Επέστρεψαν στο παρελθόν φθάνοντας μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση για να γράψουν μια «Histoire du Conflit Politique», μια ιστορία της πολιτικής αντιπαράθεσης στη Γαλλία. Βυθίστηκαν στα εκλογικά αρχεία 36.000 δήμων και κοινοτήτων για να συντάξουν ένα μνημειώδες έργο στο οποίο εξετάζονται και αναλύονται τα διάφορα εκλογικά συστήματα στη χώρα, λαμβάνοντας υπόψη τις ψήφους των πολιτών, από το μακρινό 1789 έως το 2022.
«Υπήρξε ένα συναρπαστικό εγχείρημα και με αρκετές, θα έλεγα, εκπλήξεις» ανέφερε συνομιλώντας με την Αναΐς Τζινόρι της Repubblica η Ζουλιά Καζέ, καθηγήτρια στo Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού (Sciences Po), που συνυπογράφει το βιβλίο μαζί με τον σύζυγό της, τον διάσημο Τομά Πικετί, ακαδημαϊκό διευθυντή της Σχολής Ανωτέρων Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες (École des hautes études en sciences sociales) και συγγραφέα, μεταξύ άλλων, της περίφημης πραγματείας «Το Κεφάλαιο τον 21ο Αιώνα».
«Θέλαμε να κατανοήσουμε τι υπήρχε πίσω από συγκεκριμένες υποτιθέμενες αλήθειες όσον αφορά τις εκλογικές τάσεις για τις οποίες συχνά γίνεται λόγος στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου. Πώς οι εργατικές τάξεις εγκατέλειψαν την Αριστερά, για παράδειγμα, ή ότι οι κύριες ανησυχίες των Γάλλων είναι η ταυτότητα και το μεταναστευτικό. Αποφασίσαμε να εξετάσουμε αυτές τις ιδέες λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τις τελευταίες εκλογές, αλλά όλα τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων 250 ετών» πρόσθεσε η γαλλίδα οικονομολόγος.
«Διαπιστώσαμε ότι οι οικονομικο-κοινωνικοί παράγοντες δεν ήταν ποτέ τόσο καθοριστικοί όσο σήμερα […] Καταλήξαμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι οι τάσεις επηρεάζονται από “γεωκοινωνικές τάξεις” στις οποίες η κοινωνική διαστρωμάτωση σχετίζεται με τη γεωγραφία – νοούμενη ως τόποι κατοικίας» ανέφερε ο Τομά Πικετί.
Οσον για τον τρόπο καθορισμού αυτών των «γεωκοινωνικών τάξεων», «λάβαμε υπόψη το μέσο εισόδημα ανά κοινότητα, την αξία των κατοικιών, το ακίνητο κεφάλαιο, το ποσοστό των ιδιοκτητών κατοικιών και τα επαγγέλματα που ασκούνται. Αλλά υπολογίσαμε επίσης τον τρόπο με τον οποίο εντάσσονται στον γεωγραφικό και παραγωγικό ιστό, καταγράφοντας πώς ψηφίζει ο κόσμος στις πόλεις, στα χωριά, στις μητροπόλεις και στις περιφέρειές τους» εξήγησε.
«Μακροπρόθεσμα παρατηρήσαμε ότι όντως οι αγροτικές περιοχές υποστηρίζουν περισσότερο τη Δεξιά σε σχέση με τις αστικές περιοχές. Αλλά διαπιστώσαμε επίσης πως δεν ήταν πάντα έτσι, ο Μιτεράν λάμβανε σχεδόν ισόποσα ποσοστά στα χωριά, στις περιφέρειες και στις μητροπόλεις. Είναι σαν, στο πλαίσιο της διαίρεσης Αριστεράς-Δεξιάς, η Αριστερά να κατάφερε να πείσει τις αστικές και τις αγροτικές εργατικές τάξεις, αναδεικνύοντας κοινά ζητήματα αντί για πιο διχαστικά θέματα» σημείωσε η Ζουλιά Καζέ.
Ομως τα τελευταία 30 χρόνια παρατηρείται μια σημαντική διαφορά –«χάσμα» σύμφωνα με τον Πικετί– μεταξύ των προτιμήσεων της εργατικής τάξης στην ύπαιθρο και των προτιμήσεων της εργατικής τάξης σε αστικές περιοχές. «Σήμερα υπάρχουν περισσότεροι εργάτες στα χωριά και στις μικρές πόλεις παρά στις μητροπόλεις και στις περιφέρειές τους. Αισθάνονται απογοητευμένοι και από την Αριστερά και από τη Δεξιά, που διαδέχθηκαν η μία την άλλη στην εξουσία. Και εκμεταλλεύθηκαν την ψήφο στην Ακροδεξιά για να εκφράσουν μια αίσθηση εγκατάλειψης μπροστά στην ερήμωση των δημόσιων υπηρεσιών και την αποβιομηχανοποίηση» ανέφερε ο Πικετί.
Οσον αφορά το Μεταναστευτικό, «όλα τα στοιχεία μάς υποδεικνύουν ότι η ψήφος (υπέρ της Ακροδεξιάς) δεν είναι κατά βάση αντιμεταναστευτική, αλλά εκφράζει μια αίσθηση κοινωνικο-οικονομικής εγκατάλειψης. Αντιθέτως, οι υπάλληλοι στις μητροπόλεις και στις περιφέρειές τους, που εργάζονται ως ταμίες, στην εστίαση και στην καθαριότητα και συνήθως κερδίζουν λιγότερα από τους εργάτες, υποστηρίζουν την Αριστερά» είπε.
Σημειώνοντας η ιταλίδα δημοσιογράφος ότι αποτελεί γεγονός, καλώς ή κακώς, πως η Αριστερά δεν έχει απήχηση στα πιο λαϊκά στρώματα του εκλογικού σώματος, η Ζουλιά Καζέ επικαλέστηκε τον Μαρξ, ο οποίος «ήδη απεχθανόταν τους χωρικούς για τις μικροαστικές φιλοδοξίες τους για ιδιοκτησία. Η Αριστερά συνέχισε σε αυτή τη γραμμή, ειδικά σε σχέση με το περιβαλλοντικό ζήτημα: καταγγέλλει το γεγονός ότι ο κόσμος χρησιμοποιεί το αυτοκίνητο, αν και οι εργατικές τάξεις της υπαίθρου, που δεν έχουν δημόσιες συγκοινωνίες, ρυπαίνουν πολύ λιγότερο με τα αυτοκίνητά τους σε σχέση με πολλές αστικές προνομιούχες τάξεις που θα μπορούσαν να πηγαίνουν αεροπορικώς στη Βαρκελώνη για το Σαββατοκύριακο» εξήγησε η γαλλίδα επιστήμονας.
Αν, όμως, το Μεταναστευτικό δεν επηρεάζει τόσο πολύ, τουλάχιστον όσο πιστευόταν, την ψήφο των πολιτών, τότε γιατί κυριαρχεί στον δημόσιο διάλογο στη Γαλλία; «Δεν μπορούμε να αγνοήσουμε την επιρροή του Βενσάν Μπολορέ και των μέσων του, που επιβάλλουν μια ρητορική με σημεία αναφοράς την ανασφάλεια και το μεταναστευτικό» είπε η Ζουλιά Καζέ. «Αλλά τα αποτελέσματα της δουλειάς μας καταδεικνύουν τη σημασία των κοινωνικών ζητημάτων και αυτό είναι λόγος να αισιοδοξούμε, γιατί πρόκειται για ζητήματα που μπορούν να επιλυθούν. Δεν είναι εύκολο, επειδή οι λύσεις πρέπει να χρηματοδοτηθούν μέσα σε ένα πλαίσιο χρέους και πληθωρισμού, αλλά είναι δυνατό» συμπλήρωσε.
Σχετικά με την εκλογική βάση της Ακροδεξιάς στη Γαλλία, ο Τομά Πικετί σημείωσε πως το 1965 ο πρώτος υποψήφιος της Ακροδεξιάς, Τιζιέ-Βινιανκούρ, είχε υποστηριχθεί κυρίως από μέλη της αστικής τάξης (όπως συμβαίνει σήμερα με τον Ερίκ Ζεμούρ), ενώ κυρίως αστοί ψήφιζαν στη συνέχεια και τον Ζαν-Μαρί Λεπέν, έως τις βουλευτικές εκλογές του 1986 και του 1988.
Η εκλογική βάση του πρώην Εθνικού Μετώπου, νυν Εθνικής Συσπείρωσης, μεταλλάχθηκε από αστική σε εργατική/λαϊκή από το 2005 έως το 2012, ενώ κατέστη συγχρόνως λιγότερο αντιμεταναστευτική. Η Ακροδεξιά έπαψε σταδιακά να εξαρτάται από την παρουσία μεταναστών στα χωριά και στις πόλεις της Γαλλίας.
«Αυτό που μετράει είναι το ποσοστό των εργαζομένων και των ιδιοκτητών κατοικιών. Δεν πρόκειται για πλούσιους ανθρώπους, αλλά ούτε για άτομα μεταξύ των πιο φτωχών, που συμμερίζονται την ιδέα ότι η εργασία μπορεί να οδηγήσει στην απόκτηση μιας κατοικίας και αισθάνονται ελάχιστα τη στήριξη των παραδοσιακών κομμάτων» είπε ο Πικετί.
Οσον αφορά τον Μακρόν ως «πρόεδρο των πλουσίων», η Ζουλιά Καζέ σημείωσε ότι «υφίσταται μια εξαιρετικά ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου του πλούτου στις κοινότητες και τις ψήφους υπέρ του Μακρόν. Αυτό ίσχυε ήδη για τις ψήφους υπέρ του Σιράκ, του Ζισκάρ ντ’ Εστέν και του Εντουάρ Μπαλαντούρ, αλλά τότε η παραδοσιακή Δεξιά μπορούσε να κατακτήσει και μερικές λιγότερο εύπορες κοινότητες στην ύπαιθρο. Με τον Μακρόν αυτό δεν συμβαίνει».
Ενδέχεται, λοιπόν, το 2027 να κερδίσει η Μαρίν Λεπέν την προεδρία της Γαλλίας; «Στις προεδρικές εκλογές, με δύο γύρους, όλα είναι δυνατά. Στη συνέχεια, για να κυβερνήσει κανείς χρειάζεται κοινοβουλευτική πλειοψηφία και αυτό θα είναι πολύπλοκο και για τη Μαρίν Λεπέν» σημείωσε ο Πικετί.