Στους πολλούς αστάθμητους παράγοντες που καθιστούν εξαιρετική κρίσιμη και επικίνδυνη τη νέα χρονιά από γεωπολιτική σκοπιά, εστιάζει την προσοχή του ο γνωστός γάλλος δημοσιογράφος, επί χρόνια ανταποκριτής της Libération (στη Μόσχα, τη Βαρσοβία, τη Βιέννη και την Ουάσιγκτον) Μπερνάρ Γκετά.
«Θα υπάρξει ένας Βρούτος που θα ανατρέψει την κατάσταση στη Μόσχα; Θα μπορούσε μια ήττα του Ρετζέπ Ερντογάν στις εκλογές του Ιουνίου να αποτελέσει την αρχή μιας νέας εποχής για τη Μέση Ανατολή και ολόκληρη τη Μεσόγειο; Θα νικήσουν οι Ιρανοί τη θεοκρατία τους, περίπτωση στην οποία θα περιοριζόταν η στήριξή της και προς τον Βλαντίμιρ Πούτιν και προς τον Μπασάρ αλ Ασαντ; Θα μπορούσε ο πληθωρισμός να εκτιναχθεί στην Ευρώπη και να προκαλέσει κοινωνική αναταραχή τόσο που να αποδυναμωθούν περαιτέρω τα κράτη της Eνωσης;», διερωτάται σε ανάλυσή του που δημοσιεύει η ιταλική La Repubblica.
Στα παραπάνω εξαιρετικά κρίσιμα ερωτήματα θα μπορούσαμε, φυσικά, να προσθέσουμε και άλλα, διερωτώμενοι, για παράδειγμα, εάν η εγκαθίδρυση μια ακροδεξιάς και εχθρικής προς τον αραβικό κόσμο κυβέρνησης στο Ισραήλ θα μπορούσε να προκαλέσει γενική ανάφλεξη στη Μέση Ανατολή, ή με ποιο τρόπο ο Σι Τζινπίνγκ θα αποπειραθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης στην Κίνα, αφού οι πρωτοφανείς διαμαρτυρίες των Κινέζων τον ανάγκασαν να άρει τα δρακόντεια μέτρα που είχαν τεθεί σε ισχύ πριν από σχεδόν μία τριετία για την αντιμετώπιση της πανδημίας.
«Στην πολιτική, όμως, είναι άχρηστο να τραγουδάμε μαζί με την Ντόρις Ντέι “Que sera, sera…Whatever will be, will be”. Ο,τι είναι να γίνει, θα γίνει, αλλά πέρα από αυτό το δεδομένο, πώς μπορούμε να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο η αλληλουχία των εντάσεων να οδηγήσει, τελικά, την ανθρωπότητα σε μία τρίτη παγκόσμια σύρραξη, δεδομένου ότι δεν πρόκειται για μία υπόθεση αλλά για μία συγκεκριμένη πιθανότητα;», διερωτάται ο πολύπειρος γάλλος δημοσιογράφος.
Λαμβάνοντας υπόψη το νέο κύμα κορονοϊού που σαρώνει την Κίνα, ο Γκετά μας προτρέπει να φανταστούμε τα νοσοκομεία της χώρας κατάμεστα με αρρώστους και τους θανάτους να αυξάνονται ραγδαία. Σε αυτήν την κάθε άλλο παρά απίθανη κατάσταση η κινεζική οικονομία θα μπορούσε να περιέλθει σε κρίση και οι όποιοι εν δυνάμει αντίπαλοι του Σι να αποπειραθούν να αμφισβητήσουν την παντοδυναμία του, εκμεταλλευόμενοι τη λαϊκή δυσφορία. Στην εν λόγω συγκυρία, αποκλείοντας το ενδεχόμενο παράδοσης της εξουσίας, ο κινέζος πρόεδρος το μοναδικό που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να επιτεθεί στην Ταϊβάν, ευελπιστώντας να αναζωπυρώσει με αυτόν τον τρόπο τα εθνικιστικά πάθη των Κινέζων και να τους συσπειρώσει γύρω του.
Από την άλλη πλευρά οι ΗΠΑ δεν θα μπορούσαν να κάτσουν με σταυρωμένα χέρια, επιτρέποντας στην Κίνα να καταστεί κυρίαρχος του παιχνιδιού στην Ανατολική Ασία. «Και μόνο παρεμβαίνοντας, οι ΗΠΑ θα εμπλέκονταν στη σύρραξη, και δεν είναι δύσκολο να φανταστούμε πως θα ήταν αδύνατο να μην επερχόταν σταδιακά ο σχηματισμός, αρχικά, και η σύγκρουση, στη συνέχεια, δύο αντίπαλων μπλοκ, των δυτικών από τη μία πλευρά και της Κίνας, της Ρωσίας και άλλων αναδυόμενων χωρών από την άλλη μεριά», γράφει ο Γκετά.
Στη συνέχεια φαντάζεται επίσης τον ουκρανικό στρατό να καταφέρνει να απωθήσει περαιτέρω τις ρωσικές δυνάμεις και κανέναν Βρούτο να μην αποπειράται να ανατρέψει τα δεδομένα στο Κρεμλίνο. Κανένας δεν γνωρίζει πως θα μπορούσε να αντιδράσει, σε ποια νέα ακρότητα να προβεί, ο ρώσος πρόεδρος σε αυτήν την περίπτωση, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να αποφασίσει να καταφύγει σε όπλα μαζικής καταστροφής ή να δοκιμάσει την Βορειοατλαντική Συμμαχία με μια εισβολή στην Πολωνία ή σε ένα από τα κράτη της Βαλτικής, χώρες οι οποίες, ανήκοντας στη Συμμαχία, βρίσκονται υπό την πυρηνική προστασία των ΗΠΑ.
«Είναι περιττό να πούμε ότι εκείνη την ημέρα ολόκληρος ο κόσμος θα βίωνε μια πολύ πιο σοβαρή κρίση από εκείνη των πυραύλων της Κούβας, γιατί δεν υπάρχει πλέον ένα Πολιτικό Γραφείο επιφορτισμένο με το έλεγχο των παρορμήσεων ενός ανθρώπου που, επιπλέον, δεν έχει καν τη λογική που είχε ο Χρουστσόφ», αναφέρει ο Γκετά.
Και συνεχίζει να φαντάζεται, το θεοκρατικό καθεστώς του Ιράν να επιδιώκει να καταστεί πυρηνικά δύναμη, δεδομένου ότι πλέον διαθέτει τα μέσα, με στόχο να αποκαταστήσει τη φήμη του στη διεθνή σκηνή και να είναι σε θέση να καταπιέζει ακόμη περισσότερο τον ιρανικό λαό. Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να υποστηριχθεί πως τόσο το Ισραήλ όσο και οι χώρες του Περσικού Κόλπου θα επέλεγαν να μην αντιδράσουν, ούτε, φυσικά, να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μετά από έναν βομβαρδισμό των πυρηνικών εγκαταστάσεων του Ιράν, η Τεχεράνη να απαντούσε με μια βροχή από πυραύλους κατά του Τελ Αβίβ και του Ριάντ.
Οσον αφορά την Τουρκία, «επειδή γίνεται πολύς λόγος για αυτό στην Αγκυρα», ο γάλλος δημοσιογράφος φαντάζεται τον τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να προσαρτά την κατεχόμενη Κύπρο ή να αποπειράται να καταλάβει κάποιο ελληνικό νησί κοντά στις τουρκικές ακτές, επιδιώκοντας, έτσι, να συσπειρώσει εκ νέου γύρω του τους Τούρκους οι οποίοι είναι ολοένα πιο δυσαρεστημένοι λόγω του άκρατου αυταρχισμού του αλλά και του καλπάζοντος πληθωρισμού. Μια τέτοια εξέλιξη θα είχε ως αποτέλεσμα κράτη-μέλη της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας να εμπλακούν σε πόλεμο, την ώρα που το ΝΑΤΟ και η Ρωσία είναι στα μαχαίρια και την άνοιξη η κατάσταση θα μπορούσε να είναι πολύ χειρότερη σε σχέση με σήμερα.
«Ακόμη και μόνο για αυτά τα τέσσερα μέτωπα, το 2023 θα είναι η πιο επικίνδυνη χρονιά ολόκληρης της μεταπολεμικής περιόδου. Ισως να έχουμε εισέλθει ήδη σε μια προπολεμική περίοδο, χωρίς να θέλουμε να το αντιληφθούμε», προειδοποιεί ο Γκετά. «Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν μένει τίποτα άλλο να κάνουμε πέρα από το να κάτσουμε με σταυρωμένα τα χέρια και να περιμένουμε, παραιτημένοι, να γίνει αυτό που είναι να γίνει. Αντιθέτως, πρέπει να αντιδράσουμε», προσθέτει.
Καταρχάς γιατί, παρά την αντίθετη γνώμη που επικρατεί, «ο συσχετισμός δυνάμεων ευνοεί τις δημοκρατίες». Τα καθεστώτα της Κίνας, της Τουρκίας, της Ρωσίας και του Ιράν εξακολουθούν να είναι σε θέση να προκαλούν σοβαρά προβλήματα στη διεθνή σκηνή, αλλά αυτό δεν αλλάζει το γεγονός πως αυτά βρίσκονται σε κρίση, αυτά αποκηρύσσονται από τους ίδιους τους πολίτες τους, αυτά δεν μπορούν να διαχειριστούν αποτελεσματικά τα όποια πολλά προβλήματά τους.
Αντιθέτως οι δημοκρατίες της Δύσης κατάφεραν να συνδράμουν αποτελεσματικά την Ουκρανία, επιτρέποντάς της να αντισταθεί στους ρώσους εισβολείς. Συγχρόνως, χάρη στην επιθετικότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν η ΕΕ είναι ενωμένη όσο ποτέ άλλοτε και το ΝΑΤΟ πρόκειται να διευρυνθεί και να ενισχυθεί με την ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στους κόλπους του ενώ και οι χώρες της Κεντρικής Ασίας έχουν αποστασιοποιηθεί εν μέρει από τη Μόσχα.
Οσον αφορά τον Σι Τζινπίνγκ, η παντοδυναμία του άρχισε να κλονίζεται «μόλις είχε καταστεί ο νέος Μάο», ενώ ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν γνωρίζει ότι θα βρεθεί αντιμέτωπος με πολύ σοβαρούς κινδύνους, εάν αποπειραθεί να αποτρέψει μια εκλογική ήττα μέσω μιας σύρραξης στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμη και ο Βίκτορ Ορμπαν, μεγάλος υποστηρικτής του Πούτιν και θεωρητικός του ανελεύθερου φιλελευθερισμού, αποδυναμώνεται, λόγω του πληθωρισμού που ξεπερνά το 20% στην Ουγγαρία και της αντιπαράθεσής του με τους ευρωπαίους εταίρους του.
Εννοείται πως και οι δημοκρατίες αντιμετωπίζουν πολλά και σύνθετα προβλήματα, «αλλά καμία δεν απειλείται άμεσα από μία καθεστωτική κρίση» ενώ οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν ο Πούτιν και ο Σι, «εδραιώνουν την εξουσία των δημοκρατιών σε τέτοιο βαθμό που διευρύνονται και τα περιθώρια δράσης που έχουν», συνοψίζει ο Γκετά. Γράφει πως, δρώντας από κοινού, οι δημοκρατίες θα μπορούσαν, για παράδειγμα, να φέρουν σε ακόμη πιο δύσκολη θέση τον πρόεδρο της Ρωσίας, προτείνοντας μια ευρωπαϊκή δομή ασφαλείας που θα προσφέρει εγγυήσεις σε όλες τις χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, περιλαμβανομένης και της Ρωσίας.
«Αυτό θα επέτρεπε την έναρξη ενός διαλόγου στη Μόσχα, θα προσέφερε μία διέξοδο στη Ρωσία, θα αποκαθιστούσε τα διεθνή σύνορα στην Ουκρανία και, έχοντας αναχαιτιστεί ο εισβολέας, θα εγκαινίαζε, μια μέρα, μια εποχή ηπειρωτικής σταθερότητας και συνεργασίας», εξηγεί ο Γκετά.
Παρομοίως, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε επίσημα να παροτρύνει τους Κινέζους να προσφέρουν εγγυήσεις ασφάλειας στους γείτονές τους και να αρχίσει έτσι μια διαδικασία αφοπλισμού στην Ασία, συγκρίσιμη με εκείνη που βίωσε η Ευρώπη με την χαλάρωση των εντάσεων μεταξύ ΗΠΑ και ΕΣΣΔ (Détente) και με την Περεστρόικα του Γκορμπατσόφ. «Αυτό θα επέτρεπε να παγώσει το ζήτημα της Ταϊβάν για όσο χρόνο χρειάζεται η Κίνα, ούτως ώστε να εξελιχθεί και να φιλοδοξήσει να οργανώσει την ειρηνική συνεργασία των κρατών στην περιφέρειά της, δηλαδή να δημιουργήσει μια κοινή ασιατική αγορά».
Την ίδια ώρα, δεδομένης της αποδυνάμωσής τους, οι δημοκρατίες θα μπορούσαν να προτείνουν την επανευθυγράμμιση των αυταρχικών καθεστώτων με τις αρχές των Ηνωμένων Εθνών και του συνόλου των διεθνών οργανισμών. «Ως σύμμαχος των ΗΠΑ, αλλά πλέον αρκετά ενωμένη, πλούσια και ισχυρή ούτως ώστε να υπάρχει με τις δικές της δυνάμεις, η Ευρωπαϊκή Ενωση θα μπορούσε, αρχίζοντας από το 2023, να διαδραματίζει τον ρόλο του μεσολαβητή και του ειρηνοποιού στην Ευρώπη, στην Ασία και στη Μέση Ανατολή. Η Ευρώπη μπορεί και πρέπει να αποτρέψει την αναδυόμενη προπολεμική περίοδο. Εάν δεν το κάνει εκείνη, ποιος άλλος θα μπορούσε να το κάνει;», καταλήγει διερωτώμενος ο Μπερνάρ Γκετά.