Δεν είναι εύκολο σε ένα θέατρο, όπως το ελληνικό, που άλλοτε είναι κολλημένο στον άκρατο συντηρητισμό του και άλλοτε αποθεώνει, ως «επανάσταση», ανερμάτιστες εμμονές σε «σκηνοθετίλες» ως το καινούργιο έναντι του «βέκιου», του παλιού ή παλιακού αν θέλετε, να σηματοδοτήσεις σταθμούς. Και όμως, ο Σπύρος Ευαγγελάτος το κατάφερε αυτό, παρά τη δυσκολία του σε ένα περιβάλλον που στη νιότη του τον έβλεπε σαν τολμηρό –και κάποτε ενοχλητικό– πρωτοπόρο και στα ώριμά του χρόνια σαν «βέκιο», εκπρόσωπο της θεατρικής συντήρησης.
Ολα τα παραπάνω δεν τον αφορούσαν. Περισσότερο τον αφορούσε να πλουτίσει την ίδια την εκφραστική πλατφόρμα, το θέατρο. Στην Ελλάδα. Να πλουτίσει την ελληνική θεατρική –και φιλολογική εν τέλει– γραμματεία, την παραστασιολογία, την αισθητική, αποκαλύπτοντας στο νεοελληνικό κοινό άγνωστους, ξεχασμένους και χαμένους, κόσμους, συγγραφέων που άφησαν τα χνάρια τους στη γραμματεία και παρά τη σημασία τους (ακόμη και ιστορική) ξεχάστηκαν, παραγνωρίστηκαν ή παραγκωνίστηκαν υπέρ κάποιου «νέου» –παραστασιακού τρόπου ή κειμένου– που δεν έφερνε πάντα ούτε την άνοιξη, ούτε ακόμη έχει καταγραφτεί ως σταθμός στην ιστορία του θεάτρου.
Τρία παραδείγματα σταθμών στο ελληνικό θέατρο και τη γραμματεία του, που θα οφείλουμε ως λαός και ως νεοελληνικός πολιτισμός στο Σπύρο Ευαγγελάτο θα μπορούσαν να πείσουν εκείνους που δεν έχουν αγκύλωση σκέψης και δεν κατηγοροποιούν τη δημιουργία, την έμπνευση, τη θεατρική πρόταση σε «βέκια» και σε «πειραγμένη μοντέρνα».
Πρώτο παράδειγμα, το ύστατο: η τελευταία δουλειά του που έφτασε στο σανίδι, αν εξαιρέσουμε την λεπταίσθητη απόδοση του Γκαίτε –από κοινού με την αδελφή του, μέτζο σοπράνο διεθνούς φήμης, Δάφνη Ευαγγελάτου– τμήματα της οποίας, μαζί με διεξοδικές σημειώσεις του, αξιοποίησε στον «Φάουστ» της, στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, η κόρη του Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Πίσω στο πρώτο παράδειγμα. Μιλάμε για το περασμένο καλοκαίρι, στο Ηρώδειο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, το οποίο έχει πλέον να επιδείξει ένα διαμάντι του Σπύρου Ευαγγελάτου και σε επίπεδο ιστορικό και φιλολογικό και σε επίπεδο σεβασμού στην παραστασιακή προσέγγιση. Χώρια η μεγάλη εισπρακτική επιτυχία της μοναδικής παράστασης (8 Ιουλίου 2016) του «Αμύντα», με την υπογραφή του επτανήσιου –εκ Κυθήρων– ιατροφιλόσοφου και ποιητή Γεωργίου Μόρμορη (1720-1790).
Μην το βλέπετε σαν κάτι απλό. Τούτη η παράσταση χάρισε στην ελληνική γραμματεία μια «ποιμενική κωμωδία» από χρόνια που εκείνη δεν είχε καν καταγραφές δημιουργίας. Πόσω μάλλον ότι μαζί χάρισε και στην παγκόσμια γραμματεία ένα έργο που διεύρυνε, από 1.500 στίχους σε πάνω από 4.000 –το ομώνυμο έργο («Αμύντας») του θεωρούμενου ως σημαντικού παγκοσμίως ποιητή Τορκουάτο Τάσσο.
Εχει ενδιαφέρον να δούμε πως φτάσαμε σε αυτή τη σημαντική θεατρικά στιγμή, χάρη στον ακάματο ζήλο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Μεσούσης της Χούντας στην Ελλάδα, μέσα στη Βιβλιοθήκη του Μπέργκαμο, ο σκηνοθέτης και κυρίως λόγιος δημιουργός (και αναγεννησιακός, αν θέλετε, καθώς η δραστηριότητά του απλωνόταν από την ουσία και τις απαρχές του θεάτρου έως την παραστασιολογία, την επιστημονική τεκμηρίωση, κάποτε και στα φώτα και στα κοστούμια ή τα σκηνικά) βρέθηκε ενώπιος μιας σημείωσης στην προμετωπίδα ενός τόμου, έκδοσης του 1745. Με την υπογραφή του Πιερ Αντόνιο Σεράσι, βιογράφου του Τορκουάτο Τάσσο. Και ανακαλύπτει ότι η ελεύθερη παράφραση του έργου «Αμύντας» που κρατάει στα χέρια του ανήκει στον Γεώργιο Μόρμορη, αν και αρχικά είχε αποδοθεί σε φαναριώτη λόγιο.
Η πρώτη εμπεριστατωμένη μελέτη του Σπύρου Ευαγγελάτου για αυτό το θαυμαστό εύρημα, που φώτιζε και θεατρικά και λογοτεχνικά μια εποχή των ελληνικών γραμμάτων που παρέμενε σε ημίφως, δημοσιεύτηκε στα «Ελληνικά» του Λίνου Πολίτη και η κριτική έκδοση (από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης) του «Αμύντα» κράτησε άλλα δέκα χρόνια, στη διάρκεια των οποίων ο λόγιος θεατράνθρωπος έσκυβε ακάματα πάνω από το κείμενο, τις πηγές, την Ιστορία για να παραδώσει, τελικά, στο ελληνικό θεατρικό ρεπερτόριο αυτή τη βουκολική ιλαροτραγωδία, την commedia pastorale, και δη στην ελληνική γλώσσα. Με επτανησιακά στοιχεία (ήταν και η καταγωγή του Σπύρου Ευαγγελάτου επτανησιακή) ζυμωμένα με την διάλεκτο των Κυθήρων και την καθομιλουμένη της εποχής, ήτοι των μέσων του 17ου αιώνα. Και με φόντο ένα δάσος με άγρια ζώα και μυθικά όντα, με βοσκούς και κυρίως αμαζόνες «που μιλούν σαν πρίγκιπες και βασιλοπούλες» κατά τον Σπύρο Ευαγγελάτο. Λεπτομέρεια: Η μελέτη του έδειξε ότι το έργο σηματοδοτούσε μια πρώτη, εκείνα τα χρόνια, τάση της ελληνικής κοινωνίας, ύστερα από την ευρωπαϊκή, για επιστροφή στη φύση.
Οπως και στο ανέβασμα σχεδόν όλων των σωζόμενων (και ενός μη σωζόμενου!) έργων του αρχαίου δράματος στην Επίδαυρο, που έφτασε να γίνει «ειδικότητά» του και όνειρο ζωής, ο Σπύρος Ευαγγελάτος όσο περνούσαν τα χρόνια, από νεωτεριστής αρχικά – όπως τον κατέγραφαν, με μια υποψία μομφής, οι παλαιότεροι – έφτασε να «κατηγορείται» ως «βέκιος». Και έργα σαν τον «Αμύντα», όσο κι αν πλούτισαν το ελληνικό θεατρικό ρεπερτόριο και την ελληνική γραμματεία, δεν βοηθούσαν στον… αποχαρακτηρισμό του. Εκείνος το αντιμετώπιζε με στωικότητα, θεωρώντας ότι «τα πάντα είναι θέμα καλού ή κακού γούστου και γνώσης ή άγνοιας». Και στεκόταν κριτικά στην εμμονή της θεατρικής αποδόμησης, σημείο των καιρών μας: «Το να διαλύσεις ένα έργο είναι το εύκολο. Το να μην το διαλύσεις, αλλά να κερδίσεις με αυτό το κοινό με σύγχρονα μέσα, όμως;» Δηλώνοντας σε συνέντευξή του στα «ΝΕΑ»: «Εχω βαρεθεί να βλέπω τζιν και σχισμένα μπλουζάκια στη σκηνή για δήθεν μοντέρνα. Νομίζω ότι και το κοινό τα έχει βαρεθεί. Επικρατεί πλέον τέτοια θολούρα και ένας αγώνας να προβληθούν ως ανανεωτικά κάποια στοιχεία (σ.σ.: οι «σκηνοθετίλες» που λέγαμε, οι οποίες προωθούνται επίμονα). Προέχει ο εντυπωσιασμός. Το σχόλιο για το σχόλιο».
Ο ίδιος αντί για σχόλια, σκηνοθετικά και άλλα, επί των έργων, προτιμούσε να δείξει τη στοργή του στα ίδια τα έργα. Ακόμη και χαμένα, αξεδιάλυτα. Οπως η θεωρούμενη ως μη σωζόμενη – μόνον σπαράγματά της φέρονται να έχουν απομείνει – τραγωδία του Ευριπίδη «Υψιπύλη». Την οποία ανασύστησε από τα θραύματά της, τη συμπλήρωσε με ακάματη μελέτη του ύφους και με αναντίρρητη γνώση του είδους και την παρέδωσε στο ελληνικό και το παγκόσμιο κοινό, το 2002, μέσα από τη σκηνή της Επιδαύρου. Είκοσι χρόνια μετά την παρουσίαση στο Ηρώδειο, με το Αμφι-θέατρό του, της «Ψυχοστασίας», ένα παζλ από χαμένα έργα του Αισχύλου και ενώ η μελέτη της ελληνικής γραμματείας μεταξύ 1600 και 1900 απασχολούσε δημιουργικά τις ημέρες και τις νύχτες του από τις αρχές της δεκαετίας του ’60.
Για την «Υψιπύλη» (σε μετάφραση και συμπλήρωση Τάσου Ρούσσου) ο Σπύρος Ευαγγελάτος είχε εξηγήσει στο «ΒΗΜΑ» ότι «από εσωτερικές μαρτυρίες των σπαραγμάτων, που σώζονται, έχουμε πληροφορίες για την εξέλιξη του μύθου, γνωστού από αρχαίους σχολιαστές, Ελληνες και Ρωμαίους, όπως είναι γνωστή και η μυθολογική εκδοχή που ακολούθησε ο Ευριπίδης».
Για την ιστορία: Χρολογογημένη το 408 π.Χ., η ευριπίδεια τραγωδία της πρώην βασίλισσα της Λήμνου, Υψιπύλης, συζύγου του Ιάσονα, προτού εκείνος φύγει για την Αργοναυτική Εκστρατεία, τη βρίσκει εξόριστη και σκλάβα στο παλάτι του βασιλιά της Νεμέας Λυκούργου, στον οποίο και πουλήθηκε όταν αποκαλύφθηκε ότι δεν είχε σκοτώσει τον πατέρα της όταν όλες οι γυναίκες της Λήμνου είχαν ορκιστεί να σκοτώσουν όλους τους άνδρες στο νησί.
Τρίτο παράδειγμα, το παλαιότερο. Το 1980, όταν έδινε ξανά ζωή στο πρώτο, όπως προκύπτει, έργο της Commedia del’ arte στο επτανησιακό θέατρο, την «Ιφιγένεια» (εν Ληξουρίω)». Σπαρταριστό έργο του 1720 με την υπογραφή του Κεφαλλονίτη Πέτρου Κατσαΐτη, με 3.858 στίχους σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο σε κεφαλλονίτικη διάλεκτο της εποχής, συνδέει το μύθο των Ατρειδών, τον Ευριπίδη, τους Ρωμαίους και τους λογίους Ιταλούς μιμητές του με τους Αρλεκίνους της ιταλικής Commedia del’ arte του 17ου -18ου αιώνα και με τους επτανησίους «άρχοντες» επί Ενετοκρατίας». Εντυπωσιακό: οι χαρακτήρες της ιταλικής Commedia del’ arte, όπως ο σπετσιέρης σιορ Σγαναρέλλος, λειτουργούν στο έργο του Κατσαΐτη ως υπηρέτες των αρχαίων μυθικών ηρώων.
Ολα αυτά τα στοιχεία συνέθεσε στην παράστασή του, που είχε κινηματογραφηθεί και για το περίφημο «Θέατρο της Δευτέρας» της δημόσιας τηλεόρασης, μετά το ανέβασμα στο Αμφι-θέατρό του ο Σπύρος Ευαγγελάτος, που προσέφερε στη συνέχεια το πολύτιμο θεατρικό και λογοτεχνικό εύρημά του, δώρο στο θεατρικό ρεπερτόριο, και σε διεθνές κοινό, στο Εδιμβούργο και το Λονδίνο, για να εισπράξει εξαιρετικές κριτικές γι’ αυτόν, τον τρίτο (και παραδειγματικό) σημαντικό σταθμό του στην παρούσα καταγραφή.
Κλείνοντας, να θυμηθούμε ότι ο Σπύρος Ευαγγελάτος (που αποδήμησε την Τρίτη, 24 Ιανουαρίου 2017), πέρα και πάνω από όλα αυτά τα παραδείγματα και πολλά άλλα, κρατούσε άσβεστο, όπως τόσοι και τόσοι λόγιοι στην ιστορία της ελληνικής γραμματείας και τέχνης, το λύχνο της ελπίδας: Ο πνευματικός βίος παγκοσμίως και κυρίως στην Ελλάδα, έλεγε, μόνο από νησίδες σώζεται. Αλλο αν «δεν ξεπεράσαμε την παλιά τάση ανέβασε τη μετριότητα, κατέβασε την υψηλή ποιότητα για να είμαστε όλοι ίσοι».