| CreativeProtagon
Θέματα

10 δάνεια της Ιαπωνίας στην ποπ κουλτούρα

Η νέα σειρά «Shogun», που προβάλλεται στην πλατφόρμα της Disney+, προέρχεται από τη μεγάλη δεξαμενή με σύμβολα, ήρωες και δημιουργίες της ιαπωνικής κουλτούρας που πέρασαν με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους στη Δύση
Protagon Team

«Γκοτζίλα» εναντίον όλων

 Ξεκίνησε ως φανταστικό τέρας (kaiju) για να φτάσει να γίνει αμερικανική ταινία, λούτρινο παιχνίδι και να σημαίνει το ζαμπόν κονσέρβα του ελληνικού Στρατού. Η κινηματογραφική δημιουργία του Ισιχίρο Χόντα και της εταιρείας Τόχο βγήκε παγανιά στον κόσμο το 1954 και 70 χρόνια μετά συνεχίζει να κυριαρχεί στις μεγάλες παραγωγές monster movies.

Η οικολογική ανησυχία ακολουθεί τον «φαλαινογορίλα» (αυτό σημαίνει «γκοτζίρα» στα ιαπωνικά) από το ντεμπούτο του, καθώς θεωρείται γέννημα της πυρηνικής ραδιενέργειας, με την οποία μπορεί να διαλύει ολόκληρες πόλεις. Κάποιοι εδώ είδαν την πληγωμένη ιστορία της Χιροσίμα και κάποιοι τη λαβωμένη Αμερική που παίρνει εκδίκηση για το Περλ Χάρμπορ. Ολα αυτά επειδή την πραγματική επιτυχία δεν την έκανε η γιαπωνέζικη ταινία, αλλά η αμερικανική του 1956 με τον τίτλο «Γκοτζίλα: ο βασιλιάς των τεράτων», σε σκηνοθεσία των Χόντα και Τέρι Μορς.

Το πόστερ της πρώτης γιαπωνέζικης ταινίας του «Γκοτζίλα», το 1954

Με τον ίδιο τίτλο προβλήθηκε το 2019 και η τελευταία ταινία του franchise, σε σκηνοθεσία του Αμερικανού Μάικλ Ντάκερτι, ο οποίος πήρε τη σκυτάλη από τον Γκάρεθ Εντουαρντς με τον «Γκοτζίλα» του 2014. Την πρώτη «επαναφορά» ύστερα από χρόνια υπέγραφε, πάντως, ο Ρόλαντ Εμεριχ (1998).

 Το «Μεγάλο κύμα» του Χοκουσάι

 Στο πρόσφατο βιβλίο της φοβερής και τρομερής κριτικού λογοτεχνίας Μιτσίκο Κακουτάνι, η οποία έχει πολλά «ένσημα» στους New York Times, το εξώφυλλο κοσμεί ένας από τους γνωστότερους πίνακες παγκοσμίως: «Το Κύμα στα Ανοιχτά της Καναγκάουα» του Κατσουσίκα Χοκουσάι. Αυτό είναι ένα μόνο δείγμα για το πώς η αναπαράσταση του τεράστιου κύματος έχει περάσει στο φαντασιακό των δυτικών αναγνωστών ως εικόνα για κάτι απειλητικό (παρεμπιπτόντως, η κριτικός στο βιβλίο της «The Great Wave» επιχειρεί να περιγράψει το μείγμα ακροδεξιάς πολιτικής και νέων τεχνολογιών που απειλούν τη φιλελεύθερη δημοκρατία).

Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι ο πίνακας του 1832 –εκτύπωση από ξύλινη μήτρα– αναπαριστά μία μόνο από τις «36 απόψεις του Βουνού Φούτζι». Απεικονίζει τρεις βάρκες σε τρικυμία που αντιμετωπίζουν το κύμα, ενώ στο βάθος αχνοφαίνεται το όρος Φούτζι.

Το «Μεγάλο Κύμα στα Ανοιχτά της Καναγκάουα» του Χοκουσάι είναι ίσως το πιο αναγνωρίσιμο στη Δύση έργο της ιαπωνικής τέχνης

Η τεχνοτροπία του Χοκουσάι βασίζεται σε σύνθεση των παραδοσιακών ιαπωνικών χαρακτικών και της γραφικής προοπτικής που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη, γεγονός που του χάρισε επιτυχία και στις δύο ηπείρους. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, η τέχνη του ενέπνευσε τους ιμπρεσιονιστές. Μόλις τον περυσινό Μάρτιο, εξάλλου, ένα σπάνιο αντίγραφο του πίνακα έπιασε την τιμή-ρεκόρ των 2,76 εκατ. δολαρίων σε δημοπρασία του οίκου Christie’s.

Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ και οι αμυγδαλιές

Ο Βαν Γκογκ δεν επισκέφτηκε ποτέ την Ιαπωνία, παρότι σε αρκετές επιστολές προς τον αδερφό του Τεό εκθειάζει τον πολιτισμό της ασιατικής χώρας συγκρίνοντάς τον με τον αρχαιοελληνικό. «Η ιαπωνική τέχνη θυμίζει εκείνη των πρώτων ανθρώπων, των αρχαίων Ελλήνων, των δικών μας παλαιών ολλανδών δασκάλων, του Ρέμπραντ, του Πότερ, του Χαλς, του Βερμέερ, του Οστάντε, του Ράουσντελ. Δεν παλιώνει» τού έγραφε στις 15 Ιουλίου 1888.

Γι’ αυτό ίσως και τα «Ανθη Αμυγδαλιάς» με τα λευκά και ροζ λουλούδια ζωγραφισμένα πάνω σε έναν καταγάλανο ουρανό, εκτός από πασίγνωστο έργο του είναι και δείγμα έμπνευσής του από την ιαπωνική τέχνη. «Η Ιαπωνία ήταν το όνειρό του, το ιδανικό του» λέει ο Αξελ Ρίγκερ, διευθυντής του Μουσείου Βαν Γκογκ στο Αμστερνταμ, ο οποίος το 2018 επιμελήθηκε την αντίστοιχη θεματική έκθεση.

Τα «Ανθη Αμυγδαλιάς» είναι μέρος μιας σειράς πινάκων που φιλοτέχνησε ο Βαν Γκογκ το 1888-1890 στην Αρλ και στο Σαν Ρεμί της Γαλλίας

«Η ιαπωνική χαρακτική τέχνη τον επηρέασε βαθύτατα. Υπάρχει μια στιλιστική ομοιότητα και ίσως μια ψυχική συγγένεια» εξηγούσε τότε για τα 60 έργα σε λάδι και τα ισάριθμα χαρακτικά του κορυφαίου ολλανδού ζωγράφου.

Οι Επτά Σαμουράι που έγιναν Επτά Υπέροχοι

Η τέχνη του κορυφαίου σκηνοθέτη Ακίρα Κουροσάβα είναι, εκτός όλων των άλλων, ένα συνεχές αλισβερίσι με τον Δυτικό πολιτισμό. Στον «Δολοφόνο του Τόκιο» (1963) διασκευάζει το μυθιστόρημα του Αμερικανού Εντ ΜακΜπέιν, εξπέρ της hard boiled αστυνομικής λογοτεχνίας. Με το «Ρασομόν» (1950) κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα της Βενετίας και αμέσως μετά το (ειδικό) ξενόγλωσσο Οσκαρ. Και στο «Ραν» διασκευάζει τον σαιξπηρικό «Βασιλιά Ληρ» μεταφέροντας τη δράση στη φεουδαρχική Ιαπωνία, προσθέτοντας στοιχεία από θρύλους για τον άρχοντα Μόρι Μοτονάρι.

Στην πιο ευρηματική, ωστόσο, αντιστροφή των ρόλων, ο Κουροσάβα εμπνέει με τους «Επτά Σαμουράι» του 1954 (Τακάσι Σιμούρα, Τοσίρο Μιφούνε, Κέικο Τσουσίμα, Νταϊσούκε Κάτο κ.ά.) την ταινία του Τζον Στέρτζες «Και οι Επτά Ηταν Υπέροχοι» (Γιουλ Μπρίνερ, Στιβ ΜακΚουίν, Τσαρλς Μπρόνσον, Τζέιμς Κόμπερν κ.ά.).

Το γουέστερν «Και οι Επτά Ηταν Υπέροχοι», σε σκηνοθεσία Τζον Στέρτζες, αποτέλεσε ριμέικ των «Επτά Σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα

Αλλά και ο Σέρτζιο Λεόνε ξαναγυρίζει το «Γιοζίμπο» (1961) στο πρώτο σπαγγέτι-γουέστερν του κινηματογράφου, το «Για μια Χούφτα Δολάρια». Πρόκειται μάλιστα για αντιγραφή της ιαπωνικής ταινίας σκηνή προς σκηνή. Ο ανώνυμος σαμουράι Τοσίρο Μιφούνε γίνεται, δε, ο πιστολέρο Ανθρωπος-Χωρίς-Ονομα (Κλιντ Ιστγουντ). Μόνη διαφορά: αντί για οδοντογλυφίδα, αυτός «μασάει» τσιγάρο.

Αι γενεαί πάσαι του Playstation

Μέσο δικτύωσης για προεφήβους, εφήβους και νέους; Ή «πονοκέφαλος» για τους γονείς, που βλέπουν εφιάλτη made in Japan; Σε κάθε περίπτωση, η δημοφιλέστερη κονσόλα της εποχής κλείνει φέτος 30 χρόνια, καθώς δημιουργήθηκε από τη Sony Interactive Entertainment στις 3 Δεκεμβρίου 1994.

Η πρώτη κονσόλα της σειράς εξήγαγε 100 εκατομμύρια κομμάτια μέσα σε εννέα χρόνια και έξι μήνες μετά την αρχική κυκλοφορία του. Ο διάδοχός της, το PlayStation 2, κυκλοφόρησε το 2000. Είναι η οικιακή κονσόλα με τις μεγαλύτερες πωλήσεις – περισσότερα από 155 εκατ. κομμάτια μέχρι τις 28 Δεκεμβρίου 2012.

Το PlayStation 3 κυκλοφόρησε το 2006 και πούλησε περισσότερα από 80 εκατ. κομμάτια μέχρι τον Νοέμβριο του 2013. Εκείνη τη χρονιά κυκλοφόρησε το PlayStation 4  και πούλησε 1 εκατ. κομμάτια στις πρώτες 24 ώρες της διανομής του, κάτι που το κατέστησε την κονσόλα με τις πιο γρήγορες πωλήσεις στην Ιστορία. Πιο πρόσφατη κυκλοφορία της εταιρείας είναι το PlayStation 5, που κυκλοφόρησε το 2020.

Από τους νίντζα στο «Kill Bill»

Για τους θεατές βιντεοταινιών τη δεκαετία του 1980 ο τίτλος και μόνο προκαλούσε περιέργεια: «American Νinja». Μα, όντως υπήρχαν; Ο ηθοποιός Μάικλ Ντάντικοφ πάσχιζε το 1985 να πείσει τους πάντες ότι υπήρχαν, μέσα από τον ρόλο του στρατιώτη Τζο Αρμστρονγκ, ο οποίος μετατρέπεται σε αυθεντία του νιντζίτσου.

Σε αρκετές ταινίες της εποχής οι μαυροφορεμένοι ευέλικτοι πολεμιστές ξεφεύγουν από το ιστορικό τους πλαίσιο –μισθοφόροι στα μέσα του 15ου αιώνα- και μπαίνουν στα γρανάζια της καλολαδωμένης βιομηχανίας των b-movies.

Ο Μάικλ Ντάντικοφ στο πόστερ της ταινίας «American Νinja», παραγωγής 1985, που έκανε θραύση στα βιντεοκλάμπ της εποχής

Νίντζα εμφανίζονται επίσης στο «Mortal Kombat» του 1995 (ο Scorpion και ο Sub-zero), στο «Τίγρης και δράκος» του Κινέζου Ανγκ Λι, στο «G.I.Joe: η γέννηση της Κόμπρα» (2008) και, φυσικά, στο «Snake Eyes» (2021), ενώ μορφές νίντζα είναι ο Ρας αλ Γκούλ (Λίαμ Νίσον) στο «Batman Begins» του Κρίστοφερ Νόλαν και η Νύφη (Ούμα Θέρμαν) στο «Kill Bill» του Κουέντιν Ταραντίνο.

Το αμερικανικό Ναυτικό και ο Πουτσίνι

Εως το 1853 η Ιαπωνία ακολουθούσε την πολιτική των «κλειστών θυρών» για τον έξω κόσμο. Στις 8 Ιουλίου εκείνης της χρονιάς δύο φρεγάτες και άλλα δύο πλοία του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού προσέγγισαν το λιμάνι της Ουράγκα. Αποστολή τους ήταν να πείσουν τους Ιάπωνες για έναρξη διπλωματικών σχέσεων και εμπορικών συναλλαγών.

Ακολούθησε η συνθήκη με τις ΗΠΑ για άνοιγμα των ιαπωνικών λιμανιών τον Μάρτιο της επόμενης χρονιάς. Αυτό σήμαινε άνοιγμα σε δύο κατευθύνσεις. Οι δυτικές αγορές πλημμύρισαν με βεντάλιες και κιμονό, πορσελάνες και ξυλογραφίες. Η Ευρώπη υιοθετούσε τη λεγόμενη μόδα του «ιαπωνισμού». Στο πλαίσιο αυτό εντάσσονται μουσικά έργα όπως η όπερα «La Princesse Jaune» (1871) του Καμίγ Σεν-Σανς.

Η Ερμονέλα Γιάχο στο ανέβασμα της «Μαντάμα Μπατερφλάι» από την Εθνική Λυρική Σκηνή (Valeria Isaeva)

Το 1887 κυκλοφορεί επίσης το μυθιστόρημα «Madame Chrysanthème»του Πιερ Λοτί, το οποίο σύντομα μεταφράζεται στα αγγλικά και επηρεάζει τη νουβέλα του Τζον Λούθερ Λονγκ «Madame Butterfly», που δημοσιεύθηκε το 1898 στο περιοδικό Century Illustrated Monthly Magazine.

Στη σειρά των μεταγραφών, ακολουθεί το μονόπρακτο θεατρικό έργο του αμερικανού παραγωγού Ντέιβιντ Μπελάσκο, το οποίο συμπλήρωνε, σε ενιαία παράσταση, τη φάρσα του «Naughty Anthony». Το εξωτικό σκηνικό και η εικόνα της νεαρής Γιαπωνέζας που αυτοκτονεί μετά την εγκατάλειψή της από τον αμερικανό αξιωματικό άρεσε στον Πουτσίνι, ο οποίος παρακολούθησε την παράσταση στο Λονδίνο το καλοκαίρι του 1900. Ο κορυφαίος ιταλός συνθέτης μελέτησε τον πολιτισμό της Ιαπωνίας και έγραψε –τι άλλο;– τη μουσική της «Μαντάμα Μπατερφλάι».

Η «Σιωπή» του Σουσάκου Εντο

Οταν ο Μάρτιν Σκορσέζε αποφάσισε, το 2016, να διασκευάσει το μυθιστόρημα του Εντο, σύστηνε εκ νέου έναν συγγραφέα που πολλοί Δυτικοί αγνοούσαν. Να, όμως, που μια ιστορία για Πορτογάλους ιεραποστόλους που φτάνουν στην Ιαπωνία του 1640, αιχμαλωτίζονται και βασανίζονται, πέρασε στη μεγάλη οθόνη ως ένα ακόμη «δάνειο» της σύγχρονης ιαπωνικής κουλτούρας.

Οι Ανταμ Ντράιβερ (αριστερά) και Αντριου Γκάρφιλντ στη «Σιωπή» του Μάρτιν Σκορσέζε

Ο Σκορσέζε ανακάλυπτε άλλη μια φλέβα χρυσού για τον «ήρωα που πρέπει να ταπεινωθεί ώστε να εξυψωθεί», αμφιβάλλει και αντικρίζει τη σιωπή του Θεού του. Ο Εντο, από την άλλη, περνούσε σε νεότερες γενιές ως ένας ακόμη «κρυμμένος» συγγραφέας της χώρας που άξιζε να ανακαλύψουμε.

Μάνγκα και άνιμε

Κατά λέξη, «manga» σημαίνει «τυχαίες (ή παράξενες) εικόνες», σύμφωνα με τον Παναγιώτη Ευαγγελίδη, σκηνοθέτη και μεταφραστή έργων ιαπωνικής φιλολογίας. Η λέξη μπήκε σε κοινή χρήση μετά τη δημοσίευση του «Hokusai Manga» τον 19ο αιώνα, το οποίο περιείχε ταξινομημένα σχέδια του Hokusai, της ξυλογραφικής τεχνοτροπίας ουκίγιο-ε.

Τα manga, όπως έγιναν γνωστά τον 20ό και 21ο αιώνα, αναπτύχθηκαν από την ανάμειξη ουκίγιο-ε και δυτικής ζωγραφικής. Ξεκίνησαν λίγο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν άρθηκε η απαγόρευση για ό,τι μη προπαγανδιστικό και πολλοί εκδότες άρχισαν να εμφανίζονται.

Με τον όρο «anime», από την άλλη, χαρακτηρίζονται στη Δύση όλα τα ιαπωνικά κινούμενα σχέδια. Στην Ιαπωνία, όμως, ο όρος αναφέρεται σε όλα τα κινούμενα σχέδια, ανεξάρτητα από τη χώρα προέλευσής τους.

Ποίηση σε 17 συλλαβές

Ο κανόνας λέει ότι ένα χαϊκού πρέπει να διαρκεί και να διαβάζεται όσο κρατάει μια αναπνοή. Ισως κάτι τέτοιο δεν ταυτίζεται με τα μεταφρασμένα ποιήματα στην αγγλική και ελληνική γλώσσα, καθώς ο μινιμαλισμός ισχύει για τη γιαπωνέζικη γλώσσα.

Εκτός, πάντως, από την κλασική μορφή τους, που εμφανίστηκε τον 16ο αιώνα, στην αρχή της περιόδου «Εντο», πολλοί ποιητές σε Ευρώπη και ΗΠΑ υιοθέτησαν την εκδοχή των 17 συλλαβών και των τριών στίχων (ανάμεσά τους οι Νικ Βιρτζίλιο, Εζρα Πάουντ, Αλεν Γκίνσμπεργκ). Στα καθ’ ημάς γνωστά είναι τα «Δεκαέξι Χαϊκού» από το «Τετράδιο Γυμνασμάτων» του Γιώργου Σεφέρη. Από εκεί και το παρακάτω:

Γράφεις·

το μελάνι λιγόστεψε

η θάλασσα πληθαίνει.