Η εταιρεία Metro-Goldwyn-Mayer Studios (εν συντομία MGM), η οποία ανήκει, πλέον, στη θυγατρική Amazon MGM Studios της Amazon, γιορτάζει εφέτος τα 100 χρόνια από την ίδρυσή της, στις 17 Απριλίου 1924. Η MGM ιδρύθηκε από τον Μάρκους Λόου, μετά από τη σύμπτυξη των Metro Pictures, Goldwyn Pictures και Louis B. Mayer Pictures σε μία εταιρεία. Υπέγραψε συμβόλαια με πολλούς γνωστούς ηθοποιούς και με το σλόγκαν «περισσότερα αστέρια από ό,τι υπάρχουν στον παράδεισο», έγινε σύντομα η πιο διάσημη εταιρεία παραγωγής ταινιών του Χόλιγουντ, κερδίζοντας πολλά βραβεία Οσκαρ.
Εταιρεία προώθησης ταινιών, η MGM διέθετε επίσης κινηματογραφικά στούντιο, πλατό, εγκαταστάσεις παραγωγής και κινηματογραφικές αίθουσες. Ηταν το τελευταίο στούντιο που πέρασε από τον βωβό κινηματογράφο στις ομιλούσες ταινίες και γνώρισε μεγάλη ακμή από το 1926 έως το 1959, κυριαρχώντας στο Χόλιγουντ, ενώ από το 1956 επεκτάθηκε και στις τηλεοπτικές παραγωγές.
Τα δύο πρώτα χρόνια, η MGM παρήγαγε περισσότερες από 100 ταινίες μεγάλου μήκους. Το 1925, την πρώτη χρονιά πλήρους λειτουργίας της κυκλοφόρησε το τρομερά επιτυχημένο «Μπεν Χουρ» , αποκομίζοντας κέρδη 4,7 εκατ. δολαρίων Επίσης, εκείνη τη χρονιά, οι MGM, Paramount Pictures και UFA σχημάτισαν έναν κοινό γερμανικό διανομέα, την Parufamet.
Από την αρχή, η MGM εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη του κοινού για αίγλη και κομψότητα. Εκτός από τα μεγάλα ονόματα που είχε κληρονομήσει η εταιρεία από τις προκατόχους της, ο πρόεδρος της MGM Λούις Μπ. Μάγιερ, και ο διευθυντής παραγωγής Ερβινγκ Τάλμπεργκ, άρχισαν αμέσως να δημιουργούν μια σειρά από νέους σταρ, μεταξύ των οποίων οι Γκρέτα Γκάρμπο, Τζον Γκίλμπερτ, Τζόαν Κρόουφορντ και Νόρμα Σίρερ, ενώ προσέλαβαν και άλλους καθιερωμένους ηθοποιούς από άλλα στούντιο, όπως οι Λον Τσέινι, Ουίλιαν Πάουελ, Μπάστερ Κίτον και Γουάλας Μπίρι.
Προσέλαβαν επίσης κορυφαίους σκηνοθέτες όπως οι Κινγκ Βιντόρ, Κλάρενς Μπράουν, Εριχ φον Στροχάιμ, Τοντ Μπράουνινγκ και Βίκτορ Σίαστρομ. Η άφιξη, εξάλλου, των ομιλούντων ταινιών το 1928-29 έδωσε ευκαιρίες και για άλλους νέους σταρ, μεταξύ των οποίων οι Κλαρκ Γκέιμπλ, Τζιν Χάρλοου, Ρόμπερτ Μοντγκόμερι, Σπένσερ Τρέισι, Μίρνα Λόι, Ρόμπερτ Τέιλορ, Ζανέτ ΜακΝτόναλντ και Νέλσον Εντι. Η πρώτη ολοκληρωμένη ομιλούσα ταινία της MGM ήταν το μιούζικαλ «The Broadway Melody» (1929), που είχε πολύ μεγάλη επιτυχία στο box office ενώ κέρδισε και το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας της χρονιάς. Ακόμη, το MGM ήταν ένα από τα πρώτα στούντιο που πειραματίστηκαν με το Technicolor.
Τη δεκαετία του 1930, η MGM παρήγαγε περίπου 50 ταινίες τον χρόνο, αλλά δεν πέτυχε τον στόχο της να κυκλοφορεί μια νέα ταινία κάθε εβδομάδα (μπορούσε να κυκλοφορεί μία ταινία μεγάλου μήκους κάθε εννέα ημέρες). Οι 153 κινηματογράφοι του Λόου βρίσκονταν ως επί το πλείστον στη Νέα Υόρκη, στα βορειοανατολικά και στον Βαθύ Νότο. Το «Οσα Παίρνει ο Ανεμος» (1939) έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στο Loew’s Grand Theatre στην Ατλάντα της Τζόρτζια. Η επική ρομαντική – ιστορική ταινία του Βίκτορ Φλέμινγκ, με πρωταγωνιστές τους Βίβιαν Λι, Κλαρκ Γκέιμπλ, Λέσλι Χάουαρντ και Ολίβια ντε Χάβιλαντ, αποτελεί τη μεγαλύτερη εισπρακτική επιτυχία όλων των εποχών. Επιπλέον, ήταν υποψήφια για 13 Οσκαρ και κέρδισε οκτώ (μεταξύ των οποίων τα Οσκαρ Α’ Γυναικείου ρόλου για τη Βίβιαν Λι και Β’ Γυναικείου ρόλου για την Χάτι ΜακΝτάνιελ, την πρώτη μαύρη ηθοποιό που τιμήθηκε με Οσκαρ στην ιστορία του κινηματογράφου), συν δύο τιμητικά (το βραβείο Ερβιν Θάλμπεργκ για τον παραγωγό της ταινίας Ντέιβιντ Ο’Σέλζνικ καθώς και το ειδικό βραβείο για τη σκηνογραφία του Γουίλιαμ Κάμερον Μέντζις).
Την ίδια χρονιά εκτός από το «Οσα Παίρνει ο Ανεμος» οι επιτυχίες της MGM περιλάμβαναν τον «Μάγο του Οζ» (ήταν τόσο ακριβή παραγωγή που χρειάστηκε να περάσουν 20 χρόνια για να αποδειχθεί κερδοφόρα), τη «Νινότσκα» με την Γκρέτα Γκάρμπο και τις «Γυναίκες» με πρωταγωνίστριες τις Νόρμα Σίρερ, Τζόαν Κρόφορντ, Ρόζαλιντ Ράσελ, Τζόαν Φοντέιν, Πολέτ Γκοντάρ, και Λουσίλ Ουάτσον. Η MGM είχε πλέον αποκτήσει μεγάλη φήμη για τις πολυτελείς παραγωγές της, που ήταν εκλεπτυσμένες και λαμπερές για την τέρψη του αστικού κοινού.
Ωστόσο, καθώς η Μεγάλη Υφεση βάθαινε, η MGM άρχισε να κάνει οικονομία «ανακυκλώνοντας» υπάρχοντα σκηνικά, κοστούμια και έπιπλα από παλιά έργα. Μάλιστα, αυτή η πρακτική ανακύκλωσης δεν σταμάτησε ποτέ από τη στιγμή που ξεκίνησε. Επιπλέον, η MGM εξοικονόμησε χρήματα επειδή ήταν το μόνο από τα πέντε μεγάλα στούντιο που δεν διέθετε ράντσο για γυρίσματα ταινιών εκτός έδρας. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1950, η MGM μπορούσε να ισχυριστεί κάτι που οι ανταγωνιστές της δεν μπορούσαν: ότι το στούντιο δεν έχασε ποτέ χρήματα, αν και έπαθε ζημιά με τον «Μονάρχη δίχως θρόνο» («Parnell», 1937), τη χειρότερη ταινία του Κλαρκ Γκέιμπλ.
Οι ηθοποιοί της MGM κυριάρχησαν στο box office κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1930. Η Τζιν Χάρλοου έγινε σύμβολο του σεξ του Χόλιγουντ και σταρ όπως η Τζόαν Κόουφορντ, Μίρνα Λόι και Γκρέτα Γκάρμπο ήταν οι πιο ακριβοπληρωμένες βασίλισσες του στούντιο, ενώ η καριέρα του Γκέιμπλ ανέβηκε σε νέα ύψη αφότου κέρδισε το Οσκαρ για την ταινία της Κολούμπια «Συνέβη μια νύχτα» (1934).
Μετά τον πρόωρο θάνατο του Τάλμπεργκ σε ηλικία 37 ετών τον Σεπτέμβριο του 1936, ο Μάγιερ ήταν πλέον επικεφαλής τόσο της παραγωγής όσο και του στούντιο, και έγινε το πρώτο στέλεχος με αμοιβές εκατομμυρίων δολαρίων στην αμερικανική ιστορία, με την εταιρεία να συνεχίζει να είναι κερδοφόρα.
Ωστόσο πριν και κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η MGM έχασε τη δυναμική της. Μετά το 1940, η ετήσια παραγωγή της μειώθηκε από 50 σε 25 ταινίες. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, παρουσίασε αρκετά, πολύ επιτυχημένα, μιούζικαλ με σταρ όπως οι Τζούντι Γκάρλαντ, Φρεντ Αστέρ, Τζιν Κέλι και Φρανκ Σινάτρα. Τη δεκαετία του 1950 τα περιθώρια κέρδους της MGM συνέχισαν να μειώνονται καθώς τα γενικά έξοδα παρέμεναν υψηλά. Η τηλεόραση είχε αρχίσει να καθηλώνει το κοινό στο σπίτι με αποτέλεσμα το MGM και άλλα στούντιο να δυσκολεύονται όλο και περισσότερο να προσελκύσουν τους θεατές στα σινεμά. Αλλά τα πολυτελή μιούζικαλ και δημοφιλείς ταινίες του Μάριο Λάντσα όπως οι «The Toast of New Orleans» (1950)και The Great Caruso (1951) συνέχισαν να στηρίζουν οικονομικά την εταιρεία.
Τον Αύγουστο του 1951, ο Μάγιερ απολύθηκε από τα στελέχη της MGM στην Ανατολική Ακτή και αντικαταστάθηκε από τον Σάρι, ο οποίος έκανε μεγάλες οικονομίες. Κόβοντας σταδιακά ακριβά συμβόλαια ηθοποιών, ανακυκλώνοντας υπάρχοντα σκηνικά, αντί να χτίζει δαπανηρά νέα σκηνικά, και ανακατασκευάζοντας ακριβά παλιά κοστούμια, ο Σάρι κατάφερε να κρατήσει το στούντιο σε λειτουργία όπως και στις αρχές της δεκαετίας του 1940.
Κατά τη βασιλεία του, ο Σάρι σημείωσε λίγες επιτυχίες, αλλά η αποχώρησή του από την MGM άφησε ένα κενό εξουσίας που θα αποδεικνυόταν δύσκολο να καλυφθεί. Το 1957 (κατά σύμπτωση, τη χρονιά που πέθανε ο Μάγιερ), το στούντιο έχασε χρήματα για πρώτη φορά στην 34χρονη ιστορία του. Ο Σπένσερ Τρέισι αποχώρησε από την MGM το 1955, και ο μόνος μεγάλος σταρ από την ακμή της MGM που έμενε ακόμη με συμβόλαιο ήταν ο Ρόμπερτ Τέιλορ.
Το 1958, κυκλοφόρησε το τελευταίο σπουδαίο μιούζικαλ της MGM, η έγχρωμη σινεμασκόπ παραγωγή «Τζίτζι» του Αρθουρ Φριντ με πρωταγωνιστές τους Λέσλι Καρόν, Μορίς Σεβαλιέ και Λουί Ζουρντάν. Το σενάριο ήταν διασκευή του μυθιστορήματος της Κολέτ και γράφτηκε από τους Λέρνερ και Λέβε, οι οποίοι έγραψαν επίσης τα σενάρια των «Ωραία μου Κυρία» και «Κάμελοτ». Η «Τζίτζι» ήταν εισπρακτική επιτυχία, απέσπασε πολύ καλές κριτικές και κέρδισε εννέα Οσκαρ, μεταξύ άλλων και το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας.
Εναν χρόνο αργότερα η MGM απόλαυσε τη μεγαλύτερη οικονομική της επιτυχία των τελευταίων ετών, με την κυκλοφορία του Technicolor «Μπεν Χουρ» (1959), ριμέικ της βωβής ταινίας του 1925. Η σχεδόν τετράωρη επική ταινία, με πρωταγωνιστή τον Τσάρλτον Ιστον στον ομώνυμο ρόλο, κέρδισε 11 Οσκαρ, μεταξύ άλλων και το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας, ένα ρεκόρ που διατηρήθηκε μέχρι το 1997 τον «Τιτανικός» και το 2003 «Ο Βασιλιάς των Δαχτυλιδιών».
Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η πολιτική της MGM βασιζόταν στην παραγωγή μιας επικής ταινίας μεγάλου προϋπολογισμού κάθε χρόνο πράγμα που τελικά καταδίκασε οικονομικά το στούντιο, καθώς οι επόμενες παραγωγές του αποδείχτηκαν αποτυχημένες. Οι απώλειες οδήγησαν στην παραίτηση των Σολ Ζίγκελ και Τζόζεφ Βόγκελ, που αντικαταστάθηκαν από τους Ρόμπερτ Βάιτμαν (επικεφαλής παραγωγής) και Ρόμπερτ Ο’Μπράιεν (πρόεδρος), και οι οποίοι φάνηκε να αναζωογονούν προσωρινά το στούντιο με το εξαιρετικά δημοφιλές «Δόκτορ Ζιβάγκο» (1965) του Ντέιβιντ Λιν και αργότερα επιτυχίες όπως «The Dirty Dozen» (1967), «2001: Οδύσσεια του Διαστήματος» (1968) και «Where Eagles Dare» (1968).
Ακολούθησε, όμως, άλλη μια σειρά αποτυχιών στο box office, όπως το μουσικό ριμέικ «Goodbye, Mr. Chips» (1969) και «Η κόρη του Ράιαν» (1970) με αποτέλεσμα ο Βάιτμαν να μετακομίσει το 1967 στην Columbia και ο Ο’Μπράιεν να αναγκαστεί σε παραίτηση λίγα χρόνια αργότερα.
Τέλος, στα μέσα της δεκαετίας του 1960, η MGM άρχισε να διαφοροποιείται επενδύοντας σε ακίνητα.