Η αντεθνική στάση και δράση του χουντικού Κωνσταντίνου Παναγιωτάκου (αριστερά) ξεχείλιζε εμπάθεια και μίσος για τον Μακάριο | APE / CreativeProtagon
Θέματα

Οταν η χούντα ζητούσε τη βοήθεια της Τουρκίας για να ανατρέψει τον Μακάριο 

Aπόρρητο έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών της χούντας, με συντάκτη τον υφυπουργό του Γεωργίου Παπαδόπουλου, Κωνσταντίνο Παναγιωτάκο, αποκαλύπτει ότι το καθεστώς των συνταγματαρχών που πρόδωσε την Κύπρο πριν από μισό αιώνα είχε επιχειρήσει και νωρίτερα κάτι αδιανόητο (ντοκουμέντο)
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Σε ένα απόρρητο έγγραφο του υπουργείου Εξωτερικών, με συντάκτη τον υφυπουργό του Γεωργίου Παπαδόπουλου, Κωνσταντίνο Παναγιωτάκο, και ημερομηνία 25 Φεβρουαρίου 1972, αποτυπώνεται με σαφήνεια η διάθεση της δικτατορίας να αναζητήσει χείρα βοηθείας στην Τουρκία προκειμένου να ανατρέψει τον εκλεγμένο πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.

Το «αντάλλαγμα» θα ήταν, προφανώς, η προώθηση της συγκεκαλυμμένης διχοτόμησης, δια της αποκαλούμενης διπλής Ενωσης – αναγκαστικά με τη σύμφωνη γνώμη της Αγκυρας. Αυτή ήταν, άλλωστε, η προσέγγιση της χούντας για την επίλυση του Κυπριακού, τόσο επί Παπαδόπουλου όσο και επί Ιωαννίδη. Μια προσέγγιση που δεν απείχε πολύ –ως γενικότερη λογική– από τις προβλέψεις του σχεδίου Aτσεσον, το οποίο επιχειρήθηκε, ανεπιτυχώς, να εφαρμοστεί το καλοκαίρι του 1964.

Ο Παναγιωτάκος διετέλεσε πρέσβης της Ελλάδας στην Κύπρο από το 1970 έως και τις αρχές του 1972, όταν, στις 14 Ιανουαρίου, κατόπιν παραίτησης του Χρήστου Ξανθόπουλου-Παλαμά, ανέλαβε υφυπουργός Εξωτερικών. Επί της θητείας του στη Λευκωσία οι σχέσεις του καθεστώτος με τον Μακάριο εκτραχύνθηκαν, με αποκορύφωμα την κρίση των όπλων από την Τσεχοσλοβακία – όταν δηλαδή ο Αρχιεπίσκοπος επιχείρησε να εξοπλίσει το υπό δημιουργία Εφεδρικό Σώμα, στο οποίο θα υπηρετούσαν οι πλέον πιστοί υποστηρικτές του, ως αντίβαρο στην τρομοκρατική δράση της ΕΟΚΑ Β’ του Γεωργίου Γρίβα.

Μιλώντας στο Protagon, ο Χάρης Βωβίδης, επί δέκα συναπτά έτη διευθυντής του Γραφείου του προέδρου Μακαρίου και άνθρωπος με βαθιά γνώση των εξελίξεων κατά την πλέον κρίσιμη περίοδο για την Κύπρο (1967- 1977), επισημαίνει ότι Παναγιωτάκος «απεστάλη στην Κύπρο με μια αποκλειστική εντολή: την απομάκρυνση, πάση θυσία, του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κατά τη σύντομη παραμονή του στην Κύπρο χρησιμοποίησε κάθε δυνατό μέσο για να επιτύχει τον ανίερο σκοπό του. Κατασυκοφαντούσε τον Μακάριο ως ανθενωτικό και έτοιμο να θυσιάσει τα συμφέροντα του Ελληνισμού για να παραμείνει στην εξουσία, διότι –όπως έλεγε ο ίδιος– ήταν αρχομανής».

Πράγματι, ανατρέχοντας κανείς στην πρώτη παράγραφο του απόρρητου εγγράφου του υπουργείου Εξωτερικών με τίτλο «Μνημόνιο συναντήσεως υφυπουργού Κ. Παναγιωτάκου και τούρκου πρέσβεως κ. Τουρκμέν», έρχεται αντιμέτωπος με το εξής παράδοξο: Ενα από τα πλέον υψηλόβαθμα στελέχη της ελληνικούς χούντας εξηγούσε σε έναν σημαίνοντα τούρκο διπλωμάτη ότι «ουδεμία συνεργασία είναι δυνατή μεταξύ Αθηνών και Λευκωσίας ενόσω ο Μακάριος θα παρέμενε πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας. Την άποψη αυτή ασπάζεται, κατόπιν εισηγήσεων, και η κυβέρνησή μου».

Φυσικά, η «κυβέρνηση» δεν περίμενε τις εισηγήσεις του Παναγιωτάκου. Πέραν του ιδεολογικού χάσματος που χώριζε τους συνταγματάρχες από τον Μακάριο και παρά την εικόνα ενότητας που επιχειρήθηκε να μεταδοθεί από την επίσκεψη του Παπαδόπουλου στη Λευκωσία τον Αύγουστο του 1967 –φεύγοντας από το νησί δήλωσε ότι δεν είδε «ανθενωτικούς, διότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν έλληνες ανθενωτικοί»–, η πραγματικότητα είναι ότι η δικτατορία αναζήτησε εξαρχής διάφορους τρόπους για να απαλλαχθεί από τον Μακάριο.

Είτε με την άτσαλη προσπάθεια στη σύνοδο Κεσσάνης-Αλεξανδρούπολης να πείσει την Τουρκία να συμφωνήσει στην Ενωση με «εγγυήσεις» για την προστασία των Τουρκοκυπρίων, είτε με τον αποκλεισμό της ελληνοκυπριακής πλευράς από τις απευθείας διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους, είτε με την απόπειρα δολοφονίας του Αρχιεπισκόπου στις 8 Μαρτίου 1970 –στην οποία πάντως δεν αποδείχθηκε ευθεία εμπλοκή της Αθήνας–, είτε αργότερα με την υλική υποστήριξη της ΕΟΚΑ Β’.

Οπως έχει γράψει εύστοχα ο ιστορικός Παύλος Τζερμιάς, «αν η προχουντική πολιτική ηγεσία ήθελε τον περιορισμό του Μακαρίου, η χούντα ήθελε την εξόντωσή του». Απώτερος στόχος παρέμενε η Ενωση – ασχέτως αν η ερμηνεία της δεν ήταν κοινή για όλους.

Το χάσμα μεταξύ Αθήνας-Λευκωσίας μετατράπηκε σε ρήγμα στις αρχές του 1968, όταν ο Μακάριος, μετά την απόσυρση της Μεραρχίας από την Κύπρο, εξήγγειλε την πολιτική τού «εφικτού». Η Ενωση ήταν το «ευκταίο» και η αδέσμευτη ανεξαρτησία το «εφικτό». Και ας συνήθιζε ο Αρχιεπίσκοπος να λέει ότι είναι υποχρεωμένος να συνεργάζεται με την εκάστοτε ελληνική κυβέρνηση «για το καλό της Κύπρου και του λαού της».

Ο Μακάριος, άλλωστε, όπως επιβεβαιώνει και ο Βωβίδης, δεν φοβόταν τη χούντα – ούτε του Παπαδόπουλου ούτε του Ιωαννίδη. Αφενός διατηρούσε ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας με την Αθήνα δια του εκδότη και αποκαλούμενου «θεωρητικού» της δικτατορίας Σάββα Κωνσταντόπουλου, αφετέρου πίστευε ότι ουδείς θα τολμούσε να κινηθεί πραξικοπηματικά εναντίον του, καθώς κάτι τέτοιο θα προκαλούσε την παρέμβαση της Τουρκίας ως εγγυήτριας δύναμης στην Κύπρο. Ηταν, δε, πεπεισμένος ότι «ο Παπαδόπουλος ήρθε για να μείνει».

Σύμφωνα, πάντως, με τα αμερικανικά αρχεία, το State Department εργαζόταν ήδη από τις αρχές του 1970 επί υποθετικών σεναρίων βίαιης ανατροπής του προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας, γεγονός που υποδεικνύει ότι στην Αθήνα, αλλά και στη Μεγαλόνησο, πράγματι εξυφαίνονταν έκτοτε σχέδια πολιτικής ή και φυσικής εξόντωσης του Μακαρίου.

Επιστρέφοντας στο απόρρητο έγγραφο, ο Παναγιωτάκος καταφέρεται, ενώπιον του Τουρκμέν, με σχεδόν χυδαίους χαρακτηρισμούς κατά του Μακαρίου. «Διακρίνεται από έφεση προς το ψεύδεσθαι. Δια σειράς ψευδολογιών έχει συχνά παραπλανήσει τις εκάστοτε εν Αθήνας κυβερνήσεις. Τούτο, σε συνδυασμό με την αδιαμφισβήτητη ικανότητά του στην κατάστρωση και εκτέλεση κινήσεων διεθνούς επιπέδου, τον καθιστά ιδιαιτέρως επικίνδυνο για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις».

Ο Βωβίδης προσθέτει ότι ο Παναγιωτάκος «σε επαφές του με ξένες πρεσβείες, κυρίως Δυτικές, κατηγορούσε τον Μακάριο ότι ήταν φιλοσοβιετικός και υπονόμευε τα Δυτικά συμφέροντα στην περιοχή». Ακόμα και αν είναι γεγονός ότι Αρχιεπίσκοπος έφερνε, πράγματι, την Αθήνα προ τετελεσμένων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την πρότασή του τον Νοέμβριο του 1963 για αναθεώρηση του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας άνευ συνεννόησης με τη μεταβατική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου, οι διατυπώσεις, η διάθεση και κυρίως η ευκολία με την οποία το χουντικό καθεστώς απεργαζόταν –σε ανοικτή γραμμή με την Τουρκία– τα σχέδια ανατροπής τού δις εκλεγμένου ηγέτη των Ελληνοκυπρίων ήταν παραπάνω από απαράδεκτες και καταδικαστέες.

Συνέχιζε ο Παναγιωτάκος προς τον Τουρκμέν: «Τα ανωτέρω οδήγησαν την ελληνική κυβέρνηση στο συμπέρασμα ότι βασική προϋπόθεση για διαρκή και δίκαιη λύση στην Κύπρο είναι η απομάκρυνσή του από της πολιτικής σκηνής».

Με αφορμή την κρίση των όπλων από την Τσεχοσλοβακία, τον Ιανουάριο του 1972, ο Παναγιωτάκος, σε συνεργασία με Ελλαδίτες αξιωματικούς της Εθνικής Φρουράς, πρωτοστάτησε στον σχεδιασμό πραξικοπήματος εναντίον του Μακαρίου, το οποίο ήταν προγραμματισμένο να εκτελεστεί περίπου έναν μήνα μετά, στις 15 Φεβρουαρίου 1972. Τέσσερις ημέρες πριν, η χούντα των Αθηνών απαίτησε τελεσιγραφικά από τον πρόεδρο της Κύπρου να παραιτηθεί από το αξίωμά του. Ο Μακάριος αρνήθηκε.

Η υπερδραστήρια κυπριακή ΚΥΠ είχε καταγράψει σχετικές συνομιλίες του Παναγιωτάκου, με αποτέλεσμα το πραξικόπημα ουσιαστικά να αποκαλυφθεί και να ματαιωθεί, κατόπιν και της άμεσης παρέμβασης χιλιάδων Ελληνοκυπρίων, οι οποίοι συγκεντρώθηκαν έξω από την Αρχιεπισκοπή, ως ανθρώπινη ασπίδα προστασίας του Μακαρίου. Ο Παναγιωτάκος χρεώθηκε την αποτυχία, διατήρησε όμως, παρότι πικραμένος και απογοητευμένος, τη θέση του υφυπουργού Εξωτερικών.

Η πρώτη αντίδραση του υφυπουργού ήταν να κινητοποιήσει τους τρεις μητροπολίτες της Κύπρου ώστε αυτοί να απαιτήσουν, εν πρώτοις την παραίτηση του Μακαρίου από το αξίωμα του προέδρου, και εν συνεχεία την καθαίρεσή του από τον αρχιεπισκοπικό θρόνο. Ο Βωβίδης μιλάει και πάλι για «υπονομευτική δραστηριότητα του Παναγιωτάκου, με τις γνωστές τραγικές συνέπειες για την Εκκλησία και τον λαό της Κύπρου». Ελεγε τότε ο Παναγιωτάκος στον Τουρκμέν: «Ελπίζουμε ότι οι ενέργειες των τριών μητροπολιτών θα τον κλονίσουν τόσο ώστε να καταστεί ευχερής η απομάκρυνσή του».

Ο Παναγιωτάκος, που έως σήμερα είναι καταγεγραμμένος στη συλλογική συνείδηση του νησιού ως ένας από τους πλέον διαπρύσιους πολέμιους του Μακαρίου, δεν έμεινε εκεί. Από την τελευταία παράγραφο του εγγράφου συμπεραίνεται ανεπιφύλακτα ότι ο έλληνας υφυπουργός Εξωτερικών ζήτησε από τον τούρκο διπλωμάτη βοήθεια για να ανατρέψει τον Αρχιεπίσκοπο. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, «ως ήταν φυσικό (σ.σ.: ο Τουρκμέν), δεν ήταν σε θέση να μου απαντήσει κατά πόσον η χώρα του θα ήταν διατεθειμένη να συμβάλει στη δια δελεασμού παγίδευση του Μακαρίου. Νομίζει, όμως, ότι η απάντηση θα είναι θετική. Υποσχέθηκε, δε, ότι η δική του εισήγηση στην κυβέρνησή του θα είναι ευνοϊκή».

Λέξεις όπως «παγίδευση» ακούγονται έως και σήμερα, ακριβώς πενήντα χρόνια μετά το προδοτικό πραξικόπημα του Ιωαννίδη κατά του Μακαρίου, εκκωφαντικές. «Η τελευταία παράγραφος αποδεικνύει τον συνωμοτικό αλλά και αντεθνικό χαρακτήρα της δράσης του πρέσβη Παναγιωτάκου, την εμπάθειά του, αλλά και το μίσος που έτρεφε κατά του Μακαρίου. Η στάση του αυτή εκφράζει το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή στην Αθήνα, στους κύκλους της χούντας, προκειμένου να επιτύχουν τη λύση την οποία δεν θα αποδεχόταν ο κυπριακός Ελληνισμός» μας λέει ο Βωβίδης. Για τη δικτατορία και την Τουρκία ο Αρχιεπίσκοπος ήταν ο κοινός εχθρός. Οι Τούρκοι, όμως, αξιολογούσαν τα στοιχειώδη. Δεν επρόκειτο να κινηθούν κατά της Κύπρου αν δεν είχαν αφορμή και εγγυήσεις.

Ο Μακάριος δεν έπεσε από τον Παπαδόπουλο ή τον Παναγιωτάκο. Οπως συνήθιζε ο ίδιος να λέει, «επεβίωσα 13 ελλήνων πρωθυπουργών. Θα επιβιώσω και τώρα» – εννοώντας το καθεστώς Ιωαννίδη. Πράγματι, ο ίδιος επιβίωσε, κυνηγημένος από τα χουντικά άρματα μάχης και τους καταδρομείς της Εθνικής Φρουράς μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο της Λευκωσίας. Χάθηκε όμως σχεδόν η μισή Κύπρος. Χάθηκαν περισσότεροι από 4.000 Ελληνοκύπριοι και Ελλαδίτες, ενώ πάνω από 1.000 παραμένουν αγνοούμενοι.