Καλοκαίρι 1997, δεύτερη περίοδος στην κατασκήνωση του Νίκου Γκάλη στη Χαλκιδική. Μέσα Ιουλίου θαρρώ, απογευματινή προπόνηση, κοντά στις εφτά. Το μπασκετικό καμπ είχε φουντώσει καθώς προετοιμαζόμασταν για τους εσωτερικούς τελικούς. Στη μέση του γηπέδου, γύρω από την πορτοκαλί μπάλα, ακούγαμε τις τελευταίες οδηγίες του προπονητή. Να με συγχωρεί, δυσκολεύομαι να ανασύρω το όνομά του. Καμιά εικοσαριά αμούστακα παιδιά, από όλη την Ελλάδα, δηλαδή από την Κρήτη ως την Κομοτηνή, ετοιμαζόμασταν να μπούμε στο γήπεδο και να καταθέσουμε την ψυχή μας. Ψυχωμένοι αγωνιστές που διψούσαν για μπασκετικές μάχες. Οι κοκορομαχίες έδιναν κι έπαιρναν, το μπάσκετ μας ένωνε. Ανάμεσα μας, παιδιά από τη Βοσνία και τη Σερβία, που τα φιλοξενούσε η κατασκήνωση. Οι μνήμες του πολέμου ήταν ακόμη νωπές, αυτοί είχαν ζήσει πραγματικές μάχες – όταν έχεις νιώσει στο πετσί σου την εμπειρία πολέμου, η ζωή γίνεται πραγματική. Το μπάσκετ αποτελούσε αφορμή συμφιλίωσης.
Δίπλα μου καθόταν πάντα ο Ντράζεν – τι κρίμα που δεν έχω κρατήσει φωτογραφία του να σας δείξω. Δεκαπέντε χρονών, ξανθός, με μελί-καφέ μάτια, ντυμένα με μια σκυλίσια μελαγχολία, όμορφος και ταλαντούχος, ευγενικός μα και συνάμα σκληρός, συχνά μας διηγιόταν ιστορίες από τον πόλεμο της Γιουγκοσλαβίας. Αν και ξεχνάω από ποιο χωριό της Σερβίας καταγόταν, θυμάμαι το χρυσό σταυρό που είχε περασμένο στον λαιμό του. Τον φιλούσε πριν αγωνιστεί, τον κρατούσε σφιχτά στη βραδινή προσευχή. Ένα βράδυ, από αυτά της Χαλκιδικιώτικης ξαστεριάς, που το φεγγάρι εξαφανίζεται κι ένα γλυκό αεράκι βγαίνει μέσα από τα πεύκα, τόλμησα να τον ρωτήσω τι ονειρεύεται. Από πολιτική δεν σκάμπαζα πολλά, δεκατριών χρονών ήμουν, αλλά μόλις τον κοιτούσα στα μάτια αισθανόμουν ότι σέρνει μέσα του μια ανείπωτη στενοχώρια. Τα αγγλικά μας φτωχά, η συνεννόηση παρόλα αυτά εύκολη: μιλούσαν οι καρδιές.
Οι γονείς του τον είχαν βαφτίσει Ντράζεν προς τιμήν του Πέτροβιτς – συνηθιζόταν τότε, πριν τη διάσπαση της Γιουγκοσλαβίας. Στις προπονήσεις φορούσε με καμάρι μονάχα φανέλες του Πέτροβιτς από την εθνική Γιουγκοσλαβίας του 1990, τότε που είχε κατακτήσει το Μουντομπάσκετ. Τώρα το συνειδητοποιώ, εκείνη η φανέλα ήταν βαριά, κυριολεκτικά ασήκωτη. Μετά τον πόλεμο της Βοσνίας του 1992, ο Πέτροβιτς από εθνικός ήρωας μεταμορφώθηκε σε μισητό εχθρό. Πλέον είχε αποκτήσει την ταυτότητα του Κροάτη, ήταν από την απέναντι πλευρά. Και δαύτος, ο μικρός μου φίλος, κουβαλούσε το όνομα του εχθρού – τότε, από όσα μου έλεγε δεν καταλάβαινα σχεδόν τίποτε. Τον λυπόμουν μόνο και μόνο επειδή όταν εγώ έπαιζα πόλεμο με Gi Joe εκείνος κρυβόταν στα καταφύγια για να σωθεί από τις βόμβες. Οι τύψεις είχαν τον πρώτο λόγο.
«Ήθελα να μην είχε γίνει ο πόλεμος, να μην θεωρούσαν τον Ντράζεν προδότη». Οι νυχτερινές του ευχές δε σταματούσαν εκεί. «Συχνά ονειρεύομαι ότι ο Ντράζεν είναι ζωντανός… και ότι παίζουμε μαζί. Δυο Ντράζεν στην ίδια ομάδα». Ίσως είναι υποκριτικό άνθρωποι της ηλικίας μου, τουτέστιν της φουρνιάς του ´84, να λένε ότι έζησαν τον «γιο του διαβόλου».
Αυτό όμως το «Ντράζεν, Ντράζεν», που επαναλάμβανε ο φίλος μου στον ύπνο του, δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Για την ακρίβεια, το θυμάμαι κάθε φορά που χαζοί λόγοι με χωρίζουν από τους παιδικούς μου φίλους. Γιατί, όσο τίποτα άλλο, φοβάμαι τη στιγμή που έζησε ο Βλάντε Ντίβατς, όταν 21 χρόνια μετά το θάνατο του «αδελφού» του επισκέφτηκε το μνήμα του στο Μιρογκόι: να τελειώσει η ζωή ξαφνικά και να κρατήσεις μέσα σου λόγια που από καιρό ήθελες να πεις. Ντράζεν, Ντράζεν.
*Όταν πέθανε ο Ντράζεν Πέτροβιτς, στις 7 Ιουνίου του 1993, ο Σέρβος Βλάντε Ντίβατς ήταν ανεπιθύμητος στην Κροατία κι έτσι δεν κατόρθωσε να πάει στην κηδεία του αγαπημένου του φίλου. Το 2010, στα πλαίσια ενός ντοκιμαντέρ του ESPN με τίτλο «Once brothers», επισκέφτηκε τελικώς τον τάφο του Πέτροβιτς.
Δείτε το ντοκιμαντέρ για τον κορυφαίο, ίσως, Ευρωπαίου μπασκετμπολίστα: