Εδώ και χρόνια, από τις αρχές της δεκαετίας του 2000 και με την έναρξη της χρυσής εποχής της τηλεόρασης, ακούγεται και γράφεται συχνά ότι πολλές τηλεοπτικές σειρές αποτελούν το αντίστοιχο του μυθιστορήματος στη λογοτεχνία. Τα παραδείγματα πολλά, από σειρές που έχουν επενδύσει στην ανάπτυξη χαρακτήρων και καταστάσεων, με τέτοια λεπτομέρεια και πληρότητα, που σταδιακά έχουν δημιουργήσει έναν πλήρη και συγκροτημένο μυθοπλαστικό κόσμο, στον οποίο διακρίνονται ξεκάθαρα χαρακτήρες, πράξεις, αιτίες, κίνητρα, σκοποί, αποτελέσματα, συνέπειες.
Νομίζω ότι αν οι καλύτερες σειρές είναι το αντίστοιχο των μυθιστορημάτων, οι καλύτερες από τις ταινίες είναι το αντίστοιχο των διηγημάτων. Η μικρή διάρκεια μιας ταινίας, συγκριτικά με τη σειρά, δεν αφαιρεί από την εντύπωση που δημιουργεί, αλλά μπορεί, αντιθέτως, να την ενισχύσει. Η σκηνοθεσία, οι ερμηνείες, η φωτογραφία, η μουσική της ταινίας μπορούν να δημιουργήσουν μια κατάσταση, ένα μέρος της πραγματικότητας απομονωμένο μεν από το «πριν» και το «μετά» των πρωταγωνιστών, σκιαγραφώντας τα ωστόσο με τέτοιο τρόπο, που κάνουν το «τώρα» της ιστορίας συγκλονιστικό. Μία τέτοια ταινία είναι το «Aftersun» που προβάλλεται ήδη στους κινηματογράφους.
Το «Αftersun» είναι το σκηνοθετικό ντεμπούτο της Σάρλοτ Γουέλς, βραβευμένο το 2022 στην Εβδομάδα Κριτικής του Φεστιβάλ Καννών, στα Βρετανικά Βραβεία Ανεξάρτητου Κινηματογράφου και με τη Χρυσή Αθηνά στις Νύχτες Πρεμιέρας, με πρωταγωνιστές τον Πολ Μεσκάλ (εξαιρετικό πρωταγωνιστή επίσης της πολύ πετυχημένης μίνι σειράς «Normal People», βασισμένης στο ομότιτλο βιβλίο της Σάλι Ρούνεϊ) στο ρόλο του Κέιλεμ, ενός τριαντάχρονου διαζευγμένου πατέρα, και τη Φράνκι Κόριο ως Σόφι, την εντεκάχρονη κόρη του. Η περιγραφή της υπόθεσης είναι πολύ απλή, δεν ισχύει όμως το ίδιο για την ταινία. Παρακολουθούμε το βίντεο από τις καλοκαιρινές διακοπές των δύο πρωταγωνιστών, το οποίο φαίνεται ότι παρακολουθεί και η ενήλικη πλέον Σόφι.
Στην πορεία της ταινίας σταδιακά υπονοείται ότι ο Κέιλεμ αντιμετωπίζει κάποια ψυχολογικά θέματα. Δεν γίνεται κάτι συγκλονιστικό, στην πραγματικότητα δεν συμβαίνει κάτι σημαντικά διαφορετικό από ό,τι συμβαίνει σε οποιεσδήποτε καλοκαιρινές διακοπές. Δεν μπορείς να περιγράψεις την υπόθεση της ταινίας περαιτέρω: ο θεατής δεν γνωρίζει ακριβώς τι αντιμετωπίζει ο πατέρας, πώς είναι η κόρη σήμερα, τι έχει συμβεί στο ενδιάμεσο. Μόνο υποψίες και υποθέσεις.
Η ταινία δεν αποκαλύπτει ποτέ. Ομως ο συνδυασμός μιας εκπληκτικής σκηνοθεσίας με εξαιρετικές ερμηνείες από τη Φράνκι Κόριο και, κυρίως, από τον Πολ Μεσκάλ δημιουργούν ένα απρόσμενα συγκινητικό αποτέλεσμα, χωρίς να εκβιάζεται το συναίσθημα. Σαν μια κραυγή που δεν ακούγεται, αλλά τη βλέπεις στα μάτια του πρωταγωνιστή, και τελικά τη νιώθεις μέσα σου και στα δάκρυα τα δικά σου ως θεατή.
Η ερμηνεία του Πολ Μεσκάλ μού έφερε στο μυαλό αυτό που είχε πει ο Αντόνιο Μπαντέρας στην αυτοβιογραφική ταινία του Πέδρο Αλμοδόβαρ «Πόνος και Δόξα»: Το δύσκολο για έναν ηθοποιό δεν είναι να βάλει τα κλάματα σε μια σκηνή, αλλά να δείξει ότι συγκρατεί τα κλάματά του.
Βλέποντας την ταινία, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, ο θεατής δεν καταλαβαίνει πιθανότατα τον λόγο για τον οποίο μπορεί να έχει ενδιαφέρον ένα βίντεο διακοπών που θα μπορούσε να είναι και δικό του. Οι διάλογοι έχουν μια απλότητα και έναν ρεαλισμό που ενδέχεται να μειώσει το ενδιαφέρον. Οι νύξεις για τα ψυχολογικά θέματα του πατέρα είναι τόσο ανεπαίσθητες, που μπορεί να μην γίνουν αντιληπτές. Η τελευταία σκηνή της ταινίας, αν και πάλι δεν αποκαλύπτει ακριβώς, αλλά υπονοεί, νοηματοδοτεί εκ των υστέρων σκηνές που τη στιγμή της προβολής τους δεν δημιουργούσαν κάποιο ερώτημα, εκτός ίσως από την απορία για το νόημα της σκηνής.
Το τέλος ωθεί τον θεατή να επανεξετάσει όσα παρακολούθησε νωρίτερα. Ο λόγος για αυτό είναι ότι βλέπουμε κατά τη διάρκεια της ταινίας ό,τι έβλεπε και η κόρη, με τα μάτια των 11 ετών. Αισθανόταν κάποιες στιγμές ότι κάτι συμβαίνει στον πατέρα της, αλλά χωρίς να καταλαβαίνει με βεβαιότητα, όπως ακριβώς και εμείς.
Ενήλικη πια, και γνωρίζοντας την όποια εξέλιξη, γυρίζει πίσω βλέποντας το βίντεο και τις φωτογραφίες και ανατρέχοντας στις αναμνήσεις της, βγάζει νόημα, όπως και εμείς ως θεατές, παρακολουθώντας το τέλος της ταινίας. Είναι ενδιαφέρον ότι για να πετύχει το συγκεκριμένο αποτέλεσμα από την ερμηνεία της μικρής Φράνκι Κόριο, η σκηνοθέτις δεν της είχε δείξει τις σκηνές που γύριζε μόνος ο Πολ Μεσκάλ, μέχρι να ολοκληρώσει τις δικές της σκηνές.
Νομίζω ότι η ταινία, αυτοβιογραφική σε μεγάλο βαθμό, αν και μπορεί να εκτιμηθεί από όλους, δεν μπορεί να προκαλέσει συγκίνηση και ταύτιση, αν δεν έχει φτάσει κανείς στο σημείο εκείνο της ζωής του κατά το οποίο ξεκινά ο αναστοχασμός για τα παιδικά χρόνια και τους γονείς, όπου αρχίζει να παρατηρεί στις αναμνήσεις του τούς γονείς του και να αναρωτιέται τι σκέφτονταν εκείνοι, τι αισθάνονταν τότε. Και όσο πλησιάζει στην ηλικία εκείνη που οι γονείς του έχουν στις φωτογραφίες και στα βίντεο τα οποία τυχόν θα δει, ίσως να τους θαυμάζει περισσότερο και να τους δικαιολογεί, ίσως να τους απομυθοποιεί και να τους επικρίνει, αλλά σε κάθε περίπτωση θα αντιλαμβάνεται ότι πίσω από το χαμόγελο της εικόνας υπήρχε και κάτι άλλο, γνωρίζοντας και βιώνοντας πια ό,τι έχει μεσολαβήσει από τότε έως τη στιγμή εκείνη.
Μπορεί να μη βρει απαντήσεις, θα διαπιστώσει όμως ότι υπάρχουν ερωτήματα. Και αν οι γονείς έχουν φύγει από τη ζωή, όπως μάλλον η ταινία υποδηλώνει, πιθανόν να προσπαθεί να φανταστεί πώς θα ήταν τώρα και τι θα τους έλεγε αν μπορούσε.
Η ταινία πραγματεύεται τις αναμνήσεις, το παρελθόν, τον επαναπροσδιορισμό της εικόνας που έχουμε για τους γονείς μας. Ακόμα και χωρίς να είναι στις προθέσεις της, μιλάει επίσης για τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να παρακολουθεί κανείς μια ταινία που δεν του προσφέρει σκηνές με προφανές νόημα και εύκολες απαντήσεις. Οπως η ενήλικη Σόφι, έτσι και εμείς παρατηρούμε και αναζητούμε εκ των υστέρων στη μνήμη μας τις λεπτομέρειες, το νόημα των παύσεων και των βλεμμάτων, των ανεπαίσθητων κινήσεων των πρωταγωνιστών, το βάθος αυτού που γίνεται στην επιφάνεια.
Μου θύμισε μια άλλη ταινία, πολύ πιο αυτοαναφορική, το «The Fabelmans» του Σπίλμπεργκ. Και εκεί, σε μία από τις πιο αξιομνημόνευτες σκηνές της ταινίας, ο νεαρός πρωταγωνιστής, παρατηρώντας αντίστοιχα τις λεπτομέρειες του βίντεο των οικογενειακών διακοπών που ο ίδιος γύρισε, ανακαλύπτει τα συναισθήματα της μητέρας του.
Η ταινία αυτή δεν μπορώ να φανταστώ ότι θα είχε την ίδια επίδραση επάνω μου αν την είχα δει, όχι σε κινηματογραφική αίθουσα, αλλά σε κάποια άλλη οθόνη. Η σκοτεινή αίθουσα ευνοεί, αποτρέποντας τους περισπασμούς, την αφοσίωση και τη δέσμευση που μια ταινία τέτοιας ευαισθησίας απαιτεί. Μια ταινία που προσφέρει σε όποιον έχει πρώτα προσφέρει τον χρόνο του και την προσοχή του. Δεν δίνει απαντήσεις ούτε συγκροτεί κάποιο μήνυμα. Παραφράζοντας μια φράση του Βασίλη Παπαβασιλείου, το «Aftersun» δεν ανακοινώνει νοήματα. Συμβάλλει στην παραγωγή της λαχτάρας του νοήματος. Της ταινίας και του προσωπικού.