Μία από τις συχνές επιπλοκές του σακχαρώδη διαβήτη όλων των τύπων είναι η διαβητική νευροπάθεια. Υπολογίζεται ότι το 50% των πασχόντων έπειτα από δέκα χρόνια διαβήτη θα εκδηλώσουν την επώδυνη και επικίνδυνη νόσο. Μούδιασμα ή απώλεια της αίσθησης (συνήθως στα πόδια αλλά και στα χέρια), έντονος πόνος, μυϊκή αδυναμία είναι τα πιο συχνά φαινόμενα που ταλαιπωρούν την καθημερινότητα των διαβητικών.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο ο δυσβάσταχτος πόνος. Η διαβητική νευροπάθεια επηρεάζει και ζωτικά όργανα μειώνοντας την αρτηριακή πίεση, προκαλεί αρρυθμία, ταχυκαρδία, ακόμη και δυσκολίες στην κατάποση και την πέψη και σήμερα δεν υπάρχει καμία αποτελεσματική θεραπεία για την αντιμετώπιση της ασθένειας. Το μόνο που μπορούν να κάνουν οι πάσχοντες είναι να προσέχουν τη σωστή ρύθμιση του διαβήτη τους, το βάρος τους, να αποφεύγουν το κάπνισμα και το αλκοόλ κ.ά. Διότι όταν δεν τεθούν σε έλεγχο οι επιπλοκές, είναι αρκετά σοβαρές και μπορεί να οδηγήσουν σε κατάγματα, ακρωτηριασμούς, ακόμα και σε θάνατο.
Πρόσφατα, ο έλληνας ειδικός δρ Χριστόφορος Τσαντούλας από το King’s College του Λονδίνου, ανακάλυψε ότι ο διαβητικός πόνος οφείλεται σε μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη, την HCN2. Αυτή η πρωτεΐνη δημιουργεί μικρούς πόρους στην επιφάνεια των αισθητήριων νευρώνων του πόνου και ενεργοποιεί τα κύτταρα που προκαλούν την αίσθηση του πόνου.
Στο πλαίσιο της μελέτης που δημοσιεύτηκε στην επιστημονική επιθεώρηση Science Translational Medicine, η ομάδα με υπεύθυνο τον κ. Τσαντούλα, επιβεβαίωσε τον αυξημένο πόνο σε διαβητικά ποντίκια χρησιμοποιώντας ειδικά τεστ.
Στη συνέχεια μπλόκαραν τη λειτουργία του γονιδίου HCN2 με το φάρμακο ιβαβραδίνη (η οποία χρησιμοποιείται σήμερα για την καρδιαγγειακή πάθηση, τη στηθάγχη) και παρατήρησαν ότι ο πόνος των διαβητικών ποντικών εξαφανίστηκε. Στο επόμενο στάδιο οι ερευνητές δημιούργησαν διαγονιδιακά ποντίκια, στα οποία το γονίδιο HCN2 έλειπε από τους νευρώνες πόνου. Όταν αυτά τα ποντίκια έγιναν διαβητικά δεν είχαν ευαισθησία στον πόνο, παρά την υψηλή γλυκόζη στο αίμα τους.
Από τα αποτελέσματα φάνηκε ότι η δράση του HCN2 ελέγχει τον χρόνιο πόνο στο διαβήτη και κατά συνέπεια φάρμακα που μπλοκάρουν το HCN2 είναι πολλά υποσχόμενα για τη θεραπεία του διαβητικού πόνου σε ανθρώπους.
«Τα αποτελέσματά μας προήλθαν από βασική έρευνα σε ποντίκια, επομένως απομένει να επιβεβαιώσουμε τη μεταφραστικότητα των ευρημάτων σε ασθενείς. Τα επόμενα βήματά μας είναι να επιβεβαιώσουμε τα ευρήματα σε ανθρώπους με φάρμακα που αναστέλλουν τη λειτουργία της HCN2, και η εκπλήρωση κλινικών μελετών για τον χαρακτηρισμό της αναλγητικής τους ικανότητας καθώς και την ασφάλεια τους σε διαβητικούς.
»Παράλληλα μπορεί να εξεταστεί αν υπάρχει “θεραπευτικό παράθυρο” της ιβαβραδίνης σε διαβητικούς, δηλαδή δοσολογία του υπάρχοντος φαρμάκου που να επιδρά στον πόνο αλλά όχι στην καρδιακή λειτουργία», εξηγεί μιλώντας στο Protagon ο δρ Χριστόφορος Τσαντούλας.
Αν και η ιβαβραδίνη είναι εγκεκριμένη ουσία και χρησιμοποιείται ευρέως από καρδιοπαθείς, ίσως και να μην είναι και η πιο δόκιμη μέθοδος για την αντιμετώπιση του νευροπαθητικού πόνου, καθώς όπως διευκρινίζει ο κ. Τσαντούλας «αναστέλλει και μια “συγγενική” πρωτεΐνη στην καρδιά (την HCN4) και αυτό προκαλεί βραδυκαρδία. Η βραδυκαρδία είναι ανεπιθύμητη παρενέργεια διότι περιορίζει την δραστηριότητα των ασθενών και είναι επικίνδυνη σε συνδυασμό με προϋπάρχοντα καρδιαγγειακά προβλήματα».
Ο ίδιος εκτιμά ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία θα υπάρξει και η πρακτική δυνατότητα γονιδιακής θεραπείας ασθενών, προκειμένου να αφαιρείται η λειτουργία του γονιδίου HCN2. Παράλληλα, «συνεργαζόμαστε ήδη με χημικούς με σκοπό να δημιουργήσουμε καλύτερα φάρμακα που θα απενεργοποιούν τη HCN2 χωρίς άλλες επιδράσεις στον οργανισμό. Δηλαδή προσπαθούμε να δημιουργήσουμε μια βελτιωμένη ουσία βασισμένη στην χημική δομή της ιβαβραδίνης, η οποία θα διώχνει τον διαβητικό πόνο χωρίς καμία παρενέργεια. Το εργαστήριό μας δουλεύει ήδη σε παραπλήσια project που εξετάζουν αν η HCN2 εμπλέκεται και σε άλλους τύπους χρόνιου πόνου, όπως αυτόν που συναντάται σε ασθενείς με αρθρίτιδα ή ημικρανίες».
Δράση και στο κεντρικό νευρικό σύστημα
Εκτός από τον σπουδαίο αυτό ρόλο στα νεύρα, φαίνεται πως η HCN2 έχει επίσης σημαντική λειτουργία στο κεντρικό νευρικό σύστημα (εγκέφαλος και νωτιαίος μυελός).
«Το εργαστήριό μας έχει δημιουργήσει δύο τύπους διαγονιδιακών ποντικών με μεθόδους γενετικής μηχανικής. Στον ένα τύπο ποντικιών απενεργοποιήσαμε τη HCN2 μόνο στα περιφερικά νεύρα και τότε απαλείφθηκε ο διαβητικός πόνος χωρίς καμία άλλη παρενέργεια. Στο δεύτερο τύπο απενεργοποιήσαμε την HCN2 σε όλο το σώμα – τότε τα ποντίκια είχαν ανεπιθύμητες παρενέργειες (τρέμουλο και σπασμούς) λόγω της επίδρασης στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε θεραπεία σχεδιαστεί θα πρέπει να στοχεύει επιλεκτικά στο περιφερικό νευρικό σύστημα. Η ιβαβραδίνη είναι μια ουσία που δεν εισχωρεί στο κεντρικό νευρικό σύστημα, οπότε δεν προκαλεί νευρικές παρενέργειες», καταλήγει ο ίδιος.
Το who is who
Ο Χριστόφορος Τσαντούλας γεννήθηκε το 1979. Σπούδασε Βιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μετά την αποφοίτησή του το 2003, ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές του σπουδές στο University College London στη Μοριακή Βιολογία. Εν συνεχεία έκανα διδακτορικό πάνω σε νευροεπιστήμες και επικεντρώθηκε στο χρόνιο πόνο στο King’s College London του Λονδίνου. Εργάστηκε στη φαρμακευτική εταιρεία Pfizer και στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (2012-2014), κάνοντας πάντα έρευνα στον χρόνιο πόνο.
Η συγκεκριμένη έρευνα για το νευροπαθητικό πόνο στους διαβητικούς ξεκίνησε στο Πανεπιστήμιο του Cambridge το 2012 και εν συνεχεία μεταφερθήκαμε στο King’s College London (τμήμα Wolfson Centre for Age-Related Diseases) το 2014. Διήρκεσε σύνολο 5 χρόνια.
Τα τελευταία 13 χρόνια ζει στη Βρετανία, αλλά έρχεται στην Ελλάδα τουλάχιστον τρεις φορές το χρόνο. «Ανταμώνω με την οικογένειά μου, τα ανίψια μου και τους καλούς μου φίλους που άντεξαν στο χρόνο και την απόσταση. Συνήθως τιμώ το καλοκαίρι και τα Χριστούγεννα, και πάντα έρχομαι τον Νοέμβριο για να τρέξω τον Κλασικό Μαραθώνιο, που είναι η άλλη σημαντική μου αγάπη μετά την έρευνα».