«Διασταύρωση της Times Square και του Βρετανικού Μουσείου». Ετσι έχει περιγράψει ο Ρίτσαρντ Ρότζερς το περίφημο Κέντρο Ζορζ Πομπιντού στο Παρίσι, η περιγραφή του, όμως, αποδίδει ελάχιστα την πραγματικότητα. Το κτίριο είναι έργο του 1971 των Ρίτσαρντ Ρότζερς και Ρέντσο Πιάνο, οι οποίοι τότε ακόμη, ήταν νέοι μη δοκιμασμένοι αρχιτέκτονες. Πενήντα χρόνια μετά τη δημιουργία του, όμως, είναι πάντα ένα εκπληκτικό επίτευγμα στη μεσαιωνική καρδιά μιας μεγαλούπολης, που εξακολουθεί να προστατεύει ισχυρά τη γαλλικότητά της: ένα Meccano τεράστιο και ζωντανό, κάτι ανάμεσα σε διυλιστήριο πετρελαίου, διαστημικό σταθμό, χίπικο όνειρο και μηχανικό μεταβολισμό, γράφει ο Εντουιν Χιθκόουτ στους Financial Times.
Ακόμα πιο εντυπωσιακό, εξάλλου, είναι το γεγονός ότι αυτό το πράγμα, που σχεδιάστηκε σε μια τόσο διαφορετική εποχή, έχει διατηρηθεί τόσο καλά, και έχει αποδειχθεί πολύ προσαρμόσιμο και εξίσου δημοφιλές. Παρ’ όλα αυτά, όμως, ανακοινώθηκε ότι το 2023 το κτίριο θα κλείσει για ανακατασκευή. Οι εργασίες θα κρατήσουν τέσσερα χρόνια και θα κοστίσουν 200 εκατ. ευρώ.
«Σχεδιάστηκε ως μηχάνημα, εργαλείο», λέει ο Ρέντσο Πιάνο στον Εντουιν Χιθκόουτ. «Η πρόθεση για το κτίριο ήταν ότι θα μπορούσε να ανταποκρίνεται πάντα στην αλλαγή. Πάντα πίστευα ότι θα έπρεπε να κλείνει μία φορά κάθε 25 χρόνια. Κάθε τέταρτο του αιώνα πρέπει να σταματάς, να ξανασκέφτεσαι και να ανοίγεις ξανά».
Η τεχνολογία ήταν στον πυρήνα του σχεδιασμού του, αλλά έχει αλλάξει πάρα πολύ τα τελευταία 50 χρόνια. Ωστόσο, τα αρχικά σχέδια του διαγωνισμού του 1971, εξακολουθούν να είναι εκπληκτικά. Η κύρια πρόσοψη απεικονίστηκε ως ένα πλέγμα από οθόνες, εικόνες, κυλιόμενες ειδήσεις και μηνύματα: σχεδόν ένα «πρωτοδιαδίκτυο». Υπήρχαν επικές εικόνες από το Βιετνάμ, πυραύλους, φοιτητικές διαμαρτυρίες και ένα μήνυμα που έγραφε: «Καρολάιν, πήγαινε αμέσως στο Κάμβας Σίτι, η φίλη σου η Λίντα έχει χτυπηθεί.» Ήταν το τέλειο κοκτέιλ για ένα πολιτιστικό κέντρο της μετά το ’68 εποχής με συστατικά, πολιτική, ποπ φεστιβάλ και διαμαρτυρίες.
«Ηταν πάντα ένας καθρέφτης της κοινωνίας», λέει ο Πιάνο. Ωστόσο ακόμη και μεταξύ των γάλλων ριζοσπαστών, η υποδοχή του κτιρίου ήταν ανάμικτη. Ο συγγραφέας Ζορζ Περέκ το περιέγραψε ως ένα «παχύ εξωγήινο πλάσμα, που μοιάζει ανίκανο να επιβιώσει από τη στιγμή που έβγαλε τη διαστημική του στολή» και ο φιλόσοφος Ζαν Μποντριγιάρ υπέθεσε ότι θα γινόταν «στο επίπεδο τη κουλτούρας, ό,τι είναι το σούπερ μάρκετ για το επίπεδο του εμπορεύματος». Αλλά ακόμα κι αν το κτίριο δεν κατάφερε να πείσει τους flâneurs και τους φιλοσόφους, τα πλήθη το λάτρεψαν.
«Στην αρχή είπαν ότι ήταν τόσο δημοφιλές γιατί ήταν καινούργιο», λέει ο Πιάνο, «αλλά συνέχισαν να έρχονται». Το ξεκίνημά του ήταν επισφαλές. Όταν ο προστάτης του, ο γάλλος πρόεδρος Ζορζ Πομπιντού, πέθανε το 1974, στα μισά της κατασκευής, η χρηματοδότηση του έργου σταμάτησε βάναυσα. Ο αρχιτέκτονας Μάικ Ντέιβις, ένας από τους συνεργάτες του Ρότζερς εκείνη την εποχή, λέει στους Financial Times: «Τα πρώτα χρόνια δεν ήταν βαμμένο και στη συνέχεια χρησιμοποίησαν ό, τι χρώμα υπήρχε διαθέσιμο. Εγκαινιάστηκε [το 1977] από τον νέο πρόεδρο, Βαλερί Ζισκάρ ντ’Εσταίν», θυμάται, «με μια ομιλία μιας ώρας στην οποία δεν ανέφερε ούτε μια φορά το κτίριο ή τους αρχιτέκτονες».
Δημιουργώντας ένα τόσο τεράστιο κτίριο, το μεγαλύτερο μέρος του οποίου είναι υπόγειο, οι αρχιτέκτονες κατάφεραν να χαράξουν μια μεγάλη, ελαφρώς επικλινή δημόσια πλατεία σε αυτήν την πυκνοκατοικημένη γειτονιά. Ήταν ένα από τα πράγματα που επηρέασαν την κριτική επιτροπή, στην οποία συμμετείχαν ο Ζαν Προυβέ (αυτοδίδακτος αρχιτέκτονας και ένας από του πιο σημαντικούς σχεδιαστές επίπλων στη Γαλλία), ο αμερικανός αρχιτέκτονας Φίλιπ Τζόνσον, ο βραζιλιάνος Οσκαρ Νιμάγιερ και ο ολλανδός Βίλεμ Σάντμπεργκ. Ο Προυβέ αποδείχθηκε καθοριστικός, υποστηρίζοντας ότι ο σχεδιασμός του κτιρίου αντιπροσώπευε ακριβώς το στοιχείο του μη-μνημειώδους που είχε ζητηθεί.
Ηταν ένα κτίριο της εποχής του. Και με τον τρόπο του, μια πολύ βρετανική ποπ στιγμή. «Ημασταν όλοι Beatles τότε!» λέει ο Πιάνο. «Με μακριά μαλλιά και γένια, ουτοπικοί».
Το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού (Centre Georges-Pompidou), γνωστό και απλά ως Μπομπούρ θεωρείται συχνά απάντηση στα γεγονότα του ’68, η προσπάθεια μιας συντηρητικής πόλης να επανασυνδεθεί με μια δυσαρεστημένη νεολαία και μια νέα γενιά μποέμ. Ωστόσο ο Πιάνο ξεκαθαρίζει: «Είχαμε την αίσθηση της ελευθερίας, οπότε ήταν μια αναπόφευκτη στιγμή, “l’air du temps”, αλλά όχι μια άμεση απάντηση». Ο Ντέιβις συμφωνεί. «Ημασταν Βρετανοί και πριν από αυτό [τον σχεδιασμό φουσκωτών και ελαφριών κατασκευών] ήμουν στην Καλιφόρνια και ο Ρίτσαρντ στο Λονδίνο. Ηταν, λοιπόν, στο πνεύμα των καιρών, μάλιστα εξακολουθούσαν να γίνονται ταραχές και διαμαρτυρίες όσο χτίζαμε. Ήταν ένα είδος μανιφέστο, ένας φάρος της νεολαίας», λέει.
Αντί για μια αγγλοϊταλική απάντηση στα γεγονότα του ’68, το Μπομπούρ ήταν στην ουσία η γαλλική αντίδραση σε μια Νέα Υόρκη που είχε ξεπεράσει το Παρίσι ως πρωτεύουσα τέχνης και υψηλού πολιτισμού. Σε κάθε περίπτωση λειτούργησε. «Ηταν ένα όνειρο», λέει ο Πιάνο, «ένα κτίριο σαν μαλακό μηχάνημα».
Όπως, όμως, οποιοδήποτε μηχάνημα της δεκαετίας του 1970, μαλακό ή όχι, απαιτεί τελικά επισκευή. «Οι υπηρεσίες ήταν εντελώς μηχανικές», λέει ο Ντέιβις. «Ολα έχουν αλλάξει από τότε». Για να δημιουργηθεί όσο το δυνατόν περισσότερη καθαρή επιφάνεια, οι υπηρεσίες βγήκαν έξω, μαζί με τον σκελετό του κτιρίου, προσφέροντας τη διάσημη πρόσοψη με σωλήνες, αγωγούς, καλώδια και δοκούς. «Ολοι πιστεύαμε ότι δεν θα μας επέτρεπαν να το χτίσουμε», παραδέχεται ο Ντέιβις. Και ο Πιάνο συμπληρώνει: «Η αρχική ιδέα του διαγωνισμού ήταν ακόμη πιο τρελή, με δάπεδα που θα μπορούσαν να κινούνται πάνω-κάτω. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε ότι θα κερδίζαμε τον διαγωνισμό».
«Ήμασταν νέοι», συνεχίζει ο διάσημος ιταλός αρχιτέκτονας, «και κανείς δεν αντιλαμβανόταν πραγματικά την κλιματική κρίση. Δεν ασχοληθήκαμε με την εξοικονόμηση ενέργειας και ένας από τους λόγους που με κάνει τώρα να χαίρομαι είναι ότι θα μπορέσουμε να μειώσουμε τη χρήση ενέργειας κατά το ήμισυ. Τώρα, υπάρχουν και όλα αυτά τα φανταστικά υλικά, νέα τζάμια και πάνελ. Θα το καταστήσουμε βιώσιμο».
Οι ανησυχίες για την ασφάλεια του κτιρίου εξαιτίας της τρομοκρατίας οδήγησαν στο κλείσιμο της κυλιόμενης σκάλας για το κοινό που δεν πληρώνει εισιτήριο, αλλά η πρόσβαση είναι ελεύθερη στο τεράστιο ισόγειο, που είναι πάντα ένας επικός καθημερινός χώρος. «Πάντα μου άρεσε να κάθομαι στο λόμπι και να μην κάνω τίποτα, να παρατηρώ τους ανθρώπους», λέει ο Ρέντσο Πιάνο στον Χιθκόουτ. «Το γραφείο μου είναι 300 μέτρα μακριά, οπότε πηγαίνω εκεί όλη την ώρα. Σε μια κανονική ημέρα, περνούν 20.000 άτομα. Είναι μια μικρή πόλη και σαν τέτοια δημιουργήθηκε».
Το Κέντρο Ζορζ Πομπιντού, με την κλίμακα και το όραμά του για ριζοσπαστική ανοιχτοσύνη, άλλαξε την αντίληψη για το τι μπορεί να είναι ένα κτίριο πολιτισμού. Έσπασε την αλαζονεία της πολιτιστικής παράδοσης και την ιδέα ότι ένα πολιτιστικό κέντρο πρέπει να είναι μνημειώδες και αυστηρό. Η υψηλή και η ποπ κουλτούρα, που προτείνει, οι μεγάλες εκθέσεις, το πρωτοποριακό ηλεκτρονικό ερευνητικό κέντρο (το τεράστιο υπόγειο IRCAM) και οι χώροι στους οποίους μπορεί κανείς να χαλαρώσει ελεύθερα, να κουβεντιάσει και να διαβάσει, συνθέτουν ένα κλίμα σε μεγάλο βαθμό μοναδικό.
Οπωσδήποτε θα λείψει όσο θα είναι κλειστό, αλλά ίσως εκτιμηθεί περισσότερο όταν ανοίξει ξανά. «Χρειάζεται αλλαγή», λέει ο Πιάνο. «Χαίρομαι που το βλέπω να προσαρμόζεται. Θα αλλάξει ξανά».