε τις ταυτότητες των πληροφοριοδοτών του, αλλά όχι αυτό που τους παρακίνησε (τελικά άλλαξε στάση, αλλά μόνο αφού είχαν διαγραφεί τα ονόματα).

Οι Χέρτβιγκ και Ελερμπροκ ρώτησαν το προσωπικό της υπηρεσίας που χειρίζεται το αρχείο της Στάζι πόσοι των οποίων οι φάκελοι διατηρούνται ήρθαν να τους ανοίξουν. «Η απάντησή τους ήταν: “Τι εννοείς; Ολοι κοιτάζουν τους φακέλους τους!”» λέει ο Χέρτβιγκ.

Κάτι τέτοιο φαινόταν απίθανο, ωστόσο οι ερευνητές συνειδητοποίησαν γιατί μπορεί οι υπάλληλοι να έδωσαν αυτή την απάντηση: «Κανείς δεν ξέρει ακριβώς πόσοι φάκελοι υπάρχουν –μόνο ότι πριν μοιραστούν ανάμεσα στα κεντρικά γραφεία της υπηρεσίας στο Βερολίνο και σε δώδεκα ακόμη περιφερειακά υποκαταστήματα των εθνικών αρχείων, το 2021, γέμιζαν ράφια 111 χλμ. Μία από τις τελευταίες ενέργειες της Στάζι ήταν να καταστρέψει μεγάλο μέρος του συστήματος ευρετηρίασης των αρχείων, μαζί με πολλούς φακέλους. Αλλά αν δεν γνωρίζουμε πόσα αρχεία υπάρχουν, δεν γνωρίζουμε και πόσοι φάκελοι δεν ανοίχτηκαν από τους ενδιαφερόμενους».

Οι Χέρτβιγκ και Ελερμπροκ υπολόγισαν ότι, εάν όλοι οι πολίτες της Ανατολικής Γερμανίας που πίστευαν ότι η Στάζι είχε αρχεία για τους ίδιους είχαν κάνει αίτηση για να αποκτήσουν πρόσβαση στο υλικό αυτό, οι αιτήσεις θα έφθαναν τα 5 εκατομμύρια περίπου από τότε που άνοιξε το αρχείο, το 1991. Ωσατόσο, οι αιτήσεις ήταν περί τα 2 εκατομμύρια, κάτι που σημαίνει ότι περίπου 3 εκατομμύρια πολίτες επέλεξαν τη «σκόπιμη άγνοια».

Αφότου γνωστοποίησαν την εργασία τους στον Τύπο και έπεισαν περί τα 150 άτομα που δεν είχαν δει τους φακέλους τους να μετάσχουν στη μελέτη, οι ερευνητές χρησιμοποίησαν έναν συνδυασμό συνεντεύξεων και ερωτηματολογίων προκειμένου να εξετάσουν τους λόγους πίσω από αυτή την επιλογή.

Οι λόγοι διέφεραν, αλλά οι πλέον συνηθισμένες απαντήσεις ήταν ότι οι πληροφορίες δεν είναι πλέον σχετικές, ότι προτιμούσαν να μη γνωρίζουν ποιοι συνάδελφοι, φίλοι ή συγγενείς είχαν παράσχει πληροφορίες για τους ίδιους στη Στάζι, ή ότι φοβόντουσαν ότι δεν θα μπορούσαν να εμπιστευθούν ξανά.

Για τον Βόλκερ Χόφερ, ο οποίος διευθύνει το αρχείο της Στάζι στο Ρόστοκ, όσοι συμβουλεύθηκαν τους φακέλους τους σχεδόν πάντα έβρισκαν την εμπειρία αυτή απελευθερωτική –ειδικά αν είχαν υποστεί διώξεις, ως αποτέλεσμα κατασκοπείας από το υπουργείο Κρατικής Ασφάλειας. «Σε πολλές περιπτώσεις, μου είπαν ότι τώρα μπορούσαν να κλείσουν τις σκοτεινές τρύπες μέσα τους» λέει. Επιπλέον, ο Χόφερ υποστηρίζει ότι η εμπειρία αυτή αποτελεί και ένα απαραίτητο βήμα για ολόκληρη τη Γερμανία, προκειμένου να αναπτύξει ανοσία στις όποιες δικτατορίες του μέλλοντος.

«Οι σκέψεις του ατόμου είναι περίπλοκες και ιδιωτικές και μπορούν να αλλάξουν με την πάροδο του χρόνου – ειδικά με την αλλαγή των γενεών», σημειώνει ο Χέρτβιγκ. «Ετσι εξελίσσεται η συλλογική μνήμη και κεφάλαια που κάποτε είχαν απωθηθεί επανέρχονται στη συλλογική συνείδηση. Η σκόπιμη άγνοια και η λήθη δεν είναι το ίδιο πράγμα, διότι για να ξεχάσεις κάτι πρέπει να το έχεις γνωρίσει εξαρχής. Ωστόσο, η λήθη μπορεί επίσης να είναι μια συλλογική στρατηγική. Πιθανότατα αυτή ήταν και η προτιμώμενη στρατηγική από τις κοινωνίες προκειμένου να προχωρήσουν πέρα από τα τραύματα που υπέστησαν, η οποία όμως σπάνια αποδεικνύεται ανθεκτική», σύμφωνα με τον ψυχολόγο.

Με αφορμή τα παραπάνω, η δημοσιογράφος του Guardian θα αναφερθεί και στην «τρέχουσα τάση» σε ό,τι αφορά την αντιμετώπιση συλλογικών τραυμάτων, η οποία έχει ως μοντέλο την Επιτροπή Αλήθειας και Συμφιλίωσης της Νότιας Αφρικής, το 1996, για την περίοδο του απαρτχάιντ.

Μια τέτοια προσέγγιση υιοθέτησε πολύ πιο πρόσφατα ο Καναδάς απέναντι στο παρελθόν βίας κατά των ιθαγενών της χώρας, όμως η τακτική αυτή είχε αμφιλεγόμενα αποτελέσματα. «Το 2020, κατά τη διάρκεια μιας σύγκρουσης μεταξύ της αστυνομίας και ακτιβιστών που ισχυρίζονταν ότι η κυβέρνηση ήθελε να κατασκευάσει ένα αγωγό φυσικού αερίου ο οποίος περνούσε από τα κλεμμένα εδάφη των ιθαγενών, γεννήθηκε ένα νέο σύνθημα: “Η συμφιλίωση είναι νεκρή”». Μια πλατύτερη ερμηνεία για το σύνθημα, το οποίο ξεπέρασε τα όρια της χώρας της Βόρειας Αμερικής, είναι: «Αν συγχωρήσεις και ξεχάσεις, θα είσαι για πάντα θύμα».

Η μνήμη και η λήθη ως μηχανισμοί ψυχολογικής άμυνας

Μια άλλη παράμετρος της συζήτησης που θέτει η Λόρα Σπίνεϊ αγγίζει τις σύγχρονες προσεγγίσεις για την αντιμετώπιση της διαταραχής μετατραυματικού στρες (PTSD), χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι οι επίμονες τραυματικές αναμνήσεις.

Το τρέχον θεραπευτικό πρωτόκολλο για το PTSD περιλαμβάνει την προσπάθεια «ενημέρωσης» της τραυματικής ανάμνησης με την εισαγωγή νέων πληροφοριών, λέει η ψυχολόγος στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Τζένιφερ Ουάιλντ. Ωστόσο, η πρόσφατη δουλειά της με υγειονομικούς των οποίων η ψυχική υγεία επιβαρύνθηκε την περίοδο της πανδημίας της Covid-19, την έκανε να αναρωτηθεί αν υπάρχουν καλύτεροι τρόποι για να επιταχυνθεί η ανάρρωση ενός ασθενούς.

Η «επανεγγραφή» της μνήμης μπορεί να βοηθήσει, λέει η ψυχολόγος, η οποία ειδικεύεται στο PTSD, όμως «άνθρωποι έχουν βρει χρήσιμο το να σπάσουν τη σύνδεση με το παρελθόν», αντί να την επεξεργαστούν.

Εφαρμόζοντας τις ιδέες της στα θύματα της Στάζι, και υπό την επιφύλαξη ότι δεν έχει εργαστεί μαζί τους, υποστηρίζει ότι είναι λογικό ένα άτομο χωρίς τραυματικές αναμνήσεις να μη νιώθει καμία επιθυμία να συμβουλευθεί τον φάκελό του. Από την άλλη, αν κανείς δυσκολευόταν να αφήσει πίσω το παρελθόν, μια «επίσκεψη» στα αρχεία –«σκεπτόμενος τους αντικειμενικούς λόγους για τους οποίους κάποιος μπορεί να τον πρόδωσε, και με δεδομένο ότι η κατάσταση σήμερα είναι διαφορετική»– θα μπορούσε να είναι ωφέλιμη, εκτίμησε.

Από την πλευρά του, ο νευρολόγος και ειδικός για τη νόσο Αλτσχάιμερ Σκοτ Σμολ, από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια της Νέας Υόρκης, υποστήριξε («Forgetting: the Benefits of Not Remembering») ότι σύντομα θα ξεχάσουμε μεγάλο μέρος της πανδημίας, κάτι που είναι καλό, όπως λέει, για την ψυχική μας υγεία.

Ο Σμολ, ο οποίος κάνει λόγο για «επανάσταση» στην επιστημονική σκέψη απέναντι στη λήθη τα τελευταία χρόνια, εξηγεί ότι το να ξεχνάμε δεν ισοδυναμεί απλώς με μια «θολή» ανάμνηση: πρόκειται για μια διαδικασία που υποστηρίζεται από διακριτούς μοριακούς μηχανισμούς. «Ενα σημαντικό συστατικό αυτών των μηχανισμών είναι η ορμόνη ωκυτοκίνη, η οποία εκκρίνεται φυσικά όταν οι άνθρωποι αλληλεπιδρούν πρόσωπο με πρόσωπο, ρυθμίζοντας το στρες. Ετσι, μέσω της κοινωνικής αλληλεπίδρασης, διαμορφώνουμε ο ένας τις αναμνήσεις του άλλου, για να φθάσουμε σε έναν αμοιβαία συμβατό, συναισθηματικά μη επιβλαβή απολογισμό», σημειώνει.

«Ο φιλόσοφος Βάλτερ Μπένγιαμιν θα είχε τρομοκρατηθεί» με τα παραπάνω, «καθώς ένιωθε ότι μόνο αν διατηρούμε το συναίσθημα ανέπαφο θα σταματήσουμε να επαναλαμβάνουμε τα λάθη του παρελθόντος», σχολίασε η δημοσιογράφος.

«Οι ειδικοί στη Δημόσια Υγεία, που απογοητεύονται από την αδυναμία μας να θυμηθούμε τις πανδημίες του παρελθόντος και να προετοιμαστούμε για τις μελλοντικές, μπορεί να συμφωνήσουν (με τον Μπένγιαμιν). Αλλά το πιθανότερο είναι ότι πολλοί από εμάς θα ξεχάσουμε, ή θα επιλέξουμε την άγνοια, αν μπορούμε, και εν αγνοία μας, θα ξαναγράψουμε την ιστορία στη διαδικασία», συνόψισε η Σπίνεϊ, ενώ έκλεισε το άρθρο της με ακόμη μια αναφορά στην πρόσφατη συλλογική τραυματική εμπειρία του κορονοϊού: «Εκείνοι που μας αγκυροβολούν στο παρελθόν, τα διαρκή δοχεία της μνήμης, παραμένουν οι πενθούντες. “Οσο για τις απώλειες”, λέει ένας άνδρας που έχασε και τους δύο γονείς του κατά τη διάρκεια της πανδημίας, “μόνο αυτοί που τους γνώριζαν από κοντά θα τις κουβαλούν καθημερινά για το υπόλοιπο της ζωής τους”».