Οπως γράφουν οι βρετανικοί Times, οι Γάλλοι οδηγοί θα δυσκολευτούν να ικανοποιήσουν την αγάπη τους για την ταχύτητα μετά την επίσημη ανακοίνωση της Renault να μην επιτρέπει στα αυτοκίνητά της να υπερβαίνουν τα 180 χλμ./ώρα.
Η απόφαση, διά στόματος του CEO της εταιρείας, Λούκα Ντι Μέο, έρχεται ως συνέχεια αντίστοιχης της Volvo, η οποία επίσης έχει ανακοινώσει να τοποθετήσει κόφτη τελικής ταχύτητας στα αυτοκίνητά της. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι ακόμα κι αν ένα μοντέλο αποδίδει διακόσιους, τριακόσιους ή όσους ίππους, το εγκατεστημένο σόφτγουερ δεν θα επιτρέπει να αξιοποιείται η ισχύς του πέρα από το συγκεκριμένο όριο ταχύτητας.
Μάλιστα, η Renault ανήγγειλε ότι η νέα πολιτική της θα συνοδεύεται και από ένα σύστημα ανταμοιβής των οδηγών, το οποίο ονομάζει «Safety Coach» και θα τους προσφέρει μειωμένες τιμές ασφαλίστρων.
Η τεχνολογία εννοείται ότι ήδη υπάρχει. Τα σύγχρονα αυτοκίνητα «διαβάζουν» μέσω του συστήματος πλοήγησης τα όρια ταχύτητας στους δρόμους και το πιο εύκολο από όλα είναι να τοποθετηθεί ένα «μαύρο κουτί», κάτι αντίστοιχο με αυτό που υπάρχει σε ένα αεροσκάφος, το οποίο θα καταγράφει σε πραγματικό χρόνο και ανά πάσα στιγμή τη σχετική ταχύτητα. Αλλά και όχι μόνο αυτό. Θα την προσαρμόζει ανάλογα. Πρακτικά, δεν θα μπορεί ο οδηγός να υπερβεί το κατά τόπους όριο. Υποθετικά, αυτό σημαίνει ότι με τα τρέχοντα όρια ταχύτητας που ισχύουν, για παράδειγμα, στη διαδρομή Αθήνα-Θεσσαλονίκη, μάλλον θα χρειαστεί κάποιος περί τις έξι και πλέον ώρες. Οπλιστείτε με υπομονή.
Η απόφαση της Renault, όπως και των Peugeot / Citroën, που φαίνεται να κινούνται στην ίδια γραμμή πλεύσης, έρχεται σε μία χρονική στιγμή αλλαγής της οδηγικής κουλτούρας, αλλά και ενόψει της αυτόνομης οδήγησης που είναι εν εξελίξει. Αν ο κόσμος αρχίζει να μαθαίνει από τώρα σε ένα συγκεκριμένο, άμεσα επιβαλλόμενο όριο ταχύτητας, θα του είναι πιο εύκολο να δεχθεί σε μερικά χρόνια από σήμερα να μπαίνει σε ένα αυτόνομο όχημα, να μην οδηγεί καν και αυτό να τον μεταφέρει από το σημείο Α στο σημείο Β, χωρίς δική του παρέμβαση. Αρκετά παθητικά; Ναι. Με σοβαρή μείωση των δυστυχημάτων; Επίσης, ναι.
Μιλώντας, πάντως, για το οδηγικό κλίμα επί γαλλικού εδάφους, ήδη υπάρχει μια σοβαρή αντιπαράθεση από τους ιδιοκτήτες των αυτοκινήτων. Για παράδειγμα, οι κάμερες ταχύτητας που πολλαπλασιάστηκαν στο εθνικό δίκτυο, το 2003, επί κυβέρνησης Ζακ Σιράκ, βρήκαν πολλούς να δυσαρεστούνται. Επιπρόσθετα, το 2018, η μείωση του ορίου ταχύτητας στους επαρχιακούς δρόμους από τα 90 στα 80 χλμ./ώρα, προκάλεσε ένα συστηματικό σαμποτάζ από γάλλους οδηγούς που είτε με σπρέι είτε με άλλες φθορές, κατέστησαν άχρηστο το 60% από τις εγκατεστημένες κάμερες.
Στη συνέχεια ήρθαν 200 αυτοκίνητα χωρίς κάποιο διακριτικό, τα οποία μάλιστα οδηγούν πολίτες, τα οποία «έκοψαν» χιλιάδες κλήσεις σε ανυποψίαστους παραβάτες των ορίων ταχύτητας. Αυτό οδήγησε σε μια έντονη διαμαρτυρία των γάλλων οδηγών που περιέγραψαν την απόφαση ως μία κυνική κρατική επίδειξη άντλησης εσόδων. Λέγεται ότι €2,2 δισ. συγκεντρώθηκαν από τέτοιες παραβάσεις.
Οι γερμανικές αουτομπάνεν
Την ίδια στιγμή, λίγο πιο δίπλα, στη Γερμανία, υπάρχουν, ως γνωστόν, τμήματα του γερμανικού εθνικού δικτύου, στις περιβόητες αουτομπάνεν, χωρίς κανένα όριο ταχύτητας. Εκεί μπορείς να πας με όσα θες. Με 200; Ναι. Με 300; Ναι. Μπορεί να ακούγεται παράδοξο, όμως τα συγκεκριμένα τμήματα έχουν να επιδείξουν εξαιρετικά χαμηλούς δείκτες ατυχημάτων. Επιπρόσθετα, ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής αυτοκινητοβιομηχανίας βασίζεται στην ισχύ, τις επιδόσεις, την ταχύτητα. Είναι μέρος της επένδυσης, των προδιαγραφών, του πιστού κοινού για γρήγορες BMW, Audi Mercedes και Porsche. Οπότε, αν αυτό γενικευόταν ως μέτρο, και εκεί ίσως μειωθεί το αγοραστικό δέλεαρ για πραγματικά γρήγορα αυτοκίνητα. Κι αυτό, όπως είναι αντιληπτό, έχει οικονομικό τίμημα.
Αραγε πού είναι το μέτρο; Πώς θα οριστεί η επίβλεψη του ορίου ταχύτητας; Μήπως πολλά από αυτά πρέπει να αναπροσαρμοστούν; Πολιτική ορθότητα ή καιρός ήταν; Από τη μία, είναι βέβαιο ότι τα αυτοκίνητα γίνονται όλο και πιο ασφαλή. Και, προσωπικά, τείνω να πιστεύω πως σε μερικές δεκαετίες, έτσι τουλάχιστον όπως διαμορφώνεται ο κόσμος σήμερα, θα αναρωτιόμαστε για το πώς, συχνά, οδηγοί κουρασμένοι, μεθυσμένοι, υπερήλικοι, ατάλαντοι, μόλις χωρισμένοι από τη γυναίκα τους ή με θολωμένο απ’ την κούραση το μυαλό, κινούνταν με μία μάζα δύο τόνων στον δρόμο. Το πιθανότερο είναι ότι θα μας φαίνεται αδιανόητο. Μαζί, ωστόσο, ίσως θα έχουμε χάσει και ένα ποσοστό ελευθερίας, με όποιο τίμημά της – έστω κι αν πιστεύω ακράδαντα ότι μια πολύ υψηλή τελική ταχύτητα στερείται σοβαρού νοήματος.