| Creative Protagon
Θέματα

2023: Ο Καζαμίας για την Οικονομία

Τι προβλέπουν οι μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης και οι θεσμοί για την παγκόσμια οικονομία και ειδικότερα για την Ευρώπη, καθώς το ενεργειακό σοκ που ξέσπασε με τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν έχει απορροφηθεί ακόμη και οι τιμές ενέργειας παραμένουν στα ύψη. Πόσο «αντέχει» η Ελλάδα, ποιους κινδύνους καλείται να υπερπηδήσει
Ζώης Τσώλης

Κάποιοι λένε, μην εμπιστεύεσαι τους οικονομολόγους, πολύ περισσότερο τους αναλυτές των αγορών. Γιατί, απλούστατα, τα τελευταία 15 χρόνια, από τους επικεφαλής των οίκων με τις υψηλές αμοιβές των έξι μηδενικών και τα μπόνους στο τέλος της χρονιάς, κανείς δεν κατάφερε να δει έγκαιρα, ούτε τη χρηματοπιστωτική κρίση που συντάραξε τον κόσμο την προηγούμενη δεκαετία, ούτε την παγίδα της ενεργειακής κρίσης στην οποία έπεσε η ΕΕ, ούτε το μέγεθος της πληθωριστικής έκρηξης που θα ξεσπούσε.

Θα ήταν πολύ να ζητήσουμε από τους οίκους ευθύνες γιατί δεν πίστεψαν τις προειδοποιήσεις των ΗΠΑ ότι ο Πούτιν θα εισβάλει στην Ουκρανία, αλλά συνέβη και αυτό. Δεν το πίστεψαν ποτέ. Και αυτό στο όνομα της «αισιοδοξίας» που πρέπει να διακατέχει τους επενδυτές.

Παρ’ όλα αυτά, στον κόσμο της Οικονομίας κανείς δεν μπορεί να ζήσει χωρίς… βαρβάρους. Και να παρακολουθεί και να διαβάζει προσεκτικά τις φρέσκες εκτιμήσεις και προβλέψεις για το νέο έτος.

Εχουμε και λέμε, λοιπόν…

Οι τρείς μεγάλοι οίκοι αξιολόγησης (S&P, Moodys, FITCH) της πιστοληπτικής ικανότητας των κρατών, των τραπεζών και των μεγάλων επιχειρήσεων που λειτουργούν κατά κάποιο τρόπο ως ρυθμιστές των αγορών, βλέπουν για το 2023 επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας.

Το βασικό σενάριο είναι ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα περιοριστεί στο 2% (από 3,1% το 2022) και ο πληθωρισμός θα επιμείνει, αν και θα διαμορφωθεί σε χαμηλότερα επίπεδα από το 2022. Μάλιστα, σημειώνουν ότι αν εξαιρέσει κανείς την περίοδο της πανδημίας, η επιβράδυνση που θα σημειωθεί είναι η μεγαλύτερη των τελευταίων δεκαετιών.

Με τις εκτιμήσεις αυτές συντονίζονται και οι «θεσμοί», δηλαδή οι διεθνείς οργανισμοί όπως ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Ενωση, που βλέπουν ότι ο ρυθμός της παγκόσμιας ανάπτυξης θα είναι περί το 2,2%.

ΕΕ: Ο αδύναμος κρίκος

Ολοι, βέβαια, συμφωνούν ότι η Ευρώπη είναι σίγουρα η περιοχή του κόσμου που κινδυνεύει περισσότερο να οδηγηθεί σε μια κατάσταση στασιμοπληθωρισμού, καθώς το ενεργειακό σοκ που ξέσπασε με τον πόλεμο στην Ουκρανία δεν έχει απορροφηθεί ακόμη και οι τιμές ενέργειας (παρά το πλαφόν στο φυσικό αέριο και τον ήπιο χειμώνα που περιόρισε τις ανάγκες) παραμένουν στα ύψη.

Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι προβλέψεις για τη ρωσική οικονομία, η οποία εξαιτίας του πολέμου και των εννέα πακέτων οικονομικών μέτρων (εμπάργκο) που αποφάσισε η ΕΕ προκειμένου να ασκήσει πίεση για να σταματήσει τον πόλεμο, εισήλθε σε ύφεση. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 2,6% εφέτος και κατά το ίδιο ποσοστό αναμένεται να συρρικνωθεί και το 2023.

Βέβαια, όπως σημειώνουν οι αναλυτές, η ρωσική οικονομία θα είχε μπεί σε βαθειά ύφεση εάν η ΕΕ δεν συνέχιζε τις εισαγωγές αερίου και πετρελαίου από τη Ρωσία, παρά τις τρελές τιμές που επικράτησαν στις αγορές, και είχε εναλλακτικές λύσεις στο ενεργειακό της πρόβλημα.

Το «σωσίβιο» στον Πούτιν

Μέσω αυτής της οικονομικής παγίδας, η Ρωσία πέτυχε το 2022 να δημιουργήσει υπερπλεόνασμα 250 δισ. ευρώ στο εμπορικό της ισοζύγιο, την ώρα που μείωνε τις εισαγωγές της. Αυτές οι τάσεις λειτούργησαν ως «σωσίβιο» για τον Πούτιν, ο οποίος ταυτόχρονα ανοιγόταν στις αγορές της Ασίας.

Ολα αυτά έχουν κάποια βάση. Είναι ένας μπούσουλας για την κατεύθυνση που θα πάρουν οι οικονομίες και οι αγορές κατά το νέο έτος, αλλά υπάρχει ένα μεγάλο «αν»… Ολα θα ανατραπούν (πρός το καλύτερο) αν ο πόλεμος σταματήσει. Για τις αγορές θα ήταν αρκετή για να κάνουν «πάρτι» ακόμη και η είδηση ότι… μπορεί να ξεκινήσουν διαπραγματεύσεις της Δύσης με τη Ρωσία προκειμένου να βρεθεί μια φόρμουλα διαφυγής από το αδιέξοδο του πολέμου.

Οι επτά προγνώσεις 

Με δεδομένες αυτές τις αβεβαιότητες και τις άγνωστες παραμέτρους του πολέμου, οι προβλέψεις των οίκων και των θεσμών για την παγκόσμια οικονομία μπορούν να συμπυκνωθούν στα εξής:

  1. Ο πληθωρισμός θα υποχωρήσει αργά, οδηγώντας σε ακόμα πιό σφιχτή νομισματική πολιτική.
  2. Οι κεντρικές τράπεζες θα διατηρήσουν μια σκληρή στάση και θα προχωρήσουν σε νέες αυξήσεις βασικών επιτοκίων. Λίγες είναι οι οικονομίες στον κόσμο που ενδέχεται να μειώσουν τα επιτόκια το 2023.
  3. Η δημοσιονομική πολιτική στις περισσότερες μεγάλες οικονομίες θα γίνει αυστηρότερη το 2023, καθώς οι κυβερνήσεις ανακαλούν τα σχέδια έκτακτης ανάγκης που δρομολογήθηκαν το 2022 λόγω του υψηλού πληθωρισμού. Το αμερικανικό δολάριο δεν θα είναι τόσο ελκυστικό, καθώς τα επιτόκια πλησιάζουν στο ανώτατο σημείο τους. Οι τοποθετήσεις στο δολάριο δεν θα είναι μονόδρομος για τους επενδυτές.
  4. Λόγω της οικονομικής κρίσης και του πολέμου, τα «κατακερματισμένα κοινοβούλια» ανά την υφήλιο θα δυσκολευτούν στη χάραξη πολιτικής. Οι αυξανόμενοι κίνδυνοι κοινωνικών διαμαρτυριών και εκρήξεων και η απόσταση που δημιουργεί η κρίση ανάμεσα σε κυβερνήσεις και νομοθετικά σώματα θα καταστήσει πιο δύσκολη τη χάραξη πολιτικής παγκοσμίως τους επόμενους 12 μήνες. Ηδη, πολλές κυβερνήσεις έχασαν την πλειοψηφία τους στο κοινοβούλιο το 2022, μια τάση που αναμένουμε ότι θα συνεχιστεί.
  5. Οι εντάσεις μεταξύ Ουάσινγκτον και Πεκίνου θα αυξηθούν το 2023, καθώς η πρόσφατα ελεγχόμενη από τους Ρεπουμπλικανούς Βουλή των Αντιπροσώπων αυξάνει την πίεση στην κυβέρνηση Μπάιντεν ώστε να υιοθετήσει πιο σκληρές θέσεις έναντι της Κίνας.
  6. Οι παγκόσμιες αγορές ακινήτων θα βρεθούν υπό πίεση. Οι τιμές των κατοικιών και οι συναλλαγές ακινήτων αρχίζουν να πέφτουν σε πολλές αγορές, καθώς η αυστηρότερη νομισματική πολιτική αρχίζει να «δαγκώνει». Αυτό θα αυξήσει την επιβάρυνση των καταναλωτών και θα επιβραδύνει τη σχετική δραστηριότητα.
  7. Τα ποσοστά ανεργίας θα αυξηθούν, αλλά λιγότερο από ό,τι σε προηγούμενους κύκλους.
 «Η Ελλάδα αντέχει»

 Μέσα σε αυτό το περιβάλλον θα κινηθεί και η ελληνική οικονομία. Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Τράπεζας της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης από 6,2%, που έφτασε εφέτος, το 2023 θα επιβραδυνθεί κατάπερίπου 1,5%, εξαιτίας της αναμενόμενης κάμψης της οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη και της σημαντικής υποχώρησης του ρυθμού αύξησης της ιδιωτικής κατανάλωσης.

Ο ρυθμός ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας αναμένεται να ανακάμψει τα επόμενα έτη, φθάνοντας στο 3,0% το 2024 και στο 2,8% το 2025. Οι επενδύσεις αναμένεται να αυξηθούν με πολύ υψηλούς ρυθμούς καθ’ όλη την περίοδο πρόβλεψης 2022-2025, κατά 10% κατά μέσο όρο ετησίως, υποστηριζόμενες από την ενίσχυση της ρευστότητας στον τραπεζικό τομέα και την αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων.

Ειδικότερα, τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα λάβει στήριξη ύψους περίπου 40 δισ. ευρώ από τον μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό της ΕΕ 2021-2027 και 30 δισ. ευρώ από τον Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας έως το 2026. Αυτοί οι πόροι αναμένεται να προσελκύσουν επιπρόσθετα ιδιωτικά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, αναμένεται η προσέλκυση αυξημένων ξένων, άμεσων και έμμεσων, επενδύσεων.

Ο πληθωρισμός, που εφέτος θα κλείσει (σε μέσα επίπεδα) στο 9,4%, κυρίως λόγω της ανοδικής πορείας των τιμών των ενεργειακών αγαθών αλλά και των ανατιμήσεων στα είδη διατροφής, εκτιμάται ότι σταδιακά θα αποκλιμακωθεί, το 2023 στο 5,8% και το 2024 στο 3,6%.

Οι κατά Στουρνάρα κίνδυνοι

Αυτές είναι οι βασικές προβλέψεις. Οπως, όμως, σημειώνει ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, Γιάννης Στουρνάρας, «παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία άντεξε λόγω του διεθνούς περιβάλλοντος, η οικονομική πολιτική είναι αντιμέτωπη με ένα δίλημμα μεταξύ μακροοικονομικής σταθεροποίησης και δημοσιονομικής βιωσιμότητας».

Και εξηγεί: «Εάν ο εγχώριος πληθωρισμός είναι υψηλότερος από αυτόν της Ευρωζώνης, θα επιδεινωθεί η ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη εξάρτηση από εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, μπορεί να οδηγήσει σε μια επίμονη επιδείνωση του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Επιπλέον, η αύξηση των επιτοκίων επιβαρύνει το κόστος αναχρηματοδότησης του δημόσιου και ιδιωτικού χρέους, αν και ο επιτοκιακός κίνδυνος στην περίπτωση του δημόσιου χρέους είναι σχετικά περιορισμένος μεσοπρόθεσμα».

Παρά ταύτα, η Ελλάδα θα πρέπει να κυνηγήσει την αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας στην επενδυτική βαθμίδα, ένα στοίχημα δύσκολο εν μέσω των οικονομικών, αλλά και των πολιτικών αβεβαιοτήτων που δημιουργούν ο εκλογικός κύκλος και οι κάλπες  της άνοιξης.