Καλοκαίρι σε ηλιόλουστες παραλίες (κλικ), στην Ακρόπολη (κλικ), μπροστά από τους πίνακες στο Λούβρο (κλικ), με τα παιδιά σου να παίζουν στα κύματα (κλικ), με ένα ποτήρι κόκκινο κρασί και λίγη θάλασσα (κλικ).
Τα καλοκαίρια πλέον καταγράφονται στα κινητά μας. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι από εμάς θα τα απολαύσουμε κοιτώντας τα smartphone παρά την πραγματική εικόνα που βρίσκεται μπροστά μας, όπως σημειώνει η αρθρογράφος του Guardian, Ράνα Ντασγκούπτα.
Οι μικρές οθόνες θα δώσουν τη δική τους εκδοχή της «Μόνα Λίζα» ή της «Γκουέρνικα». Οι φωτογραφίες μπορεί να μην έχουν τη ζωντάνια των αυθεντικών έργων, αλλά έχουν κάτι άλλο: αποθηκεύονται, γίνονται ιδιοκτησία σου, γίνονται υλικό για την προσωπική online ιστορία σου.
Οχι, δεν θα παίξεις προς τα πίσω τις φωτογραφίες όταν φτάσεις στα γεράματα. Δεν είναι η ανασκόπηση της ζωής σου το νόημα της ψηφιακής αποθήκευσης. Είναι περισσότερο κάτι σαν τη νεκρολογία σου. Η δημοσιογράφος εξηγείται. Οι φωτογραφίες, πλέον, επιβεβαιώνουν αυτό που δυσκολεύεσαι να πιστέψεις χωρίς τη βοήθειά τους: ότι επισκέπτεσαι τη Νέα Υόρκη, ότι τρως ένα σοκολατένιο κέικ, ότι έχεις πλέξει ένα λουλούδι στα μαλλιά σου, ότι, δηλαδή, ζεις. «Η εμπειρία σου έχει πραγματοποιηθεί μόνο όταν περάσει σε ψηφιακή μορφή», γράφει η ίδια.
Εχεις απαθανατίσει μία στιγμή που δεν υπάρχει πια, παρά μόνο ως ψηφιακό ίχνος. Και ακριβώς εκεί βρίσκεται η πραγματική σημασία ενός λογαριασμού στο Facebook ή στο Instagram
Αλλά πότε αποκτούν πραγματική σημασία τέτοιες φωτογραφίες;
Την στιγμή που πεθαίνεις. Τότε αποκτά ενδιαφέρον για τους άλλους η βόλτα σου στη μητρόπολη, το σοκολατένιο κέικ που έφαγες, το λουλούδι στα μαλλιά σου, οι συνήθειές σου, οι ρυθμοί σου, η ζωή σου. Εχεις απαθανατίσει μία στιγμή που δεν υπάρχει πια, παρά μόνο ως ψηφιακό ίχνος. Και ακριβώς εκεί βρίσκεται η πραγματική σημασία ενός λογαριασμού στο Facebook ή στο Instagram. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποθηκεύουν όλα αυτά τα ψηφιακά αποτυπώματα για τις επόμενες γενιές, για να περάσουν μία πολύ απλή, μα πολύ δυνατή, δήλωση: ότι έζησες τη ζωή σου.
Παλαιότερα, αυτόν το σκοπό υπηρετούσαν οι αυτοβιογραφίες. Αλλά τότε –«τότε που ο άνθρωπος πίστευε ακόμα στη ζωή του», όπως επαναλαμβάνει η Ντασγκούπτα- ο άνθρωπος δεν αισθανόταν την ανάγκη να «φωνάξει» ότι τρώει ένα γλυκό. Τι άλλαξε; Πολλοί θα πουν ότι η τεχνολογική πρόοδος έχει οδηγήσει στην υποτίμηση της προσωπικής εμπειρίας και άρα στην ανάγκη να της δώσεις κάποια αξία, ακόμα και μέσα από μία φωτογραφία. Υπάρχει, όμως, ένα λάθος σε αυτό το επιχείρημα. Ο ψηφιακός κόσμος δεν υπήρχε πάντοτε, ούτε ξαφνικά ανακάλυψε ο άνθρωπος την ενδόμυχη ανάγκη του να ζει -και- σε αυτόν. Αντίθετα, πάντοτε υπήρχε η ενασχόληση του ανθρώπου με μηχανικές διαδικασίες που οδηγούν σε μία νέα τεχνολογία, έναν νέο κώδικα, έναν νέο τρόπο αποθήκευση της μνήμης. Μας διαπερνά ένα κύμα αξιοπρέπειας κάθε φορά που μαθαίνουμε έναν νέο κώδικα στη γλώσσα των μηχανών. Κάθε ψηφιακή ανακάλυψη επιβεβαιώνει την ανθρώπινη εμπειρία.
Αρα μπορεί και να συμβαίνει το αντίστροφο. Η υποτίμηση της προσωπικής μας εμπειρίας έχει οδηγήσει στην ανάπτυξη της ψηφιακής τεχνολογίας. Και το αποτέλεσμα θα φανεί σε πολλά χρόνια. Τότε, η εμμονή με τις φωτογραφίες του φετινού καλοκαιριού θα αποκτήσει νόημα και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θα αποκτήσουν την αξία τους. Θα έχουν καταγράψει αυτό που δεν υπάρχει πια, τον θάνατο μέσα στη ζωή. Το αστείο είναι ότι τότε οι μηχανές θα γελάνε με τον άνθρωπο. «Θα αντιλαμβάνονται αυτή την εμμονή για αυτό που είναι: μία μάταιη προσπάθεια να επιβεβαιώσουμε αυτό που δεν μπορούμε να πιστέψουμε: ότι ζούμε τη ζωή μας».