Ο Μασαγιόσι Σον σίγουρα δεν είναι τόσο γνωστός όσο ο Τζεφ Μπέζος της Amazon, o Μαρκ Ζάκερμπεργκ του Facebook ή ο Τζακ Μα της Alibaba. Αλλά αποτελεί γεγονός πως o ιδρυτής της SoftBank, μιας ιαπωνικής εταιρείας τηλεπικοινωνιών και παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών, διεκδικεί σήμερα τον τίτλο του πιο επιδραστικού ανθρώπου στον κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας.
Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Economist, επιλέγοντας να αφιερώσει το εξώφυλλό του (φωτογραφία κάτω) στον ιάπωνα οραματιστή. Γιατί ο Σον σύστησε το Vision Fund, ένα επενδυτικό ταμείο με 100 δισεκατομμύρια δολάρια στη διάθεσή του, το οποίο έχει ήδη ξεκινήσει να «καταβροχθίζει μετοχές», αναφέρει χαρακτηριστικά το βρετανικό περιοδικό, των πιο καινοτόμων νεοφυών επιχειρήσεων ανά την υφήλιο. Σχεδόν τα μισά από αυτά, 45 δισεκατομμύρια, τα προσέφερε ένας άλλος μεγιστάνας του πλούτου, ο σαουδάραβας πρίγκιπας και διάδοχος του θρόνου Μοχάμεντ μπιν Σαλμάν, στο πλαίσιο της προσπάθειας της χώρας του να απαλλάξει την οικονομία της από την εξάρτησή της από το πετρέλαιο. Και αυτός ο πακτωλός χρημάτων είχε ως αποτέλεσμα να προσφέρουν σημαντικά ποσά και άλλοι επενδυτές είτε από το Αμπου Ντάμπι είτε από την Apple.
Αλλά «η ισχύς δεν είναι απαραίτητα συνώνυμο της επιτυχίας», προειδοποιεί ο Economist, σημειώνοντας πως τα επιχειρήματα των επικριτών του Vision Fund είναι πολλά. Κατ’ αρχάς προβληματισμό προκαλεί το γεγονός ότι τις περισσότερες επενδυτικές αποφάσεις τις λαμβάνει ο ίδιος ο Μασαγιόσι Σον. Κατά τη διάρκεια της καριέρας του σημείωσε κάποιες σημαντικές επιτυχίες, ποντάροντας, για παράδειγμα, στην Alibaba. Αλλά οι επενδύσεις στις οποίες προέβη πριν σκάσει η αποκαλούμενη φούσκα του Διαδικτύου είχαν ως αποτέλεσμα να χάσει πολλά δισεκατομμύρια. Είναι επίσης θιασώτης της «τεχνολογικής μοναδικότητας» (technological singularity), αναμένει εναγωνίως, δηλαδή, την ημέρα που η τεχνητή νοημοσύνη θα ξεπεράσει την νοημοσύνη των ανθρώπων, και αυτό τον «καθιστά οραματιστή ή απλώς εκκεντρικό».
Οσον αφορά τις επενδύσεις, τα κεφάλαια βγαίνουν από τα ταμεία με την ίδια ταχύτητα με την οποία μπήκαν. Το Vision Fund έχει ήδη ξοδέψει 30 δισεκατομμύρια, σχεδόν τόσα όσα συγκέντρωσε στο σύνολό της η αμερικανική βιομηχανία των venture capitals το 2017. Και επειδή τα μισά από τα κεφάλαιά του είναι σε μορφή χρέους, πιέζεται ώστε να προβεί σε πληρωμές. «Αυτός ο συνδυασμός γιγαντισμού, μεγαλομανίας και εγγυημένων πληρωμών ενδέχεται να καταλήξει σε οικονομική καταστροφή» επισημαίνει ο Economist.
Αλλά και στην περίπτωση που το επενδυτικό όραμα του Σον καταλήξει σε φιάσκο, ο αντίκτυπος του στον κόσμο των ψηφιακών επενδύσεων εκτιμάται πως θα είναι καθοριστικός. Πρώτον, γιατί αυτά τα πολλά δισεκατομμύρια θα συμβάλουν στη διαμόρφωση των βιομηχανιών του μέλλοντος. Ο ιάπωνας επενδυτής τροφοδοτεί με πρωτόγνωρα ποσά την περαιτέρω ανάπτυξη των «τεχνολογιών αιχμής», όπως η ρομποτική και το Διαδίκτυο των πραγμάτων, ενώ κατέχει ήδη μετοχές εταιρειών όπως η Uber, η We Work και η Flipkart, μια ινδική εταιρεία ηλεκτρονικού εμπορίου που πωλήθηκε αυτές τις ημέρες στην Walmart.
Κατά τη διάρκεια της επόμενης πενταετίας το ταμείο σχεδιάζει να επενδύσει σε 70, έως και 100, «τεχνολογικούς μονόκερους», όπως αποκαλούνται στη διεθνή ορολογία οι start–ups που αξίζουν τουλάχιστον ένα δισεκατομμύριο δολάρια. Συνήθως προσφέρει πολλαπλάσια χρήματα από εκείνα που αρχικά ζητάνε οι επιχειρηματίες, απειλώντας, μάλιστα, πως εάν αρνηθούν την προσφορά του, τα εκατομύριά του θα καταλήξουν σε ανταγωνιστικές επιχειρήσεις.
Το Vision Fund αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά και τη βιομηχανία των κεφαλαίων επιχειρηματικών συμμετοχών. Γιατί θα αναγκάσει τους ανταγωνιστές του να συγκεντρώσουν περισσότερα χρήματα και ταυτόχρονα να επενδύσουν σε περιοχές όπου η ροή κεφαλαίων θεωρείται ακόμα περιορισμένη, όπως η Ινδία, η νοτιοανατολική Ασία και αρκετές ευρωπαϊκές χώρες. Οταν το Vision Fund επένδυσε σχεδόν 500 εκατομμύρια δολάρια στην Improbable, μια βρετανική εταιρεία εικονικής πραγματικότητας, σημείωσε ρεκόρ χρηματοδότησης, ενώ τα 565 εκατομμύρια δολάρια που κατέληξαν στην Auto1, μια γερμανική διαδικτυακή εταιρεία πώλησης αυτοκινήτων, αποτέλεσαν μία από τις μεγαλύτερες, τέτοιας μορφής, επενδύσεις των τελευταίων χρόνων.
Το επιχειρηματικό μοντέλο του Vision Fund θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επιθετικό. Αλλά αναμφίβολα προσφέρει τη δυνατότητα στους ιδρυτές νεοφυών επιχειρήσεων όχι μόνον να παρακάμψουν τους κυρίαρχους της Silicon Valley, αλλά ακόμα και να ανταγωνιστούν με εταιρείες όπως η Amazon, η Facebook και, φυσικά, η Google. Και αυτό δεν ισχύει μόνον για την Αμερική αλλά και για την Κίνα, όπου σχεδόν το 50% των κινεζικών «μονόκερων» στηρίζονται οικονομικά από τους τέσσερις, ψηφιακούς κολοσσούς της χώρας, την Baidu, την Alibaba, την Tencent ή την JD.com.
Μεταξύ των μειονεκτημάτων της επενδυτικής δράσης του Vision Fund ξεχωρίζει ο κίνδυνος να αυξηθεί σημαντικά το κόστος λειτουργίας μιας νεοφυούς επιχείρησης. Γιατί οι εταιρείες που λαμβάνουν τα χρήματά του, τόσα πολλά και όλα μαζί, αποκτούν ένα σχεδόν ανυπέρβλητο πλεονέκτημα έναντι των ανταγωνιστών τους. Το κατά πόσο θα επιδράσει θετικά ή αρνητικά στον κόσμο της ψηφιακής τεχνολογίας το «όραμα» του Μασαγιόσι Σον θα διαπιστωθεί μετά από χρόνια. Αλλά θεωρείται βέβαιο πως θα επηρεάσει τη μοίρα πολλών start–ups, καθορίζοντας, ταυτόχρονα, και τις επιλογές που θα έχουν στη διάθεσή τους στο μέλλον οι καταναλωτές. Πάντως «ο μεγαλύτερος τροχός της τύχης γυρίζει ήδη», καταλήγει ο Economist.