Αρχαίο έδεσμα, αθάνατο στο πέρασμα των χρόνων. Ίσως η πιο βασική λιχουδιά της ελληνικής γαστρονομίας, σας παρουσιάζω το σουβλάκι.
Οι πρώτες αναφορές για το σουβλάκι είναι στα ομηρικά έπη και συγκεκριμένα στην Ιλιάδα, όταν ο Αχιλλέας παραθέτει γεύμα στον βασιλιά Πρίαμο, που ως ικέτης, του ζήτησε το πτώμα του γιου του, Έκτορα. Γεύμα ανακωχής, όπου οι δυο άντρες απόλαυσαν για λίγο την ευλογία της ειρήνης που ήταν ξεχασμένη στη φρικαλεότητα του πολέμου.
Ένα γεύμα βασιλικό με «κάνδαυλο», δηλαδή μικρά κομμάτια αρνίσιου ή κατσικίσιου κρέατος περασμένα σε μικρές σούβλες, ψημένα σε ειδικές γάστρες για να φεύγει το λίπος, τους «κρατευτές».
Αναφορές για το σουβλάκι της εποχής έχουμε και από τον αρχαίο γαστρονόμο Αθήναιο στο έργο του «Δειπνοσοφισταί» αλλά και από τον Ηγίσηπο στον οδηγό μαγειρικής «Οψύρτακο», που μας περιγράφουν συμποσιακές απολαύσεις με μικρά κομμάτια σουβλιστού κρέατος από αρνί ή κατσικίσιου, με τυρί, άνηθο και πηχτό ζωμό κρέατος.
Το σουβλάκι διαδόθηκε από τους Έλληνες σε όλες τις κουζίνες της εποχής με διάφορους τρόπους. Σε ρωμαϊκά γραπτά του 1ου μ.Χ. αιώνα συναντάμε περιγραφές για σουβλάκια από εντόσθια.
Η λέξη «σουβλάκι» πρόρχεται από τη «σούβλα», που με τη σειρά της προέρχεται από τη λατινική λέξη Subulus. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, οι μικροπωλητές πουλούσαν σουβλάκι με πίτα στον δρόμο, εκτός από φρούτα και λαχανικά.