Πριν από λίγες μέρες ένα κορίτσι, ένα κορίτσι από αυτά που τα λες νορμάλ, με μεταπτυχιακά στο εξωτερικό και καλή δουλειά και ταξίδια και βόλτες σε μουσεία και πάρτι και φεστιβάλ και συνδρομή στην Action Aid ανέφερε, μεταξύ αστείου και σοβαρού, ότι ο Ηλίας Κασιδιάρης «έχει κάτι σέξι». Και τότε εγώ ξέρασα. Όχι μεταφορικά, κυριολεκτικά. Ένιωσα μια αφόρητη ναυτία σαν να βρισκόμουν σε αυτοκίνητο που πήγαινε με χίλια σε στροφές, και το «βρώμικο» που δευτερόλεπτα πριν είχα καταπιεί σαν χείμαρρος από μέσα μου εκτοξεύτηκε στο πεζοδρόμιο της Πατησίων. Και ήθελα να βάλω τα κλάματα, όχι από ντροπή ή αμηχανία, όχι από νεύρα ή οργή, αλλά από απόγνωση.
Καθόμουν τις επόμενες μέρες και σκεφτόμουν ότι θέλω να γράψω γι’ αυτό. Για το πόσο με θυμώνει και με ανησυχεί που η Χ.Α. έχει αποκτήσει αυτό το παράλληλο κοινό, που δεν την ασπάζεται, αλλά την αποδέχεται. Που θεωρεί τη βία της «αναγκαίο κακό» και γυρίζει το κεφάλι από την άλλη για να μη δει αυτά που δεν θέλει να ξέρει. Σκεφτόμουν ότι θέλω να γράψω για το πόσο με πληγώνει όταν βλέπω νέους και γυναίκες στις συγκεντρώσεις της. Πόσο παρανοϊκό θεωρώ το να πιστεύεις στις διακρίσεις και τον ρατσισμό και να μοιράζεις τους ανθρώπους σε κατηγορίες. Να φορτώνεις την ευθύνη της μιζέριας σου σε άλλους, κατά προτίμηση σε αυτούς που είναι ήδη πεσμένοι και μπορείς εύκολα να τους πατήσεις και να τους λιώσεις. Και να πιστεύεις ότι όλη αυτή η βία και η απανθρωπιά δεν είναι βία και απανθρωπιά αλλά αυτοάμυνα.
Αλλά κάθε φορά που ξεκινούσα να γράψω δεν έγραφα, ούρλιαζα. Έφτυνα τοξικές λέξεις και προσβλητικά κλισέ. Και σκάλιζα τα παλιά, τότε που Χρυσαυγίτες σακάτεψαν στο ξύλο τον φίλο μου τον Γιώργο Δ. στο Πεδίον του Άρεως. Και τσίτωνα, και η λογική μου παραπατούσε και χανόταν. Και είπα πως δεν μπορώ να το κάνω, δεν μπορώ να εξηγήσω «σαν άνθρωπος» πόσο τιτανοτεράστια επικίνδυνο είναι που ένα κορίτσι, ένα κορίτσι από αυτά που τα λες νορμάλ, θεωρεί τον Ηλία Κασιδιάρη σέξι.
Και δυο εβδομάδες μετά, έγινε το φονικό.