Για κάθε τι που πουλάει ροζ ιστορίες, υποτιθέμενα σκάνδαλα των μίντια, αποκαλύψεις για διάσημους που είναι κρυφοί γκέι, και «αληθινή» δημοσιογραφία στα χρόνια του Ιντερνετ, θα υπάρχει πάντα ένας πρόθυμος αγοραστής. Και ο πρόθυμος αγοραστής στην περίπτωση του αμερικανικού Gawker, ενός δικτύου ιστοσελίδων και μπλογκς που έκανε την τύχη του πουλώντας ακριβώς τέτοιες ιστορίες, βρέθηκε πολύ γρήγορα: το Gawker πουλήθηκε στον μιντιακό όμιλο Univision αντί 140 εκατομμυρίων δολαρίων σε μια δημοπρασία που έγινε πριν από μερικές ημέρες.
Μια στιγμή όμως. Το Gawker βγήκε στη δημοπρασία ως πτωχευμένο. Γιατί κάποιος κονταροχτυπιέται με κάποιους άλλους και τελικά βγάζει από την τσέπη του 140 εκατομμύρια δολάρια για να το αγοράσει; Γιατί υπάρχουν τόσοι πολύ πρόθυμοι αγοραστές; Η απάντηση είναι ότι αυτός ο κάποιος δεν αγόρασε μια πτωχευμένη επιχείρηση αλλά μια κότα που κάνει χρυσά αυγά. Και το καταλαβαίνει κανείς εάν πιάσει το κουβάρι από εκείνη την ημέρα που ένας παλαιστής του ρέστλινγκ αποφασίζει να καταφύγει στη δικαιοσύνη για τη δημοσίευση από το Gawker ενός ροζ βίντεο με πρωταγωνιστή τον ίδιο.
Προσοχή στο μότο της ιστοσελίδας: «Τα σημερινά κουτσομπολιά είναι τα αυριανά νέα». Και στα χέρια του Gawker έπεσε το καλύτερο κουτσομπολιό: ο διάσημος Χαλκ Χόγκαν –αυτός ήταν ο παλαιστής του ρέστλινγκ– εμφανιζόταν σε βίντεο σε ερωτικές περιπτύξεις με τη σύζυγο ενός φίλου του. Τα εκατομμύρια κλικ ήταν εξασφαλισμένα, το ίδιο και τα δολάρια. Μόνο που ο Χόγκαν δεν έδινε μόνο ψεύτικες μάχες στο ρινγκ. Σκέφτηκε να δώσει και μια αληθινή μάχη στα δικαστήρια. Η δημοσιοποίηση του βίντεο –είχε πει– ήταν κατάφωρη παραβίαση της ιδιωτικής του ζωής. Μια «ξεφτίλα», όπως είπε στο δικαστήριο, την οποία δεν μπορούσε να σβήσει ούτε με τις λαβές του κατς ούτε με τις γροθιές ενός οργισμένου ανθρώπου.
Η δίκη έγινε τον περασμένο Μάρτιο στο Σεντ Πίτερσμπεργκ της Φλόριντα. Η ακροαματική διαδικασία κράτησε δύο εβδομάδες, η συνεδρίαση των ενόρκων έξι ολόκληρες ώρες. Όταν οι ένορκοι επέστρεψαν στην αίθουσα η απόφαση για τον Νικ Ντέντον, τον ιδρυτή και ιδιοκτήτη του Gawker, ήταν ένοχος. Και πριν χτυπήσει το ξύλινο σφυρί του στην έδρα για να κηρύξει τη λήξη της συνεδρίασης, ο δικαστής αποφάσισε αποζημίωση 115 εκατομμυρίων δολαρίων στον Χόγκαν για ηθική βλάβη.
Η κότα με τα χρυσά αβγά
Από μια άποψη, ο Νικ Ντέντον είχε σφάξει την ίδια του την κότα. Γιατί δίνοντας την αποζημίωση στον Χόγκαν έμεινε χωρίς χρήματα. Το επόμενο, αναγκαστικό βήμα ήταν να κηρύξει σε πτώχευση τον όμιλό του. Και το αμέσως επόμενο η δημοπρασία όπου βρέθηκε και ο πρόθυμος αγοραστής. Στο τέλος της ημέρας θα πρέπει να έμειναν όλοι ικανοποιημένοι. Ο παλαιστής γιατί δικαιώθηκε με ένα ποσό που είναι αρκετό για να ζήσουν δυο και τρεις γενιές μετά από αυτόν. Ο πωλητής γιατί τουλάχιστον έμεινε με κάμποσα χρυσά αυγά στην τσέπη – 25 εκατομμύρια δολάρια, αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στο ύψος της αποζημίωσης και το τίμημα της πώλησης. Και ο πρόθυμος αγοραστής γιατί η κότα βρίσκεται πλέον στα χέρια του έτοιμη να ξαναγεννήσει.
Ξανά μια στιγμή όμως. Γιατί εδώ υπάρχει μια ένσταση που αφορά όλους μας – διασημότητες και αναγνώστες, στις Ηνωμένες Πολιτείες ή εδώ. Και την καταθέτει στους New York Times ο Πίτερ Τιλ, επιχειρηματίας της Σίλικον Βάλεϊ που έχει στο ενεργητικό του μεταξύ άλλων την ίδρυση του PayPal. Ο Τιλ δεν είναι όμως μόνο επιχειρηματίας. Είναι και θύμα του Gawker: το 2007 η ιστοσελίδα είχε γεννήσει μερικά χρυσά αυγά ακόμη αποκαλύπτοντας ότι ο Τιλ ήταν γκέι. «Ξέρω τι σημαίνει να παραβιάζουν την ιδιωτικότητά σου» γράφει. «Το 2007 το Gawker αποκάλυψε την ομοφυλοφιλία μου παρά τη θέλησή μου. Δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά ήταν οι εποχές ήταν άλλες. Οι ομοφυλόφιλοι ήταν αναγκασμένοι να ζουν σε έναν κόσμο που δεν ήταν πάντα φιλικός και συχνά έπρεπε να κάνουν δύσκολες επιλογές για να ζήσουν με ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Στην περίπτωσή μου, το Gawker αποφάσισε να κάνει αυτές τις επιλογές για μένα».
Μια δική μας (ελληνική) ιστορία
Στο άρθρο που οι ΝΥΤ δημοσίευσαν στις 15 Αυγούστου, ο Πίτερ Τιλ χρησιμοποιεί πολλές φορτισμένες λέξεις: θύματα, κέρδος, βαρβαρότητα, χυδαιότητα, ηθικά όρια, εκμετάλλευση. «Ηταν ζήτημα χρόνου –λέει σε κάποιο σημείο– να υποστηρίξουν αυτοί οι άνθρωποι ότι στο όνομα της δημοσιογραφίας μπορούν να γίνουν τα χειρότερα πράγματα». Αυτά τα χειρότερα πράγματα κάνουν κι εδώ οι ανωνυμογράφοι του ελληνικού διαδικτύου. Να γιατί η ιστορία του Gawker είναι μια πολύ δική μας στη ιστορία.
Και δεν τελειώνει εδώ. Γιατί ο Πίτερ Τιλ έγραψε αυτό το άρθρο στους ΝΥΤ για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους χρηματοδότησε τον δικαστικό αγώνα του παλαιστή με 10 εκατομμύρια δολάρια. Ηταν η δίψα για εκδίκηση, όπως τον είχαν κατηγορήσει τότε κάποιες φωνές της αμερικανικής Αριστεράς που μιλούσαν για φίμωση της ελευθερίας της έκφρασης; «Είμαι περήφανος για το γεγονός ότι συνέβαλα οικονομικά στον δικαστικό αγώνα του. Θα τον υποστηρίξω μέχρι την τελική του νίκη –το Gawker λέει ότι θα καταθέσει έφεση– και θα υποστηρίξω με χαρά οποιονδήποτε άλλον βρίσκεται στην ίδια θέση» απαντά εκείνος στο άρθρο του.
Στην ουσία ο Τιλ θέτει μια σειρά από καίρια ερωτήματα που καλούμαστε να απαντήσουμε ο καθένας από εμάς: έχει δίκιο ή άδικο όταν λέει ότι «μια ιστορία που παραβιάζει την ιδιωτικότητα χωρίς να υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον δεν πρέπει να δημοσιεύεται;». Εχει δίκιο ή άδικο όταν λέει ότι «είναι γελοίο να υποστηρίζει κανείς πως η δημοσιογραφία πρέπει να έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στη σεξουαλική ζωή των ανθρώπων;».
Θα δυσκολευόταν κανείς να διαφωνήσει μαζί του – ακόμη και αν ήξερε ότι ο Τιλ ήταν ένας από τους ομιλητές του Συνεδρίου των Ρεπουμπλικανών από το οποίο αναδείχθηκε υποψήφιος πρόεδρος ο Ντόναλντ Τραμπ. Θα δυσκολευόταν να διαφωνήσει και με την άποψή του ότι «πρέπει να χαράξουν οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι τις κόκκινες γραμμές και να καταδικάζουν όποιον τις παραβιάζει». Ή ότι «ο ρόλος του Τύπου είναι πολύ σημαντικός για να τον αφήσει να υπονομεύεται από εκείνους που κυνηγούν τα κλικ σε βάρος της φήμης του επαγγέλματος».
Είπαμε, η ιστορία του Gawker είναι κατά κάποιο τρόπο ιστορία όλων μας.