Στο τέλος του 2022 τα συμβατικά ραδιόφωνα θα είναι άχρηστα στη Νορβηγία. Οι σταθμοί, τοπικής και εθνικής εμβέλειας, θα εκπέμπουν μόνο ψηφιακά, μέσα από το πρωτόκολλο DAB, το οποίο, φυσικά, απαιτεί ειδικό δέκτη. Η ψηφιακή ραδιοφωνική εκπομπή επιτρέπει τη λειτουργία «μπουκέτου» σταθμών σε μία συχνότητα, εννοείται με άψογο ήχο.
Οι σταθμοί θα προχωρήσουν στην αναβάθμιση αν και υπάρχουν παράσιτα από αμφιβολίες. Πόσο συμφέρουσα είναι μία επένδυση στο ραδιόφωνο; Οι νεαρές ηλικίες ούτε που το ανοίγουν πλέον αφού προτιμούν, ειδικά οι έφηβοι, να φτιάχνουν το δικό τους μουσικό περιβάλλον μέσα από πλατφόρμες του δικτύου. Επίσης η συνεχής πτώση του κόστους για τη μεταφορά δεδομένων από κινητά δίκτυα, λειτουργεί εις βάρος του παραδοσιακού ραδιοφώνου. Στις ΗΠΑ, για παράδειγμα, που προσφέρονται πολύ ελκυστικά πακέτα στην κινητή τηλεφωνία, όλο και περισσότεροι παίζουν στο αυτοκίνητο μουσική ή ραδιοφωνικούς σταθμούς που λαμβάνουν μέσω SIM κάρτας.
Τη στιγμή, λοιπόν, που ο δυτικός κόσμος ενσωματώνει νέα ήθη και τεχνολογία αιχμής, στην Ελλάδα περιμένουμε το σκεπτικό μίας δικαστικής απόφασης για να δούμε πώς και αν θα εξελιχθεί η τηλεοπτική αγορά. Για τα ραδιόφωνα δε, εμείς θα ξεκινήσουμε διαδικασία αδειοδότησης όταν στον υπόλοιπο κόσμο θα περνάνε στη ψηφιακή εκπομπή. Η κυβέρνηση θα λέει ότι υπάρχουν συγκεκριμένες θέσεις στα FM, όταν στον υπόλοιπο κόσμο θα σκέφτονται την κατάργηση τους. Αλλωστε το αντίστοιχο, περίπου, συμβαίνει και στην τηλεόραση. Σταδιακά τα ελεύθερα προσβάσιμα κανάλια θα κερδίζουν τους τηλεθεατές τους μόνο με τις ειδήσεις, ενώ οι πλατφόρμες με premium περιεχόμενο (ταινίες, σειρές, αθλητικά) θα πλεονεκτούν σε θεαματικότητες και έσοδα. Εδώ όμως θα κάνουμε μία προσχηματική κουβέντα περί τηλεοπτικής αγοράς, ενώ στην πραγματικότητα θα διευθετείται το deal για το ποιος και πώς θα ενημερώνει την κοινή γνώμη.
Ο κόσμος των μέσων αλλάζει με ρυθμούς που, όσον αφορά την Ελλάδα, ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι του κλάδου αδυνατούν να αντιληφθούν.
Το Ινστιτούτο Reuters για τη Μελέτη της Δημοσιογραφίας, παρουσίασε πριν από λίγες μέρες την ετήσια αναφορά του για τις εξελίξεις στο χώρο, το 2016. Η έρευνα έγινε σε 50.000 ανθρώπους, σε 26 χώρες, συμπεριλαμβανομένων Ηνωμένων Πολιτειών και Μεγάλης Βρετανίας. Τα σημαντικότερα συμπεράσματα:
Το 51% των ανθρώπων του δείγματος δήλωσαν ότι χρησιμοποιούν τα social media ως μέσο ενημέρωσης, τουλάχιστον μία φορά την εβδομάδα. Ομως ένας στους δέκα, (12%) δηλώνει ότι η κύρια πηγή ενημέρωσης του είναι τα social media, ουσιαστικά το facebook.
Το 28% στις ηλικίες 18-24 δηλώνει ότι τα social media είναι σημαντικότερη πηγή ενημέρωσης σε σχέση με την τηλεόραση.
Το smart phone και η ταμπλέτα γίνονται πλέον οι βασικές συσκευές πρόσβασης προς τις ειδήσεις.
Η οικονομική ευρωστία μίας χώρας συνδέεται και με τις προτιμήσεις των ανθρώπων ανάμεσα σε παραδοσιακά media και social media. Στη Φινλανδία, τη Νορβηγία και τη Δανία η ενημέρωση ξεκινάει από τα γνωστά ενημερωτικά sites. Στην Ελλάδα και στην Ουγγαρία η αναζήτηση της είδησης αρχίζει από τα social media.
Ο μεγαλύτερος δείκτης εμπιστοσύνης (65% του δείγματος) προς τα μέσα ενημέρωσης συναντάται στη Φινλανδία. Και ο μικρότερος (20%) στην Ελλάδα.
Το μπλοκάρισμα των διαφημίσεων αρχίζει πλέον να απειλεί σοβαρά τα οικονομικά των μέσων. Στην Ελλάδα το 36% αυτών που επισκέπτονται ενημερωτικά sites χρησιμοποιεί εφαρμογή που δεν επιτρέπει την προβολή διαφημίσεων.
Τώρα αν το δεις όλο αυτό από ψηλά, διαπιστώνεις ότι τα νέα για την ενημέρωση είναι πραγματικά άσχημα, ειδικά στην online εκδοχή της. Το τοπίο είναι αχανές, καθημερινά ξεπηδούν καινούργια sites όπου το ένα αντιγράφει το άλλο, αναπαράγοντας ειδήσεις που πρωτίστως αποσκοπούν στα κλικ των αναγνωστών. Ειδικά στην Ελλάδα, τα αρνητικά στοιχεία τονίζονται με μεγαλύτερη έμφαση. Το κοινό δεν εμπιστεύεται τα παραδοσιακά μέσα και προτιμά να ενημερώνεται ξεκινώντας από αυτά που προτείνουν οι φίλοι του στην timeline. Εννοιες όπως η εγκυρότητα και η εμπιστοσύνη αποκτούν υποκειμενική σημασία. Ακόμα και αν κάτι είναι έγκυρο, δεν θα διαβαστεί όσο κάτι που είναι viral και ας πρόκειται για σκουπίδι. Cookies και αλγόριθμοι δημιουργούν το μενού ειδήσεων για εκατομμύρια ανθρώπους που, φυσικά, όχι μόνο δεν θέλουν να πληρώσουν, αλλά αδιαφορούν και για το αν θα πληρωθεί αυτός που γράφει τις ειδήσεις, μπλοκάροντας την προβολή διαφημίσεων. Και όχι μόνο αυτά: οι εφημερίδες, διεθνώς, αντιμετωπίζουν την πίεση του online, ενώ οι τηλεοπτικές ειδήσεις υποστηρίζονται από πόρους που φθίνουν, καθώς το premium περιεχόμενο φέρνει πλέον το χρήμα στην επιχείρηση.
Ασφαλώς υπάρχουν και συνέπειες στην πολιτική και στις κοινωνίες της Δύσης. Το βιώσαμε με τον Τραμπ και το Brexit. Η αποδυνάμωση των συστημικών καναλιών ενημέρωσης οδήγησε στην ενίσχυση του απρόβλεπτου, του trash και του βλακώδους που διεκδίκησαν τον χαρακτηρισμό του αντισυστημικού. Σύντομα ο πλανήτης θα άγεται και θα φέρεται από ψέματα στα social media και κανένας δεν θα πιστεύει τα ρεπορτάζ που θα το περιγράφουν στα παραδοσιακά μέσα…
Στη μελέτη του Ινστιτούτου Reuters διαβάζουμε και άρθρα ανθρώπων που διευθύνουν μεγάλα μέσα ενημέρωσης. Ολοι τους συμφωνούν πως το στοίχημα βρίσκεται στην ανάκτηση της εμπιστοσύνης των ανθρώπων. Με καλή, αποκαλυπτική δημοσιογραφία, έρευνες και πρωτότυπες ιδέες. Αυτό είναι εφικτό για κοινωνίες του αγγλόφωνου κόσμου και τις μεγάλες αγορές. Τι θα γίνει σε μας, εδώ; Τα νέα παιδιά διαβάζουν αγγλικά και, αν θέλουν, δεν έρχονται σε επαφή με έκφραση που δείχνει γερασμένη και αναξιόπιστη. Ναι, αλλά στο τέλος τι θα γίνουμε εμείς; Ποιος θα με πληρώνει εμένα; Κανένας. Θα το πληρώνω εγώ. Πολύ ακριβά…