Μια συζήτηση με τον Αλεκ Μπάλντουιν σε φέρνει πολύ κοντά στα πράγματα της Νέας Υόρκης. Εξάλλου, το να μιλάς με αυτόν τον «ντεμοντέ κινηματογραφικό σταρ και ταυτόχρονα “θεό της σύγχρονης κωμωδίας”», γράφει ο ανταποκριτής του Guardian, Ράιαν Γκίλμπι, είναι μια εξαιρετικά ευχάριστη εμπειρία.
Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να διακόψει τον πληθωρικό ηθοποιό την ώρα που μιλάει, εκτός ίσως από τα κατοικίδιά του («Μια στιγμή» λέει στο τηλέφωνο, μετά ακούγεται να λέει «κορίτσια έρχομαι», και όταν ξαναπιάνει το ακουστικό δικαιολογείται «έπρεπε να μιλήσω στα σκυλιά μου»). Η τηλεφωνική συνέντευξη έγινε με αφορμή τη συμμετοχή του Αλεκ Μπάλντουιν στην δραματική ταινία «Framing John DeLorean» με θέμα την απίστευτη, αληθινή ιστορία του Τζον Ζακάρι ΝτεΛόριαν, που άρχισε πρόσφατα να προβάλλεται στους κινηματογράφους των ΗΠΑ
Ο Μπάλντουιν, ο οποίος είδε την καριέρα του να ξαναζωντανεύει τελευταία χάρη στον σπαρταριστό τρόπο με τον οποίο μιμείται τον Ντόναλντ Τραμπ, αυτή τη φορά υποδύεται τον εφευρέτη και ιδρυτή της αυτοκινητοβιομηχανίας DMC (DeLorean Motor Company), το μοντέλο του οποίου, DMC DeLorean, χρησιμοποιήθηκε ως μηχανή του χρόνου στην κωμική τριλογία επιστημονικής φαντασίας «Επιστροφή στο μέλλον». Ο δημιουργός του εντυπωσιακού αγωνιστικού αυτοκινήτου, όμως, ήταν τόσο φιλόδοξος, άπληστος και εντέλει αφελής που κατάφερε να καταστρέψει τη ζωή του.
Είναι μια συναρπαστική ιστορία, που ξεκινάει με την αποχώρηση του ΝτεΛόριαν από τη θέση του διευθυντή της General Motors για να φτιάξει τη δική του εταιρεία και τελειώνει με την συμμετοχή του σε μια επιχείρηση λαθρεμπορίου κοκαΐνης και τη σύλληψή του από το FBI.
Με τον γνωστό χειμαρρώδη τρόπο του, ο Μπάλντουιν λέει ότι καθημερινά νιώθει κάτι διαφορετικό για τον ΝτεΛόριαν: «Τελευταία, όταν σκέφτομαι τον Τζον και έχω μιλήσει πολύ γι΄ αυτόν γιατί έχω φίλους και γνωστούς που έχουν δει την ταινία και όταν βγαίνουμε για φαγητό τη συζητάμε, δεν νομίζω ότι έχω πει ποτέ κάτι τέτοιο πριν, και δεν το λέω απλά για να σας ευχαριστήσω ή για να φρεσκάρετε το υλικό για τη συνέντευξη, πέρα, λοιπόν, από τους δολοφόνους και τους προαγωγούς, δεν ξέρω, βλέπω τον Τζον κατά κάποιον τρόπο σαν θύμα».
«Είναι θύμα της φιλοδοξίας του», ξεκαθαρίζει ο ηθοποιός, «Είναι ένας αμερικανός επιχειρηματίας, πράγμα που συνοδεύεται από ένα πλήρες μενού επιλογών. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις έχουν αλλάξει τον κόσμο -έχουν ενθαρρύνει την καινοτομία σε επίπεδο που είναι αόρατο- και είναι επίσης υπεύθυνες για ένα μεγάλο μέρος της φρικτής ρύπανσης και για την κλιματική αλλαγή του κλίματος και τη ρύπανση από πλαστικά -δεν θέλω να συνεχίσω, όμως, με τον κατάλογο αυτό – και ο ΝτεΛόριαν είναι κάποιος που έκανε πολλές κακές επιλογές. Η οικογένειά του, η φήμη του, η υγεία του, όλα έπεσαν θύματα αυτής της τεράστιας φιλοδοξίας».
Ο πραγματικός ΝτεΛόριαν, όταν ήταν πλέον κατεστραμμένος, είχε έρθει σε επαφή με τον Μπάλντουιν. Του τηλεφώνησε ένα βράδυ του 2004, για να του προτείνει να τον υποδυθεί σε μια ταινία: «Κανείς δεν με είχε πλησιάσει από κάποιο δίκτυο ή κινηματογραφικό στούντιο. Όλα ήταν υποθετικά. Ο Τζον απλά ανακατεύτηκε γιατί ήταν τρομερά ελεγκτικός τύπος», λέει ο ηθοποιός. Αλλά μετά από εκείνο το τηλεφώνημα δεν είχε κανένα νέο του, τον επόμενο χρόνο έμαθε ότι πέθανε.
Για τις ανάγκες της ταινίας, ο Μπάλντουιν φοράει λευκή περούκα, παχιά μαύρα φρύδια και προσθετικά προσώπου, ώστε να μοιάζει στον θρυλικό αυτοκινητοβιομήχανο. Το μακιγιάζ απαιτούσε δουλειά δύο ωρών καθημερινά, με τρεις το αποτέλεσμα θα ήταν ακόμη καλύτερο αλλά ο σκηνοθέτης δεν ήθελε να υπερβούν το δίωρο.
Ο ΝτεΛόριαν είχε πει κάποτε ότι κανένας άνδρας δεν έχει καταφέρει ποτέ τίποτα, χωρίς ισχυρή σεξουαλική διάθεση. Συμφωνεί άραγε ο Μπάλντουιν; «Πόσο αγγλική είναι αυτή η ερώτηση», λέει γελώντας στον δημοσιογράφο του Guardian, «Πόσο “άτακτη”, αγγλική ερώτηση. Θα μπορούσατε να βάλετε το σεξ σε οτιδήποτε, έτσι δεν είναι; Ακόμη και στην οδοντιατρική. Ακούστε, δεν είμαι αυθεντία σε αυτό το θέμα, αλλά υπάρχουν άντρες και γυναίκες που κυνηγούν αυτό που θέλουν: θέλουν τέχνη, θέλουν παλάτια, θέλουν ανθρώπους, συλλέγουν ανθρώπους, συλλέγουν παιδιά και συζύγους. Καίγονται και στη συνέχεια ξεσκονίζονται και αρχίζουν πάλι από την αρχή. Αλλά υπάρχουν και άνθρωποι που είναι σαν το λέιζερ. Θέλουν μόνο ένα πράγμα, και αυτό είναι όλο, είτε πρόκειται για χρήματα είτε για σεξ ή δύναμη. Και αυτός ήταν ο Τζον».
Πάντως μυστήριο ως προς την κατηγορία, στην οποία κατατάσσεται ο Μπάλντουιν, δεν υπάρχει. Στο βιογραφικό του εγγράφεται το οδυνηρό διαζύγιό του από την ηθοποιό Κιμ Μπάσινγκερ στις αρχές της δεκαετίας του 2000 και μια δικαστική διαμάχη, που έπληξε τη φήμη και των δύο ηθοποιών. Το χειρότερο από όλα, όμως, είναι ένα καταστροφικό μήνυμα, που άφησε εξοργισμένος στον τηλεφωνητή της κόρης του επειδή δεν του απαντούσε στο τηλέφωνο («Δεν δίνω δεκάρα αν είσαι 12 ετών ή 11 ή παιδί. Με ταπείνωσες για τελευταία φορά. Έτσι, θα μάθεις πώς αισθάνομαι. Είσαι μια αγενής απερίσκεπτη μικρή γουρούνα, εντάξει;»).
Η δημοσιότητα που πήρε εκείνο το μήνυμα καταβαράθρωσε κυριολεκτικά την καριέρα του. Μετά από μια περίοδο περισυλλογής όμως, ο 61χρονος σήμερα ηθοποιός ξεκίνησε μια νέα ζωή με την κατά 24 χρόνια νεότερη του Χιλάρια, με την οποία έχει τώρα τέσσερα παιδιά κάτω των 10 ετών, ένα ρετιρέ στο Μανχάταν και ένα αγρόκτημα στα Χάμπτονς, το ησυχαστήριο των πλούσιων και διάσημων Νεοϋορκέζων στο Λονγκ Αϊλαντ…