| CreativeProtagon
Θέματα

Αυτοί οι Ελληνες δεν είναι «μπάρμπεκιου» #1

Κάποιοι έγιναν ανάδοχοι ασυνόδευτων παιδιών, τραυματισμένων ψυχολογικά. Άλλοι φιλοξένησαν ολόκληρες οικογένειες. Και άλλοι ασχολήθηκαν ενεργά με την οργάνωση δομών για να βρουν στέγη πρόσφυγες και μετανάστες που είχαν ήδη προχωρήσει σε αιτήματα ασύλου. Αυτές είναι οι ιστορίες Ελλήνων που, κόντρα στην ακραία ρητορική που αναπτύχθηκε –και συνεχίζει με κάποια φάλτσα τύπου μπάρμπεκιου- προσέφεραν αγάπη και αλληλεγγύη σε ανθρώπους που την χρειάζονται περισσότερο από ο,τιδήποτε άλλο.
Χάρης Καρανίκας

Οικογένειες που βοήθησαν ασυνόδευτα προσφυγόπουλα

Στα τέλη Οκτωβρίου, σύμφωνα με στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης, ο αριθμός των ασυνόδευτων ανηλίκων στην Ελλάδα  εκτιμάτο σε 4.962, εκ των οποίων 1.210 βρίσκονται σε άτυπες και επισφαλείς συνθήκες στέγασης, ενίοτε και στους δρόμους. Τα υπόλοιπα 3.752 παιδιά φιλοξενούνται είτε σε κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης είτε σε δομές και ανοικτά κέντρα φιλοξενίας.

Από τον Ιανουάριο έως και τον Ιούλιο του 2019 ο αριθμός των ασυνόδευτων κυμαινόταν ανάμεσα σε 3.700 έως 3.900 ανηλίκους.

Από τον Ιούλιο και μετά, με την αύξηση των προσφυγικών ροών, προστέθηκαν έως τα τέλη Οκτωβρίου τουλάχιστον 1.000 παιδιά.

Η κατάσταση σήμερα, με τα περισσότερα από 4.960 ασυνόδευτα προσφυγόπουλα, φαίνεται να είναι η χειρότερη των τελευταίων χρόνων, σύμφωνα με τα στοιχεία του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικής Αλληλεγγύης. Για παράδειγμα, τον Οκτώβριο του 2018 ο αριθμός τους ανερχόταν σε 3.600 και τον Οκτώβριο του 2017 σε 3.100.

Το 2016 το πλήθος τους ήταν ακόμα μικρότερο, όπως είχε αναφέρει ο πρώην υπουργός Μεταναστευτικής Πολιτικής Γιάννης Μουζάλας στις Βρυξέλλες την ίδια χρονιά: «Μετά τη συμφωνία Ευρωπαϊκής Ένωσης -Τουρκίας στις 20/3/2016 περίπου 60.000 πρόσφυγες και μετανάστες εγκλωβίστηκαν στην Ελλάδα ενώ ο στόχος τους ήταν να συνεχίσουν το ταξίδι τους με προορισμό κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Το κλείσιμο των συνόρων αποτέλεσε μια μεγάλη πρόκληση για την ελληνική κυβέρνηση, καθώς ανάμεσα  στους  60.000  ανθρώπους  τους  οποίους καλούνταν να  διαχειριστεί, περιλαμβάνονταν και 2.500 ασυνόδευτα παιδιά». Εκείνη την περίοδο υπήρχαν μόνο 423 θέσεις σε δομές για την προστασία τους.

Μερικά από τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα –λίγα σε σχέση με τους παραπάνω αριθμούς- βρήκαν κάποιες οικογένειες στην Ελλάδα πρόθυμες να τα φιλοξενήσουν, μέσω ειδικών προγραμμάτων, με τη συνδρομή ευρωπαϊκής χρηματοδότησης. Το Protagon ήρθε σε επαφή με δύο από αυτές τις οικογένειες.

«Για εμάς ήταν μονόδρομος να φιλοξενήσουμε ένα παιδί που είναι ασυνόδευτο στην χώρα μας»

Η Ζωή Κουρουνάκου είναι μητέρα ενός μικρού κοριτσιού. Μαζί με τον σύζυγό της αποφάσισαν να προσφέρουν ανάδοχη φροντίδα σε ένα εξάχρονο αγόρι από το Ιράκ, το οποίο έφερε βαθιά ψυχολογικά τραύματα. Έπειτα από 15 μήνες αναδοχής εδώ στην Ελλάδα το παιδί επανενώθηκε με συγγενείς του και ζει πλέον σε άλλη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

«Για εμάς ήταν μονόδρομος να φιλοξενήσουμε ένα παιδί που είναι ασυνόδευτο στην χώρα μας. Είμασταν πάντα ευαισθητοποιημένοι και συμμετείχαμε σε δράσεις για την κοινωνία. Το 2015 θυμάμαι, είδα ένα νήπιο να περνάει μόνο του την παραλιακή λεωφόρο στο ύψος του Ελληνικού, στον καταυλισμό και είχα σοκαριστεί. Δεν μπορείς να μένεις αμέτοχη στην τόση δυστυχία. Να βλέπεις τις συνθήκες διαβίωσης στη Μόρια και να σκέφτεσαι ότι εκεί ζουν μικρά παιδιά» λέει η Ζωή Κουρουνάκου, που θεωρεί αδιανόητο να έχεις ένα μικρό παιδί και να κλείνεις τα μάτια στις εικόνες άλλων παιδιών που κοιμούνται μόνα τους σε σκηνές χωρίς κάποιο γονιό να τα προστατεύει.

Ακόμα περισσότερο, όταν ένα παιδί έχει βιώσει την τραυματική εμπειρία του ξεριζωμού από τον τόπο του και της απώλειας της ίδιας του της οικογένειας:

«Η αναδοχή ενός παιδιού που έχει περάσει μια τραυματική εμπειρία είναι δύσκολη. Όχι τόσο για το παιδί που διψάει για αγάπη και φροντίδα, αλλά περισσότερο για εμάς που έχουμε την λαχτάρα να του κολλήσουμε όλα τα ραγισμένα του κομμάτια, όσο πιο γρήγορα γίνεται. Ο μικρός μας φιλοξενούμενος δεν μίλαγε ελληνικά και σε ένα μήνα μίλαγε μια χαρά. Την πρώτη εβδομάδα έκλαιγε γοερά στην αγκαλιά μου κάθε μέρα, μετά από ένα μήνα άρχισε να ανοίγεται όλο και περισσότερο. Ο μικρούλης μας ήταν όπως όλα τα παιδιά. Μπορεί τα μάτια του να μαρτυρούσαν μια μελαγχολία, αλλά το γέλιο του ήταν τρανταχτό. Το να μεγαλώνεις ένα παιδί που έχει βιώσει την απώλεια της μητέρας του απαιτεί υποστήριξη από ειδικούς που θα σου δώσουν κατευθύνσεις. Η αναδοχή ήταν μια “πλούσια” διαδικασία σε συναισθήματα που μας έκανε καλύτερους γονείς, καλύτερους ανθρώπους», σχολιάζει η κυρία Κουρουνάκου που εντάχθηκε στη δράση της οργάνωσης ΜΕΤΑδραση με τίτλο «Ανάδοχη Φροντίδα Ασυνόδευτων Παιδιών». Η δράση αυτή στηρίζεται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, με τη συγχρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Ο ευρύτερος κύκλος της οικογένειας δεν ξαφνιάστηκε με την απόφαση. «Οι άνθρωποι που μας γνώριζαν περίμεναν ότι κάποια στιγμή θα φιλοξενούσαμε κάποιο παιδί. Οι αντιδράσεις τους ήταν στην πλειοψηφία τους συγκινητικές. Κάποια γειτόνισσα μόλις έμαθε για τον μικρό με αγκάλιασε βουρκωμένη». Όπως λέει η κυρία Κουρουνάκου υπήρχαν και κάποιοι που ήταν απλά αδιάφοροι. «Για μένα αυτό ήταν ένδειξη για το ποιόν των ανθρώπων που γνώριζα», παρατηρεί.

Το ασυνόδευτο προσφυγόπουλο με την κόρη της Ζωής Κουρουνάκου

Ο μικρός από το Ιράκ πήγε σε νηπιαγωγείο όπου στην αρχή είχε κάποιες δυσκολίες -αισθανόταν απειλή- όμως, η συνεργασία των γονέων με τη δασκάλα ήταν κομβικής σημασίας για να τις ξεπεράσει. «Είχε πάντως πλάκα να βλέπω τις αντιδράσεις των γύρω μου όταν άκουγαν το αραβικό του όνομα. Ένα αγοράκι που τον ρώτησε μια μέρα πώς τον λένε γύρισε αποσβολωμένο και με πολύ θαυμασμό του είπε: “Τι ωραίο όνομα που έχεις!” Ήταν η πιο όμορφη αντίδραση».

Επί δεκαπέντε μήνες η κυρία Κουρουνάκου αισθανόταν ότι είχε δύο παιδιά, όχι ένα. «Ο αποχωρισμός ήταν το πιο δύσκολο πράγμα που έχω βιώσει μέχρι τώρα στην ζωή μου. Για εβδομάδες αφού είχε φύγει, όταν με ρωτούσαν πόσα παιδιά έχεις, έλεγα έναν γιο και μια κόρη. Ο μικρός, συνηθισμένος στον αποχωρισμό, δεν άφησε ποτέ να φανούν τα συναισθήματά του. Θυμάμαι να τον χαιρετάω τελευταία φορά και να θυμώνει που άφησε να του ξεφύγει ένα δάκρυ».

Όσο για τις πρόσφατες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών στις μετεγκαταστάσεις  προσφύγων και μεταναστών από τα νησιά στην ενδοχώρα, η κυρία Κουρουνάκου πιστεύει ότι «όταν δεν γνωρίζεις κάτι είναι εύκολο να βγαίνει πρώτα ο φόβος… Οι Έλληνες έχουμε στην κουλτούρα μας να δεχόμαστε τους άλλους λαούς. Είμαστε ένα κράμα λαών οι ίδιοι. Η ξενοφοβία είναι αποτέλεσμα του λαϊκισμού και της έλλειψης παιδείας, δεν είναι γιατί είμαστε ρατσιστές ως λαός. Το αντίθετο μάλιστα».

«Φεύγοντας μάς είπε να μη στενοχωριόμαστε, γιατί θα ξανάρθει του χρόνου για διακοπές. Μας λείπει. Λείπει και στα παιδιά»

Το παράδειγμα της Ζωής Κουρουνάκου ευτυχώς δεν ήταν μοναδικό: ο Δώρος Αντωνιάδης και η Αγγελική Κωνσταντινίδη, με δύο γιους 9 και 11 ετών, αποφάσισαν και αυτοί να προσφέρουν φιλοξενία σε ένα 13χρονο αγόρι από τη Συρία: τον «Σάμι» (σ.σ. το όνομα του παιδιού έχει αλλάξει, για την προστασία των προσωπικών του δεδομένων), ο οποίος όταν έφτασε στο σπίτι τους κουβαλούσε μια πολύ μεγάλη βαλίτσα. «Την ανοίξαμε και μέσα είχε μόνο ένα εσώρουχο και μια εμφάνιση της ομάδας του Πανιωνίου. “Πού είναι τα υπόλοιπα πράγματά σου;” τον ρωτήσαμε. “Τα χάρισα”, μας απάντησε, “στα παιδιά που έμειναν πίσω, στο «σπίτι»”», λέει ο Δώρος Αντωνιάδης, που μετά έμαθε πως ήταν παράδοση: κάθε ασυνόδευτο παιδί που κατάφερνε να βρει μια οικογένεια και να φύγει από τη δομή φιλοξενίας, έδινε όλα τα πράγματά του στα υπόλοιπα παιδιά.

Πέρασε περίπου ένας χρόνο από τη στιγμή που το ζευγάρι πρωτοσκέφτηκε να κάνει το βήμα της προσωρινής αναδοχής ασυνόδευτου παιδιού μέχρι να σιγουρευτεί ότι και θέλει αλλά και ότι μπορεί να αντεπεξέλθει στις απαιτήσεις. «Θυμάμαι χαρακτηριστικά την αντίδραση του πατέρα μου, όταν του ανέφερα την απόφασή μας για να γίνουμε ανάδοχοι γονείς σε ένα προσφυγάκι, που μου είπε “μα καλά, γιατί εσείς;” και του απάντησα “αν όχι εμείς, τότε ποιος;” Ξέραμε ότι θα ήταν δύσκολο το εγχείρημα, αλλά νιώθαμε πως ήμασταν οι κατάλληλοι. Αν ήταν να χρησιμοποιήσω μια μόνο λέξη για την όλη εμπειρία, αυτή θα ήταν η λέξη “σοκαριστική”. Υπήρχε το θέμα της γλώσσας, των συνηθειών και της ψυχολογίας του ίδιου του παιδιού. Κι από την άλλη, είχαμε να διαχειριστούμε ο καθένας μας τα δικά του συναισθήματα αλλά και του άλλου, όπως και των δικών μας παιδιών, που ξαφνικά -και μετά την πρώτη εβδομάδα που ήταν σαν διακοπές για όλους- συνειδητοποίησαν πως υπάρχει άλλο ένα μέλος στην οικογένεια, το οποίο χρειάζεται κι αυτό φροντίδα και αγάπη. Γενικά, όλοι γύρω μας αγκάλιασαν την όλη προσπάθεια κι έτσι μας βοήθησαν πάρα πολύ», αναφέρει ο κ. Αντωνιάδης.

Ασυνόδευτο προσφυγόπουλο στη Μόρια (φωτογραφία αρχείου ΙΝΤΙΜΕ)

Η ώρα του αποχωρισμού με τον Σάμι έφτασε έξι μήνες μετά την είσοδό του στο σπίτι με την πολύ μεγάλη βαλίτσα. «Όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Μόλις μάθαμε ότι σε δέκα μέρες ο μικρός πετάει για Σουηδία, πανικοβληθήκαμε» λέει ο κ. Αντωνιάδης, παρά το γεγονός ότι η κοινωνική λειτουργός πριν γίνουν ανάδοχοι τους είχε προειδοποιήσει για αυτή τη στιγμή. «Αλλά πώς να προετοιμαστείς για κάτι τέτοιο; Κάναμε πάρτι αποχωρισμού στο σχολείο, αλλά και στο σπίτι με φίλους και το τελευταίο πρωινό βάλαμε όλοι τα καλά μας και τον πήγαμε οικογενειακώς στο αεροδρόμιο. Φεύγοντας μάς είπε να μη στενοχωριόμαστε, γιατί θα ξανάρθει του χρόνου για διακοπές. Μας λείπει. Λείπει και στα παιδιά. Ευτυχώς μιλάμε συχνά-πυκνά μέσω βιντεοκλήσεων. Μου δείχνει την φράντζα του που έχει μακρύνει κι εγώ τον «απειλώ» ότι θα πάω κρυφά το βράδυ στο δωμάτιό του να του την κόψω. Έχει ψηλώσει, έχει παχύνει… Έχει μεγαλώσει. Είναι καλά κι αυτή είναι η χαρά μας. Του δώσαμε αγάπη και πήραμε αγάπη. Δεν μπορώ να σκεφτώ, να καταλάβω ούτε και να δικαιολογήσω τον οποιονδήποτε θέλει να δώσει κάτι άλλο σε αυτά τα παιδιά, εκτός από αγάπη», καταλήγει ο κ. Αντωνιάδης.