Η 1η Οκτωβρίου 1949 ήταν μια μέρα συννεφιασμένη στο Πεκίνο και στη γύρω περιοχή (καμία σχέση, λοιπόν, με τους προπαγανδιστικούς πίνακες που αποτύπωναν αργότερα τον Μάο Τσε Τουνγκ κάτω από έναν καθαρό και φωτεινό ουρανό). Στις τρεις το μεσημέρι, και ενώ οι στρατιώτες του κυνηγούσαν ακόμα τους ηττημένους εθνικιστές στη νοτιοδυτική Κίνα, ο 55χρονος τότε Μάο είχε ήδη πάρει θέση στην πύλη της Απαγορευμένης Πόλης και ανακοίνωνε μπροστά σε αρκετά όρθια μικρόφωνα: «Ιδρύθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας». Τον άκουγαν πάνω από 100.000 άτομα που είχαν συγκεντρωθεί στην πλατεία Τιενανμέν και μαζί του θεωρούσαν ότι έβαζαν τελεία στον εμφύλιο που σπάραζε τη χώρα.
Το πλήθος, αλλά και ο ίδιος ο ηγέτης, ήξεραν εκείνη την ημέρα τις οικονομικές συνθήκες του νεότευκτου κράτους. «Το 1940, με 100 γουάν αγόραζες ένα γουρούνι. Το 1943 ένα κοτόπουλο. Το 1945 ένα ψάρι. Το 1946 ένα αυγό. Το 1947 ένα τρίτο από ένα σπιρτόκουτο», όπως θα κατέγραφε ο ειδήμων ιστορικός Μάικλ Λιντς για την οικονομία της Κίνας. Γι’ αυτό και στους επόμενους μήνες ο Μάο θα εξαπέλυε κυνηγητό αδιακρίτως εναντίον χωρικών, ιδιοκτητών γης και παλαιών εθνικιστών, ώστε να υφαρπάξει τη γη τους δια του Τρόμου.
Ο ηγέτης, πάντως, που εκείνη την ημέρα γινόταν ο απόλυτος κυρίαρχος 550 εκατομμυρίων ανθρώπων, συνέχισε αναπτύσσοντας μια μάλλον ανέμπνευστη ομιλία, χωρίς να αναφέρει ούτε μία λεπτομέρεια για το πώς η νέα Λαϊκή Δημοκρατία θα έφερνε πλούτο και ευημερία στους υπηκόους της. Κανένας από όσους συγκεντρώθηκαν στην πλατεία, δηλαδή, δεν κατάλαβε ακούγοντας το πρόγραμμα, πώς θα γίνει πλουσιότερος.
«Το Συμβούλιο της Κεντρικής Λαϊκής Κυβέρνησης αποφάσισε να δηλώσει στις κυβερνήσεις όλων των χωρών ότι αυτή η κυβέρνηση είναι η μόνη νόμιμη κυβέρνηση, που εκπροσωπεί όλον τον λαό της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας. Αυτή η κυβέρνηση είναι πρόθυμη να τηρήσει τις αρχές της ισότητας, του αμοιβαίου σεβασμού, της εδαφικής ακεραιότητας και της κυριαρχίας» ανέφερε ο Μάο, που έμελλε να γίνει ο μοναδικός εκατομμυριούχος (σε γουάν, εννοείται) σε όλη την ιστορία της «αυτοκρατορίας» του.
Ο «πόλεμος της απελευθέρωσης του λαού» είχε πλέον «κερδηθεί», ενώ το Συμβούλιο της Κεντρικής Κυβέρνησης διόριζε τον Τσου Εν-Λάι πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών, τον Τσου Τεχ αρχιστράτηγο, με τον ίδιο τον Μάο πρόεδρο του Λαϊκού Επαναστατικού Στρατιωτικού Συμβουλίου.
Το πλήθος είχε τοποθετηθεί μακριά από την Πύλη όπου βρισκόταν ο ηγέτης, στην πρώτη και μοναδική –επί 27 χρόνια κυριαρχίας– ομιλία του από εκείνο το βήμα (στο μέλλον θα ανέβαινε εκεί μόνο για να εκφωνήσει πού και πού κάποιο σλόγκαν). Η προσήλωση όλων ήταν αδιαπραγμάτευτη και κατέληξε σε ξέφρενο ενθουσιασμό όταν ο Μάο Τσε-Τουνγκ ύψωσε τη νέα σημαία της Κομμουνιστικής Κίνας: πέντε κίτρινα αστέρια σε κόκκινο φόντο. Την ίδια στιγμή το συγκρότημα έπαιξε τον νέο εθνικό ύμνο: «Η παρέλαση των εθελοντών».
Μετά την ανακήρυξη ακολούθησε παρέλαση με «τελετάρχη» τον Τσου Τεχ. Εκεί συμμετέιχαν μονάδες διαφόρων κλάδων των ενόπλων δυνάμεων, μερικές εξοπλισμένες με σύγχρονο αμερικανικό πυροβολικό, άρματα μάχης και τεθωρακισμένα αυτοκίνητα που υφαρπάχτηκαν από τους εθνικιστές. Παράλληλα, μαχητικά και βομβαρδιστικά της Κομμουνιστικής Αεροπορίας πετούσαν σε σχηματισμό πάνω από τα κεφάλια των παρευρισκομένων.
Το πλήθος δεν έχανε την ευκαιρία να φωνάζει «Ζήτω ο Πρόεδρος Μάο!», ιαχή που ενθουσίαζε τον ηγέτη, ο οποίος με τη σειρά του πήγαινε κοντά στο μικρόφωνο για να φωνάξει: «Ζήτω ο λαός!». Για την Ιστορία, πολλά παιδιά που γεννήθηκαν εκείνη την ημέρα ή μία από τις επόμενες πήραν το όνομα «Jianguo», που σημαίνει «να χτίζεις μια χώρα».
Ακόμη κι έτσι, μέσα στον γενικό ενθουσιασμό, η μέρα χαρακτηριζόταν από μια κανονικότητα την οποία είχε γεννήσει το αδελφοκτόνο κλίμα της προηγούμενης περιόδου. Στο Πεκίνο, όπως και στη Σαϊγκόν, επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας οχημάτων μετά τις 9 το βράδυ και πεζών μετά τις 11. Φρουροί της Επανάστασης με όπλα ανά χείρας ήταν διασκορπισμένοι σε κάθε γωνιά.
Εφημερίδες και ραδιοφωνικά σποτ καλούσαν τον λαό να συνδράμει τον Επαναστατικό Στρατό ώστε να εντοπιστούν οι εχθροί εθνικιστές και ο αρχηγός τους Τσιανγκ Κάι Σεκ (με δεδομένο ότι οι εθνικιστές κατείχαν μεγάλο τμήμα της χώρας έως το τέλος του 1950). Ολοι ενθαρρύνονταν να τρέξουν στην αστυνομία και να καταδώσουν τον γείτονα ή τον φίλο τους επ’ αμοιβή.
Για άλλους, πάλι, η 1η Οκτωβρίου υπήρξε η τελευταία τους ελεύθερη μέρα… ή ακόμη και η τελευταία τους μέρα στη ζωή. Με το που ανέλαβε την πλήρη εξουσία το καθεστώς, οι επαίτες, οι πόρνες, οι άποροι των δρόμων και οι άστεγοι βρέθηκαν στο στόχαστρο ενός ανθρωποκυνηγητού. Μέχρι το τέλος του 1949 περίπου 4.600 άστεγοι απομακρύνθηκαν σε «κέντρα επανεκπαίδευσης» στα προάστια του Πεκίνου. Αλλά για τον Μάο αυτοί οι αριθμοί ήταν απλώς στατιστική.
Το σημείωμα βασίζεται στη βιογραφία «Mao» των Jung Chang και Jon Halliday (2005) και στο ιστορικό σύγγραμμα «The Τragedy of Liberation» του Frank Dikotter (εκδ. Bloomsbury, 2013).